Σ’ όποιον αρέσουμε
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Την αποτελεσματικότερη τουριστική πολιτική την άσκησαν δύο Ελληνες, οι οποίοι δεν είχαν σχέση ούτε με τον τουρισμό, ούτε με το κράτος: ο Μιχάλης Κακογιάννης και ο Νίκος Καζαντζάκης με τον «Ζορμπά» τους.
Με τη συνδρομή του Θεοδωράκη και του Αντονι Κουίν σκηνοθέτησαν μια Ελλάδα που γοήτευε με την ιδιοτροπία της. Η Ελλάδα ήταν πολύτιμη επειδή ήταν φτηνή, οι απαιτήσεις των επισκεπτών είχαν να κάνουν περισσότερο με την προσμονή του εξωτισμού. Η φιλοξενία στα νησιά ήταν γενναιόδωρη, αν και υποτυπώδης, οι ανεξερεύνητες παραλίες αμέτρητες, το μπετόν εντοπισμένο, η παραγωγή απορριμμάτων και θορύβου επίσης. Η ψωροκώσταινα με το χαμηλό βιοτικό επίπεδο δεν έβγαζε πολλά σκουπίδια και οι γαϊδουράνθρωποι με τις εξατμίσεις και τις μουσικές δεν είχαν καταλάβει τον δημόσιο χώρο.
Υπήρχε και κάτι ακόμη εξίσου ουσιαστικό. Η κλασική παιδεία διατηρούσε ακόμη την δύναμή της στην Ευρώπη με αποτέλεσμα η Ελλάδα να θεωρείται υποχρεωτικός προορισμός των, ακόμη και στοιχειωδώς, μορφωμένων στρωμάτων. Πολλά θα μπορούσαν να έχουν γίνει τότε αλλά δεν έγιναν. Το Φεστιβάλ Επιδαύρου, στο ωραιότερο αρχαίο θέατρο της Μεσογείου -κατά συνέπειαν του κόσμου, αφού δεν υπάρχουν αρχαία θέατρα εκτός Μεσογείου- αντί να ανταγωνίζεται το Σάλτσμπουργκ ή την Αβινιόν, μετατράπηκε σε παρέλαση εγχωρίων προσωπικοτήτων και ταλέντων. Ο ΕΟΤ έφτιαχνε γιγαντοαφίσες με μπόλικο γαλάζιο και άφθονα γαϊδουράκια και ο Ζορμπάς άρχισε να εισπράττει επιδοτήσεις. Οι επιδοτήσεις μεταφράστηκαν σε κυβικά μπετόν. Κι ό,τι περίσσεψε από μπετόν έγινε μηχανές, άφθονα κυβικά, νυχτερινές πίστες, ένα ελληνικό καλοκαίρι όπου η παραγωγή απορριμμάτων, σημείο της ευμάρειας, συναγωνιζόταν την παραγωγή θορύβου.
Ο Ζορμπάς μεταλλάχτηκε κι αυτός. Αντί να χορεύει παρά θίν’ αλός για να συνομιλήσει με τον κόσμο του, έβαζε στο ηχητικό το «σ’ όποιον αρέσουμε για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε» και αισθανόταν άρχοντας. Δεν ήθελε να γίνει γκαρσόνι, αλλά ήθελε να εισπράττει συνάλλαγμα. Ολο τον χρόνο περίμενε τους «ξένους» αλλά μόλις άρχιζαν να φτάνουν τους κοίταζε με στραβό μάτι. Το «έξω καρδιά» μεταφράσθηκε σε αγένεια κι απ’ τον εξωτισμό του έμεινε μόνον η ιδιοτροπία του. Ο κόσμος γύρω του άλλαζε, η κλασική παιδεία στη μεταμοντέρνα Ευρώπη έχασε την περίοπτη θέση που κάποτε κατείχε, και η Ελλάδα δεν ήταν πια υποχρεωτικός προορισμός. Ο Ζορμπάς, όμως, βυθισμένος στο αιώνιο καλοκαίρι του, δεν ενδιαφερόταν για τίποτε απ’ όλ’ αυτά. Αφησε τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους στο έλεος του πατριωτισμού και του εγωισμού των αρχαιολόγων. Βέβαιος για την αίγλη των κιονοκράνων φρόντισε να τα περιβάλει με την ασχήμια της σύγχρονης ζωής. Παραπονιόταν βέβαια για τη ραγδαία πτώση του επιπέδου των επισκεπτών όμως με τη γνωστή του ανεμελιά αποφάσιζε ότι έτσι είναι ο κόσμος. Και στο κάτω-κάτω «σ’ όποιον αρέσουμε». Και πρόβαλλε το life style, με τη διαφορά ότι κανείς δεν έχει τη διάθεση να έρθει στην Ελλάδα να το βρει όταν μπορεί να πάει στο Μαλιμπού ή στο Παρίσι. Και ήρθε η κρίση, ο Ζορμπάς έπαθε πανικό, αγανάκτησε, θύμωσε, έκλεισε το Σύνταγμα, κι αν είχε κι άδεια ταξί πήγε και στον Πειραιά με τα κρουαζιερόπλοια.
Ολες αυτές οι σκέψεις μού ήρθαν στον νου όταν είδα το μικρό φιλμάκι που ετοίμασε το υπουργείο Τουρισμού, με τίτλο «Η πλουσιότερη χώρα του κόσμου» για εγχώρια κατανάλωση. Αν μη τι άλλο είναι ειλικρινές. Οι παραλίες μας είναι αφιλόξενες γιατί τις ρυπαίνουμε, με θόρυβο και πλαστικό. Ειλικρινέστερο πάντως από το έπος της μείωσης του ΦΠΑ στην εστίαση που η κυβέρνηση παρουσιάζει, μάλλον ανεπιτυχώς, ως εθνική υπόθεση. Γιατί η Ελλάδα πρέπει να βρει τον βηματισμό της στην τουριστική πολιτική, σε συνδυασμό με την πολιτιστική πολιτική. Πρέπει να βρει τη φυσιογνωμία της που την έχασε όταν ο Ζορμπάς μεταλλάχτηκε σε Ελληναρά.