Τι διασκεδάζει τον Θεό;
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Ως Ντίσνεϊλαντ του Θεού περιέγραψε την Ελλάδα ο Διονύσης Σαββόπουλος σε συνέντευξη που έδωσε χθες στα Νέα.
Τρόπος του λέγειν διότι ελπίζω ο Θεός να διαθέτει περισσότερο γούστο απ’ αυτό που χρειάζεται για να διασκεδάσει κανείς στην Ντίσνεϊλαντ, τρόπος του λέγειν διότι όταν μου έλαχε η μοίρα να την επισκεφθώ, για χάρη της εννεάχρονης τότε κόρης μου, διεπίστωσα ιδίοις όμμασι πως και το παραμύθι, η φαντασία, απαιτούν και πειθαρχία και οργάνωση προκειμένου να πείσουν. Η δική μας Ντίσνεϊλαντ δεν ξέρω αν πείθει τον Θεό, ο οποίος και μεγαλόκαρδος και γενναιόδωρος είναι, πάντως, ελάχιστους από τους θνητούς του υπηκόους μπορεί να πείσει ως χώρα του παραμυθιού. Και ακόμη λιγότερους να διασκεδάσει.
Θα μου πείτε, ο κ. Σαββόπουλος έχει το δικαίωμα να λέει ό,τι του υποβάλλει ο δαίμων της εμπνεύσεώς του. Και υπέροχα τραγούδια έχει γράψει και μας έχει συγκινήσει και μας έχει βοηθήσει να σαρκάσουμε το περιβάλλον της ζωής μας και την ευγένεια των αισθημάτων έχει καλλιεργήσει για περισσότερες από μία γενιά, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η δική μου. Οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε ότι, ενώ διέπρεψε στις μακρόσυρτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης κι ενώ ο φυσικός του χώρος υπήρξε η Αριστερά, δεν υπηρέτησε την τέχνη των συλλαλητηρίων. Πιστός στην ιδιοσυγκρασία του ύφους του, αν και επικαιρικός, έφτιαχνε τα τραγούδια του, τα σουξέ του και τα άλλα που προορίζονταν για τους κύκλους των μυημένων οπαδών του.
Είχα δει τους Αχαρνής του τότε που τους είχε παρουσιάσει, τους είχα ξαναδεί για δεύτερη και τρίτη φορά και τους είχα ακούσει και ξανακούσει. Ηταν μια ωραία και άπιστη ερμηνεία του Αριστοφάνη. Ελάχιστη σχέση με τις γνωστές θεατρικές συμβάσεις που μεταφέρουν τον μεγάλο κωμωδιογράφο στα καθ’ ημάς μετατρέποντάς τον σε ρηχό και κακόγουστο επιθεωρησιογράφο. Ο Σαββόπουλος είχε φτιάξει ένα σκηνικό πανηγύρι με μουσική και τραγούδια για να αποδώσει με τον τρόπο του την ιδέα ότι η ευωχία είναι κι αυτή πολιτική πράξη. Στο περιβάλλον της αριστερής σοβαροφάνειας που επικρατούσε στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, όταν παρουσιάστηκαν οι Αχαρνής, η παράσταση υπήρξε λυτρωτική. Επί τη ευκαιρία δε, γράφτηκαν και μερικά ωραία τραγούδια. Θέλω να πω πως η σχέση του με τον Αριστοφάνη δεν είναι τυχαία, ούτε περιστασιακή και οι προσδοκίες από τον «Πλούτο» που ετοίμασε ανάλογες.
Αναρωτιέμαι πολλές φορές τι είναι αυτό που βρίσκω τόσο εκνευριστικό στις δημόσιες παρόλες του κ. Σαββόπουλου. Φίλοι μιλούν για τις μεταμορφώσεις του, πώς από ροκάς της Αριστεράς και του Βιετνάμ γιε-γιε έγινε θεόπνευστος αγαπητικός της «Ελλαδίτσας», πεπαλαιωμένος νεοορθόδοξος και δεν ξέρω τι άλλο. Πάντα ελαφρώς πικρόχολος, συγκαταβατικός με τα κακώς κείμενα και πάντα αισιόδοξος με μεσσιανικές τούφες, όπως τώρα με την Ντίσνεϊλαντ. Ομως μέσα στα χρόνια όλοι, πλην ηλιθίων, δικαιούνται να αλλάζουν και απόψεις και στάση απέναντι στα πράγματα. Το εκνευριστικό με τον κ. Σαββόπουλο είναι ότι κάθε φορά τοποθετεί εαυτόν στο πλευρό της αληθείας και του δικαίου, τα οποία και ταυτίζονται με το τελευταίο γκάτζετ των απόψεών του, την πιο πρόσφατη ευφυή ατάκα. Ειδικά όταν τον βλέπω με τις τιράντες και το γενάκι, σαν καλοπροαίρετος και καλοβαλμένος παππούλης που σε νουθετεί, αρχίζω και αμφιβάλλω σφόδρα για τη νοημοσύνη μου -κάτι που δεν με ευχαριστεί ιδιαιτέρως. Τι κρίμα. Θύμα του εαυτού του ή θύμα του κοινού του. Θύμα ενός κοινού που δεν του φτάνει η μουσική, αλλά θέλει να του κολακεύουν με υποσημειώσεις τις βεβαιότητές του, το μεγάλο πρόβλημα της τέχνης στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ισως θα έπρεπε να έχει ακούσει το παρά του Τσαρούχη ρηθέν ότι το δράμα του καλλιτέχνη στις δημοκρατίες είναι ότι παλεύει να τον εκτιμήσουν άνθρωποι που ο ίδιος δεν εκτιμά.
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Ως Ντίσνεϊλαντ του Θεού περιέγραψε την Ελλάδα ο Διονύσης Σαββόπουλος σε συνέντευξη που έδωσε χθες στα Νέα.
Τρόπος του λέγειν διότι ελπίζω ο Θεός να διαθέτει περισσότερο γούστο απ’ αυτό που χρειάζεται για να διασκεδάσει κανείς στην Ντίσνεϊλαντ, τρόπος του λέγειν διότι όταν μου έλαχε η μοίρα να την επισκεφθώ, για χάρη της εννεάχρονης τότε κόρης μου, διεπίστωσα ιδίοις όμμασι πως και το παραμύθι, η φαντασία, απαιτούν και πειθαρχία και οργάνωση προκειμένου να πείσουν. Η δική μας Ντίσνεϊλαντ δεν ξέρω αν πείθει τον Θεό, ο οποίος και μεγαλόκαρδος και γενναιόδωρος είναι, πάντως, ελάχιστους από τους θνητούς του υπηκόους μπορεί να πείσει ως χώρα του παραμυθιού. Και ακόμη λιγότερους να διασκεδάσει.
Θα μου πείτε, ο κ. Σαββόπουλος έχει το δικαίωμα να λέει ό,τι του υποβάλλει ο δαίμων της εμπνεύσεώς του. Και υπέροχα τραγούδια έχει γράψει και μας έχει συγκινήσει και μας έχει βοηθήσει να σαρκάσουμε το περιβάλλον της ζωής μας και την ευγένεια των αισθημάτων έχει καλλιεργήσει για περισσότερες από μία γενιά, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η δική μου. Οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε ότι, ενώ διέπρεψε στις μακρόσυρτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης κι ενώ ο φυσικός του χώρος υπήρξε η Αριστερά, δεν υπηρέτησε την τέχνη των συλλαλητηρίων. Πιστός στην ιδιοσυγκρασία του ύφους του, αν και επικαιρικός, έφτιαχνε τα τραγούδια του, τα σουξέ του και τα άλλα που προορίζονταν για τους κύκλους των μυημένων οπαδών του.
Είχα δει τους Αχαρνής του τότε που τους είχε παρουσιάσει, τους είχα ξαναδεί για δεύτερη και τρίτη φορά και τους είχα ακούσει και ξανακούσει. Ηταν μια ωραία και άπιστη ερμηνεία του Αριστοφάνη. Ελάχιστη σχέση με τις γνωστές θεατρικές συμβάσεις που μεταφέρουν τον μεγάλο κωμωδιογράφο στα καθ’ ημάς μετατρέποντάς τον σε ρηχό και κακόγουστο επιθεωρησιογράφο. Ο Σαββόπουλος είχε φτιάξει ένα σκηνικό πανηγύρι με μουσική και τραγούδια για να αποδώσει με τον τρόπο του την ιδέα ότι η ευωχία είναι κι αυτή πολιτική πράξη. Στο περιβάλλον της αριστερής σοβαροφάνειας που επικρατούσε στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, όταν παρουσιάστηκαν οι Αχαρνής, η παράσταση υπήρξε λυτρωτική. Επί τη ευκαιρία δε, γράφτηκαν και μερικά ωραία τραγούδια. Θέλω να πω πως η σχέση του με τον Αριστοφάνη δεν είναι τυχαία, ούτε περιστασιακή και οι προσδοκίες από τον «Πλούτο» που ετοίμασε ανάλογες.
Αναρωτιέμαι πολλές φορές τι είναι αυτό που βρίσκω τόσο εκνευριστικό στις δημόσιες παρόλες του κ. Σαββόπουλου. Φίλοι μιλούν για τις μεταμορφώσεις του, πώς από ροκάς της Αριστεράς και του Βιετνάμ γιε-γιε έγινε θεόπνευστος αγαπητικός της «Ελλαδίτσας», πεπαλαιωμένος νεοορθόδοξος και δεν ξέρω τι άλλο. Πάντα ελαφρώς πικρόχολος, συγκαταβατικός με τα κακώς κείμενα και πάντα αισιόδοξος με μεσσιανικές τούφες, όπως τώρα με την Ντίσνεϊλαντ. Ομως μέσα στα χρόνια όλοι, πλην ηλιθίων, δικαιούνται να αλλάζουν και απόψεις και στάση απέναντι στα πράγματα. Το εκνευριστικό με τον κ. Σαββόπουλο είναι ότι κάθε φορά τοποθετεί εαυτόν στο πλευρό της αληθείας και του δικαίου, τα οποία και ταυτίζονται με το τελευταίο γκάτζετ των απόψεών του, την πιο πρόσφατη ευφυή ατάκα. Ειδικά όταν τον βλέπω με τις τιράντες και το γενάκι, σαν καλοπροαίρετος και καλοβαλμένος παππούλης που σε νουθετεί, αρχίζω και αμφιβάλλω σφόδρα για τη νοημοσύνη μου -κάτι που δεν με ευχαριστεί ιδιαιτέρως. Τι κρίμα. Θύμα του εαυτού του ή θύμα του κοινού του. Θύμα ενός κοινού που δεν του φτάνει η μουσική, αλλά θέλει να του κολακεύουν με υποσημειώσεις τις βεβαιότητές του, το μεγάλο πρόβλημα της τέχνης στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ισως θα έπρεπε να έχει ακούσει το παρά του Τσαρούχη ρηθέν ότι το δράμα του καλλιτέχνη στις δημοκρατίες είναι ότι παλεύει να τον εκτιμήσουν άνθρωποι που ο ίδιος δεν εκτιμά.