Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Ένα ενδιαφέρον άρθρο ότι οι ΗΠΑ ανοίγουν πόρτες στα ταλέντα του κόσμου


Η Αμερική ανοίγει πόρτες στα ταλέντα του κόσμου
Το λόμπι της Σίλικον Βάλεϊ διατείνεται ότι το γηγενές εργατικό δυναμικό δεν καλύπτει τις ανάγκες των εταιρειών του κλάδου
Του Γιάννη Παλαιολόγου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Το νομοσχέδιο για τη μετανάστευση που υπερψηφίστηκε με διακομματική συναίνεση στα τέλη Ιουνίου από την αμερικανική Γερουσία -αλλά όχι από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου η ρεπουμπλικανική πλειοψηφία δεν έχει πειστεί ακόμα ότι επιτρέπεται η συνεργασία με τον πρόεδρο Ομπάμα σε ένα τόσο καίριο ζήτημα- δεν πάσχει από έλλειψη αμφιλεγόμενων διατάξεων.
Μία εξ αυτών, η οποία διέγειρε τα πολιτικά πάθη, ήταν η τροποποίηση των όρων παροχής προσωρινής βίζας τύπου H-1B σε εξειδικευμένους αλλοδαπούς εργαζομένους, που διευκολύνει την πρόσληψή τους από αμερικανικές εταιρείες – κυρίως από τους τιτάνες της τεχνολογίας, όπως η Google, η Microsoft και το Facebook.
Το λόμπι της Σίλικον Βάλεϊ, που τα τελευταία χρόνια επιδεικνύει τους πολιτικούς του μυς με αυξανόμενη συχνότητα, επιχειρηματολόγησε ότι το γηγενές εργατικό δυναμικό δεν καλύπτει τις ανάγκες των εταιρειών του κλάδου. Εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων, από την πλευρά τους, επιμένουν ότι το μέτρο επιτρέπει στις εταιρείες να προσλαμβάνουν εργαζομένους από τις αναπτυσσόμενες χώρες με μειωμένες απαιτήσεις και να πιέζουν προς τα κάτω τους μισθούς. Το συνδικαλιστικό λόμπι ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται πραγματική έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων, κάτι που αποδεικνύεται, όπως διατείνεται, από το γεγονός ότι οι μισθοί στους κλάδους όπου υπάρχει η μεγαλύτερη ζήτηση για τις θεωρήσεις H-1B είναι στάσιμοι εδώ και χρόνια.
Οι γερουσιαστές αποφάσισαν να αυξήσουν τον αριθμό των αδειών H-1B από τις 65.000 στις 115.000 ετησίως, με δυνατότητα περαιτέρω αύξησης ώς τις 180.000. Στην απόφασή τους αυτή αναμφίβολα μέτρησαν τα ευρήματα μιας σειράς μελετών -από το Harvard Business School, το ινστιτούτο Brookings, το γραφείο προϋπολογισμού του Κογκρέσου- που συμπεραίνουν ότι η αύξηση στον αριθμό των εξειδικευμένων αλλοδαπών επηρεάζει θετικά τόσο το επίπεδο απασχόλησης όσο και το επίπεδο των μισθών των Αμερικανών.
Ο Βίβεκ Ουάντουα, o Ινδοαμερικανός ιδρυτής εταιρειών software, διδάσκων σε κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα (Stanford, Duke) και υπέρμαχος της μεταναστευτικής μεταρρύθμισης, θεωρεί ότι οι ισχυρισμοί του εργατικού κινήματος για τη στασιμότητα των μισθών είναι εσφαλμένοι. Οπως δηλώνει στην «Κ»: «Μια βόλτα να κάνετε στη Σίλικον Βάλεϊ, το καταλαβαίνετε αμέσως. Οι εταιρείες εδώ ψάχνουν απελπισμένα για άτομα με τα σωστά προσόντα. Στους τομείς όπου προσλαμβάνουν, οι μισθοί αυξάνονται εντυπωσιακά». Ο Νιλ Ρουίζ, ειδικός σε θέματα μεταναστευτικής πολιτικής στο Brookings, παρατηρεί ότι «οι έρευνές μας έδειξαν ότι αλλοδαποί με υψηλά επίπεδα εξειδίκευσης στους οποίους έχει χορηγηθεί η βίζα H-1B πληρώνονται περισσότερο από Αμερικανούς εργαζομένους σε αντίστοιχες θέσεις με την ίδια προϋπηρεσία».
Δεν ισχύει όμως ότι οι νεοεισερχόμενοι αλλοδαποί αντικαθιστούν Αμερικανούς μεγαλύτερης ηλικίας; Ο κ. Ουάντουα το παραδέχεται, σημειώνοντας ότι «τα προσόντα των γηραιότερων Αμερικανών τείνουν να είναι απαρχαιωμένα. Γι’ αυτό δυσκολεύονται να βρουν δουλειά. Το επιχείρημα των συνδικάτων είναι ότι δεν πρέπει να φέρουμε άλλους εργαζομένους έως ότου βρούμε δουλειές για αυτούς που είναι εδώ. Αλλά αυτοί που είναι εδώ δεν έχουν τα προσόντα που χρειάζονται οι εταιρείες».
Το νομοσχέδιο της Γερουσίας, που επιχειρεί την πιο εκτεταμένη μεταρρύθμιση της μεταναστευτικής πολιτικής από την εποχή του Ρόναλντ Ρέιγκαν, περιλαμβάνει κι άλλες διατάξεις που έχουν σκοπό να προσαρμόσουν τις μεταναστευτικές ροές στις ανάγκες της αμερικανικής οικονομίας. Για παράδειγμα, παρέχει μόνιμη διαμονή στις ΗΠΑ σε οποιονδήποτε κάτοχο διδακτορικού, από ίδρυμα οποιασδήποτε χώρας, αρκεί να έχει βρει δουλειά στον τομέα του. Επιπλέον, προβλέπεται η χορήγηση «start-up visa» σε αλλοδαπούς επιχειρηματίες που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια. Η λογική είναι σαφής: να ανοίξει ξανά η Αμερική τις πόρτες της στα κορυφαία ταλέντα από όλον τον κόσμο, πολιτική που, όπως ακατάπαυστα επαναλαμβάνει ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ (εγγονός Ρωσοεβραίων μεταναστών), την ανέδειξε σε παγκόσμια υπερδύναμη και που η αντιστροφή της συνιστούσε, στα μάτια του, «εθνική αυτοκτονία».
Τα σύνορα
Οι θετικές επιπτώσεις τού υπό συζήτηση νομοσχεδίου δεν περιορίζονται μόνο στην προσέλκυση δημιουργικών ανθρώπων με υψηλά επαγγελματικά προσόντα από όλο τον κόσμο.
Μεταξύ άλλων, αν εγκριθεί, θέτει σε διαδικασία χορήγησης ιθαγένειας τα 11 εκατομμύρια των μεταναστών που εκτιμάται ότι έχουν εισέλθει παράνομα στη χώρα. Η διαδικασία είναι περίπλοκη και χρονοβόρα -διαρκεί 13 χρόνια- ώστε να μην εκληφθεί το μέτρο ως ανταμοιβή για την παραβίαση των νόμων. Ωστόσο, με τη θεσμοθέτηση της συγκεκριμένης διάταξης, νομιμοποιείται άμεσα η διαμονή των ατόμων αυτών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ετσι, όπως παρατηρεί ο Β. Ουάντουα, «βγαίνουν από το σκοτάδι, ανακτούν την αξιοπρέπειά τους και θα μπορούν να συμμετάσχουν ισότιμα στην αμερικανική οικονομία». O Ν. Ρουίζ του Brookings συμφωνεί, σημειώνοντας ότι «σύμφωνα με το γραφείο προϋπολογισμού του Κογκρέσου, η νομιμοποίηση των μεταναστών με έγγραφα θα αυξήσει μακροπρόθεσμα τα δημόσια έσοδα».
Παράλληλα, για όσους ανησυχούν ότι τα νότια σύνορα της χώρας έχουν μετατραπεί σε ξέφραγο αμπέλι, το νομοσχέδιο προβλέπει να δαπανηθούν 46 δισ. δολάρια για νέους φράχτες, διπλασιασμό των δυνάμεων της συνοριοφυλακής και ενίσχυση των υποδομών παρακολούθησης στα περάσματα από το Μεξικό. Ακόμα πιο ουσιωδώς, υποχρεώνει τους εργοδότες να βεβαιώνουν ότι οι εργαζόμενοί τους διαθέτουν άδεια να εργάζονται στις ΗΠΑ, με αυστηρές ποινές για όσους δεν συμμορφώνονται.
Η μπλε κάρτα δεν προσελκύει μυαλά στην Ε.Ε.
Οσο κι αν καθυστέρησαν οι Αμερικανοί να αντιμετωπίσουν τις παθογένειες του μεταναστευτικού τους συστήματος, εξακολουθούν να προπορεύονται σημαντικά των Ευρωπαίων στην προσέλκυση ταλέντων στις ακτές τους – και θα διευρύνουν το προβάδισμά τους αν οι Ρεπουμπλικανοί στη Βουλή δεν τορπιλίσουν το τρέχον μεταρρυθμιστικό εγχείρημα. Υστερα από πολλές μεγαλόπνοες και εντελώς ατελέσφορες προσπάθειες ενοποίησης της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, η Ε.Ε. ψήφισε τον Μάιο του 2009 την οδηγία 2009/50, γνωστή και ως «οδηγία της μπλε κάρτας», που «καθορίζει τους όρους και τις διαδικασίες αποδοχής υπηκόων τρίτων χωρών με ιδιαίτερα επαγγελματικά προσόντα» σε κράτη-μέλη της Ενωσης.
Σύμφωνα με την οδηγία, υποψήφιοι για την μπλε κάρτα είναι μη Ευρωπαίοι πολίτες με «σύμβαση εργασίας ή προσφορά σταθερής απασχόλησης με μισθό που πρέπει να ισούται τουλάχιστον προς μιάμιση φορά το ύψος του μέσου ακαθάριστου ετήσιου μισθού στο οικείο κράτος-μέλος» (ή 1,2 φορά για επαγγέλματα στα οποία υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη για επιπλέον εργαζομένους). Πέραν αυτών, οι υποψήφιοι θα πρέπει να διαθέτουν ισχύουσα άδεια διαμονής ή εθνική θεώρηση μακράς διαμονής, ιατροφαρμακευτική ασφάλιση και έγγραφα που πιστοποιούν τα υψηλά επαγγελματικά τους προσόντα.
Η οδηγία έδινε διορία ώς τον Ιούνιο του 2011 για την ενσωμάτωσή της στην εθνική νομοθεσία. Η Ελλάδα ήταν μεταξύ των οκτώ χωρών που έχασαν τη διορία για την ενσωμάτωση, η οποία έγινε τελικά με τον νόμο 4071 τον Απρίλιο του 2012 – τον ίδιο μήνα που ψηφίστηκε η αντίστοιχη νομοθεσία και στη Γερμανία. Η Κομισιόν θα αρχίσει να συλλέγει από φέτος ετήσια στοιχεία για τη χορήγηση μπλε καρτών ανά κράτος-μέλος. Οπως αναμενόταν πάντως, οι πρώτες ανεκδοτολογικές ενδείξεις δεν γεννούν αισιοδοξία.
Ο κύριος λόγος που η μπλε κάρτα δεν έχει οδηγήσει σε έναν χείμαρρο αιτήσεων από τα καλύτερα μυαλά της υφηλίου είναι ότι η χορήγησή της δεν παρέχει στο πρόσωπο που τη λαμβάνει πρόσβαση στην αγορά εργασίας ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά μόνο στο κράτος-μέλος όπου του χορηγήθηκε. Αν επιθυμεί να μεταβεί π.χ. από την Ελλάδα, που του έχει χορηγήσει την κάρτα, στη Γερμανία για να εργαστεί, πρέπει να υποβάλει εκ νέου αίτηση προς τη γερμανική κυβέρνηση, η οποία διατηρεί το δικαίωμα να την απορρίψει ανάλογα με τα κριτήρια τα οποία η ίδια έχει θεσμοθετήσει. Επιπλέον, προτάσεις για αυτόματη χορήγηση της μπλε κάρτας σε κατόχους μεταπτυχιακών από ευρωπαϊκά ή κορυφαία διεθνή πανεπιστήμια δεν υιοθετήθηκαν.
Το αρχικό όραμα για την μπλε κάρτα έθετε πιο ψηλά τον πήχυ. Ο Γερμανός οικονομολόγος Γιάκομπ φον Ουάισακερ ήταν ο άνθρωπος που το 2006, γράφοντας στη γαλλική επιθεώρηση Horizons Strategiques, πρότεινε για πρώτη φορά την ιδέα. Ο κ. Ουάισακερ όμως, μέλος τότε του ινστιτούτου Bruegel, είχε στο μυαλό του κάτι που «θα παρέχει σε ιδιαίτερα εξειδικευμένους υπηκόους τρίτων χωρών άμεση πρόσβαση σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή αγορά εργασίας» και έτσι θα «διευκολύνει σημαντικά την Ευρώπη στην προσπάθειά της να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ και τον Καναδά για την προσέλκυση κορυφαίων ταλέντων». Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.
Το βαθύτερο πρόβλημα, εξαιτίας του οποίου έχουν αποτύχει οι πιο φιλόδοξες απόπειρες για μια κοινή ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, είναι ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα -ευαίσθητο ούτως ή άλλως, πόσω μάλλον σε περίοδο βαθιάς ύφεσης και υψηλής ανεργίας σε πολλές χώρες- τα κράτη-μέλη είναι ιδιαιτέρως απρόθυμα να παραχωρήσουν αρμοδιότητες στις Βρυξέλλες.
Χωρίς πτυχίο
Το πρακτικό αποτέλεσμα του κατακερματισμού αυτού, και των πολιτικών μηδενικής ανοχής που επιχειρούν να εφαρμόσουν διάφορα κράτη-μέλη, είναι ότι η Ευρώπη επιδεικνύει περίπου μηδενική ανοχή στη μετανάστευση εξειδικευμένων ατόμων, κάτι που μακροπρόθεσμα θα έχει ολέθριες συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, από το 2009-10, στον Καναδά, το point system μοντέλο του οποίου θεωρείται υπόδειγμα στον ανεπτυγμένο κόσμο, το 52% των μεταναστών προερχόμενων από χώρες εκτός ΟΟΣΑ διέθετε πανεπιστημιακό πτυχίο. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα ήταν 13% και στην Ιταλία μόλις 11%.