Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Άρθρο του Αθ. Έλλις ότι οι Κύπριοι θέλουν λύση, αλλά όχι νέο σχέδιο Ανάν


Οι Κύπριοι θέλουν λύση, αλλά όχι νέο σχέδιο Ανάν
Αθανάσιος Έλλις 
Ενα διαφορετικό περιβάλλον από αυτό του παρελθόντος έχει αρχίσει να διαμορφώνεται στη Λευκωσία.
Κουρασμένη από το συνεχιζόμενο πολιτικό αδιέξοδο και έχοντας πληγεί από την οικονομική κρίση, η ελληνοκυπριακή κοινότητα κατανοεί ότι η ανακάλυψη φυσικού αερίου στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη δημιουργεί μια νέα δυναμική που πρέπει να αξιοποιηθεί, καθώς είναι σαφές ότι η τουρκική πλευρά, τόσο η Αγκυρα όσο και οι Τουρκοκύπριοι, έχει πλέον σοβαρό λόγο να εργασθεί εποικοδομητικά για επίλυση του προβλήματος.
Οι πληγές από το μεγάλο «κούρεμα» των καταθέσεων που συντάραξε τη χώρα πριν από ακριβώς ένα χρόνο έχουν αφήσει τα σημάδια τους και παρότι η χώρα δείχνει να κινείται με ταχείς ρυθμούς προς την έξοδο από την κρίση, ο τερματισμός της κατοχής και οι προοπτικές που θα δημιουργηθούν από μια ενδεχόμενη λύση λειτουργούν ως σημαντικό κίνητρο και για την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Αν και βρισκόμαστε, φυσικά, σε πρώιμο στάδιο και η κάθε πρόβλεψη για τη συνέχεια φαντάζει το λιγότερο παρακινδυνευμένη, είναι σαφές ότι η νέα εκκίνηση γίνεται από μια πολύ διαφορετική αφετηρία σε σχέση με τα δεδομένα που επικρατούσαν το 2004.
Σε αντίθεση με την τότε ευημερούσα κυπριακή οικονομία και μια χώρα που ετοιμαζόταν να ενταχθεί στην Ε.Ε., με ή χωρίς λύση, σήμερα τα δεδομένα είναι πολύ πιο αρνητικά. Υπό αυτό το πρίσμα, πολλοί ελπίζουν ότι η λύση θα τονώσει τη δοκιμαζόμενη οικονομία της χώρας. Αλλά είναι επίσης σαφές ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για χρηματοδότηση της τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας από την ελληνοκυπριακή, όπως προβλεπόταν στο σχέδιο Ανάν, κάτι άλλωστε που δεν πρόκειται να συμβεί και λόγω της αυξημένης αυτονομίας που αναμένεται να έχει η κάθε κοινότητα, στο πλαίσιο πάντα ενός ομόσπονδου κράτους με μια διεθνή προσωπικότητα και ενιαία κυριαρχία.
Στις δημοσκοπήσεις καταγράφεται ουσιαστικά αντιστροφή στη στάση της ελληνοκυπριακής κοινότητας, καθώς, ενώ τον Απρίλιο του 2004 το 76% είχε απορρίψει το σχέδιο Ανάν, σήμερα σχεδόν το 70% τάσσεται υπέρ της νέας προσπάθειας που ξεκινάει, χωρίς, φυσικά, να σημαίνει αυτό ότι θα αποδεχθεί και το όποιο τελικό αποτέλεσμα προκύψει.
Στο νέο αυτό σκηνικό που διαπιστώνει κανείς στη Λευκωσία συντελεί και η διαφαινόμενη προοπτική να υπάρξουν μείζονος σημασίας κινήσεις, όπως η επαναλειτουργία της κλειστής πόλης της Αμμοχώστου, αλλά και η παρουσία στην προεδρία ενός ανθρώπου που έχει πείσει τη διεθνή κοινότητα ότι ειλικρινά επιθυμεί λύση, σε αντίθεση με κάποιους προκατόχους του.
Επιπροσθέτως, το ενθαρρυντικό παζλ συμπληρώνει η θετική στάση που τηρεί έναντι των τελευταίων εξελίξεων και το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, το ΑΚΕΛ, ενώ ακόμη και στους κόλπους του ΔΗΚΟ, του οποίου ο πρόεδρος, Νικόλας Παπαδόπουλος, ορθώνει την πιο ηχηρή φωνή προβληματισμού έναντι της νέας προσπάθειας, τα μέλη και οι ψηφοφόροι εμφανίζονται διχασμένοι.
Η έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων, οι οποίες θα εξελιχθούν χωρίς ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα και επιδιαιτησίες και θα μπορούσαν να καταλήξουν σε λύση εντός του 2015, έχει, λοιπόν, μεγάλη υποστήριξη, εντός κι εκτός Κύπρου. Αλλά ο δρόμος δεν θα είναι εύκολος και θα απαιτηθούν εκατέρωθεν παραχωρήσεις, που συχνά θα είναι δύσπεπτες. Η Ουάσιγκτον έχει διαμηνύσει στα ενδιαφερόμενα μέρη πώς βλέπει την προοπτική της περιοχής και τα στρατηγικά και οικονομικά οφέλη που μπορούν να υπάρξουν για όλους. Αλλά τόσο οι ΗΠΑ, όσο και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές της διεθνούς κοινότητας –ΟΗΕ, Βρετανία, Ε.Ε.– πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν μπορεί να επανέλθει το ετεροβαρές σχέδιο Ανάν, κίνηση που θα αποτελούσε προσβολή στη δημοκρατική επιλογή της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων, πριν από μία δεκαετία, να το απορρίψει.
Η λύση πρέπει να είναι δίκαιη και, κυρίως, λειτουργική. Το τελευταίο, θα τολμούσα να πω, είναι και το πιο σημαντικό. Διότι εάν δεν είναι λειτουργική, θα καταρρεύσει και θα τινάξει τον όλο σχεδιασμό στον αέρα.
Τέλος, πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία η οποία θα προβλέπει τη διατήρηση στρατού κατοχής στο έδαφος ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης.