Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Αιρετικό άρθρο του Guardian υπέρ του ισλαμιστή προέδρου της Αιγύπτου, Μ. Μόρσι


Οι εξελίξεις στην Αίγυπτο προκαλούν ανησυχίες
Οι χειρισμοί του Μόρσι, η επέμβαση του στρατού και ο ρόλος των πρωταγωνιστών
The Guardian
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Το κατά πόσον οι κινήσεις του αιγυπτιακού στρατού τα προηγούμενα εικοσιτετράωρα συνιστούν «κανονικό» πραξικόπημα είναι θέμα για συζήτηση.
Εκείνο, όμως, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια ολέθρια επέμβαση στην πολιτική ζωή μιας χώρας, η οποία ανέπνεε για πρώτη φορά ύστερα από δεκαετίες τον αέρα της ελευθερίας.
Ο στρατός, που φαινομενικά είχε αποσυρθεί μετά την εκδίωξη του Χόσνι Μουμπάρακ, τον Φεβρουάριο του 2011, επανήλθε στο παιχνίδι, πρώτα με το τελεσίγραφο που έθεσε στον εκλεγμένο πρόεδρο –να συμμορφωθεί ή να παραιτηθεί– και ύστερα με την ανατροπή του.
Η ακύρωση εκλογών που αναγνωρίστηκαν ευρέως ως ελεύθερες και δίκαιες, όπως και η κατάργηση του Συντάγματος, αποτελούν απαγορευμένα διαβήματα για τον στρατό οποιασδήποτε συντεταγμένης πολιτείας. Το γεγονός ότι το στρατιωτικό κίνημα επιδοκιμάστηκε από πολλούς επαναστάτες, οι οποίοι είχαν το θάρρος να κατέβουν στους δρόμους εναντίον του καθεστώτος Μουμπάρακ, υπογραμμίζει με τον πιο δραματικό τρόπο την πολιτική αφέλεια και μυωπία τους.
Οχι βέβαια ότι ο πρόεδρος Μοχάμεντ Μόρσι ήταν αψεγάδιαστος. Στον μακρύ κατάλογο των ολισθημάτων του κατέχουν περίοπτη θέση τα προεδρικά διατάγματα του περασμένου Νοεμβρίου, που θωράκισαν την προεδρία με υπερεξουσίες. Γρήγορα τα απέσυρε, όμως, υπό την πίεση των διαδηλώσεων. Στον τελευταίο γύρο των κινητοποιήσεων, προσφέρθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας και να επισπεύσει τις βουλευτικές εκλογές. Δεν ήταν ο Μόρσι, αλλά το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο που διέλυσε τη Βουλή. Δεν έφταιγε ο Μόρσι, αλλά οι ηγέτες της αντιπολίτευσης που ευθύνονταν για την κυριαρχία των Αδελφών Μουσουλμάνων στην κυβέρνηση, καθώς ο Μόρσι τους προσέφερε χαρτοφυλάκια και εκείνοι τα αρνούνταν.
Και βέβαια δεν έφταιγε ο πρόεδρος για την αδυναμία της αιγυπτιακής οικονομίας να προσφέρει θέσεις εργασίας στη νέα γενιά. Ο Μόρσι δέχθηκε τα σχέδια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για άρση των επιδοτήσεων στα τρόφιμα και τα καύσιμα –πολιτικές λιτότητας οι οποίες θα βάθαιναν την ύφεση–, αλλά το ίδιο έκαναν οι ηγέτες της αντιπολίτευσης, οι οποίοι διαγκωνίζονται σήμερα για την εξουσία. Οσο για την καταβύθιση της τουριστικής βιομηχανίας, ο κύριος υπαίτιος είναι το χάος και η αποσταθεροποίηση λόγω των καθημερινών προκλήσεων στους δρόμους από τους διαδηλωτές.
Πολλά έχουν ειπωθεί για την απειλή που αντιπροσωπεύει για την αιγυπτιακή δημοκρατία το βαθύ κράτος, το οποίο εξακολουθεί να αποικεί τη δημόσια διοίκηση με αξιωματούχους του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος, της εποχής Μουμπάρακ, μεγαλοεπιχειρηματίες που συναγελάζονταν με το παλιό καθεστώς και τη στρατιωτική ηγεσία που επωφελήθηκε από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Το πρόβλημα με τον Μόρσι ήταν ότι έκανε πολύ λίγα για να κλονίσει αυτό το σύμπλεγμα και τα στηρίγματά του, όπως το διεφθαρμένο και απάνθρωπα βίαιο αστυνομικό σώμα. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι εκείνοι που αποδοκίμασαν με τόσο μένος τον Μόρσι στην πλατεία Ταχρίρ αυτές τις ημέρες πέφτουν στην παγίδα εκείνων ακριβώς των ελίτ που απεχθάνονται.
Είναι αλήθεια ότι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι και οι υποστηρικτές τους είναι συντηρητικοί στα κοινωνικά θέματα, οι οποίοι θα μπορούσαν να θέσουν υπό απειλή τα ανθρώπινα δικαιώματα ορισμένων Αιγυπτίων. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος και αμεσότερος κίνδυνος για τη χώρα αφορά στις πολιτικές ελευθερίες όλων των Αιγυπτίων, που κατακτήθηκαν μετά την ανατροπή του Μουμπάρακ. Η κατάργηση του μονοκομματικού καθεστώτος, η νομιμοποίηση όλων των κομμάτων, η κατάργηση της λογοκρισίας και η ελαχιστοποίηση των κρουσμάτων φυλάκισης για πολιτικούς λόγους αποτελούν επιτεύγματα που δεν θα έπρεπε να εγκαταλειφθούν ελαφρά τη καρδία.
Οσοι πιστεύουν ότι κύριος στόχος του στρατού ήταν η θωράκιση των προσφάτως κατακτημένων ελευθεριών σύντομα θα απογοητευθούν. Από τη Χιλή του 1973 μέχρι το Πακιστάν του 1999, όπως και σε πολλές άλλες προγενέστερες περιπτώσεις, υπάρχει μακρά ιστορία στρατιωτικών πραξικοπημάτων τα οποία συνάντησαν ευμενή υποδοχή τις πρώτες ώρες και ημέρες, αλλά προκάλεσαν αποδοκιμασία και απόγνωση στα χρόνια που ακολούθησαν. Θα ήταν πραγματική καταστροφή αν η Αίγυπτος ακολουθούσε αυτόν τον δρόμο.
Η επιστροφή του «παλιού»
Η προσπάθεια του στρατηγού Αμπντελφατάχ αλ Σίσι να μεταμφιέσει το πραξικόπημα αποδείχθηκε πολύ άτεχνη. Στη θέση του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου της χώρας έβαλε τον επικεφαλής του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ουδείς Αιγύπτιος γνώριζε μέχρι χθες ποιος είναι ο Αντλι Μανσούρ. Σε κάθε περίπτωση, θα αποτελεί μόνο το προσωπείο ή μάλλον το φύλλο συκής εκείνων που θα συντάσσουν τα προεδρικά διατάγματα.
Αμφίβολη υπηρεσία προσέφεραν στον στρατηγό Σίσι οι πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες που τον περιστοίχιζαν στο τηλεοπτικό του διάγγελμα. Δύο από αυτούς, ο μεγάλος σεΐχης του Αλ Αζαρ και ο επικεφαλής του κόμματος των σαλαφιστών «Νουρ», ήταν υπαίτιοι για τις δριμύτερες συγκρούσεις του Μόρσι με τους κοσμικούς φιλελεύθερους.
Το νέο καθεστώς ασφαλώς δεν είναι φιλελεύθερο.
Το πραξικόπημα είχε όμως και κάτι θετικό: κατέστησε ολοφάνερο σε ποια πλευρά στέκεται ο καθένας. Φιλελεύθεροι, εθνικιστές, σαλαφιστές και ο επικεφαλής της Κοπτικής Εκκλησίας συμπαρατάχθηκαν με το «βαθύ κράτος».
Στην απέναντι όχθη, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι κέρδισαν ένα όπλο πιο ισχυρό από τον ισλαμισμό.
Ουδείς μπορεί να τους κατηγορήσει ότι συγκαλύπτουν τις πιο σκοτεινές πλευρές του στρατού και της αστυνομίας, όταν οι ίδιοι αποτελούν πλέον τα θύματά τους.