Το Σύμφωνο για τα γερμανικά χρέη
Ρυθμίσεις για προπολεμικές οφειλές, πολεμικές επανορθώσεις και μεταπολεμικά δάνεια που κλήθηκε να πληρώσει η Δυτική Γερμανία 60 χρόνια πριν
Της Δέσποινας-Γεωργίας Κωνσταντινάκου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία, προκειμένου να αντεπεξέλθει στις εξαιρετικά υψηλές επανορθώσεις που της επιβλήθηκαν με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, αναγκάστηκε να καταφύγει σε ευρείας κλίμακας δανεισμό, που επιβάρυνε την ήδη εύθραυστη οικονομία της.
Σε συνδυασμό με το αρνητικό οικονομικό περιβάλλον του Μεσοπολέμου, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης σύντομα δεν ήταν πλέον σε θέση να εξυπηρετήσει το εξωτερικό της χρέος, το οποίο μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία συνέχισε να αυξάνεται, καθώς το ναζιστικό καθεστώς προχώρησε σε παύση πληρωμής των τόκων. Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου βρήκε τη Γερμανία για ακόμα μία φορά στη θέση του ηττημένου, γεγονός που σήμαινε την υποχρέωση εκ νέου καταβολής επανορθώσεων στους νικητές. Ηδη μεσούντος του πολέμου, οι Σύμμαχοι είχαν διεξαγάγει συζητήσεις για τον τρόπο με τον οποίο η Γερμανία θα κατέβαλλε τις επανορθώσεις. Παρότι υπήρχαν διαφωνίες για τον αν οι καταβολές θα έπρεπε να περιοριστούν μονάχα σε υπηρεσίες και αγαθά και όχι σε χρήμα, ήταν δεδομένο πως αυτή τη φορά δεν θα επαναλαμβάνονταν τα λάθη του παρελθόντος και θα επιβάλλονταν στη Γερμανία ρεαλιστικές επανορθώσεις, στις οποίες θα μπορούσε να ανταποκριθεί με τις δικές της δυνάμεις χωρίς να καταφύγει σε εξωτερικό δανεισμό. Τα κίνητρα των Συμμάχων, και κυρίως των Αγγλοαμερικανών, δεν ήταν μόνο η ενδυνάμωση και η προστασία της γερμανικής οικονομίας αλλά και η διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων, καθώς δεν αντιμετώπιζαν καθόλου θετικά το ενδεχόμενο να κατέβαλλαν τελικά εμμέσως οι ίδιοι τις επανορθώσεις με τη μορφή δανείων προς τη Γερμανία.
Επιμήκυνση δόσεων με «κούρεμα» 50%
Τον Μάρτιο του 1951 η Δυτική Γερμανία, ως διάδοχο κράτος του Ράιχ, αναγνώρισε το εξωτερικό γερμανικό χρέος και δέχθηκε να εξοφλήσει το μεγαλύτερο μέρος του, με σκοπό την «εξομάλυνσιν των οικονομικών και δημοσιονομικών σχέσεων μεταξύ της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας και των λοιπών χωρών». Σε όλη αυτή τη διαδικασία ο καγκελάριος Αντενάουερ ζητούσε όμως να ληφθεί υπόψη «η γενική οικονομική κατάστασις της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας και, κυρίως, η ανάπτυξις των βαρών της και η μείωσις του οικονομικού αυτής πλούτου». Στην πραγματικότητα, η Βόννη δεν είχε επιλογές, αφού οι Μεγάλες Δυτικές Δυνάμεις είχαν φροντίσει να ξεκαθαρίσουν στους Γερμανούς επιτελείς πως, προκειμένου η χώρα να ανακτήσει την αξιοπιστία της και να εξασφαλίσει εκ νέου την απαραίτητη για την ανόρθωση της οικονομίας της πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, θα έπρεπε να εξοφλήσει το χρέος της. Η ΟΔΓ αναλάμβανε την υποχρέωση να αποπληρώσει:
- Το σύνολο του δημοσίου χρέους της που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου τόσο απέναντι σε τρίτα κράτη όσο και σε ιδιώτες επενδυτές.
- Τα χρέη Γερμανών ιδιωτών, υπό την προϋπόθεση πως αυτοί εξακολουθούσαν να διαμένουν σε έδαφος της ΟΔΓ.
- Το χρέος της Αυστρίας που αφορούσε την περίοδο μετά την προσάρτησή της (Anschluss).
- Τα ξένα δάνεια που είχε λάβει η χώρα με τη μορφή βοήθειας μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συμπεριλαμβανομένης και της βοήθειας από το Σχέδιο Μάρσαλ.
Οι διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό της συμφωνίας ξεκίνησαν στις 28 Φεβρουαρίου 1952. Το προπολεμικό χρέος της Γερμανίας, το οποίο αποτελούσαν τα δάνεια που είχε λάβει η χώρα κυρίως για την καταβολή των επανορθώσεων, υπολογιζόταν σε περίπου 13,5 δισεκατομμύρια μάρκα, ενώ το μεταπολεμικό χρέος, που αφορούσε τη βοήθεια που είχε δοθεί με τη μορφή δανείων στη Γερμανία μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου, ανερχόταν σε περίπου 16 δισ. μάρκα. Συνεπώς το συνολικό ύψος του γερμανικού χρέους ξεπερνούσε τα 29,5 δισ. μάρκα. Από την αρχή των διαπραγματεύσεων είχε γίνει αποδεκτό πως η Γερμανία δεν θα υποχρεωνόταν να αποπληρώσει το 100% του χρέους της, καθώς κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν θα βοηθούσε στην ανοικοδόμηση και την οικονομική ανάκαμψη της χώρας αλλά θα έθετε σε πολύ σοβαρό κίνδυνο την ενσωμάτωσή της στη Δύση. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, θέλοντας να θωρακίσουν τη Γερμανία ως ανάχωμα στην κομμουνιστική απειλή, φάνηκαν εξαιρετικά γενναιόδωρες, αποδεχόμενες «κούρεμα» χρέους προς Δημόσιο και ιδιώτες σχεδόν κατά 50%. Το Σύμφωνο για τα εξωτερικά χρέη της Γερμανίας, που υπογράφηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1953, μείωσε το συνολικό προπολεμικό χρέος σε περίπου 7,5 δισ. μάρκα και το μεταπολεμικό σε περίπου 7 δισ. Το «κούρεμα» συνοδεύτηκε και από μια πολύ ευνοϊκή περίοδο αποπληρωμής, η οποία προέβλεπε πως για την περίοδο 1953-1958 η ΟΔΓ θα κατέβαλλε μόνο τόκους. Δινόταν έτσι στη χώρα ένα εύλογο διάστημα ώστε να μπορέσει να επανεκκινήσει την οικονομία της πριν προχωρήσει στην αποπληρωμή του πρωτογενούς χρέους. Από το 1958 και μετά, οι ετήσιες καταβολές σε Δημόσιο και ιδιώτες θα ανέρχονταν σε 750 εκατομμύρια μάρκα. Λαμβάνοντας υπόψη το οικονομικό θαύμα που συντελέστηκε στη Γερμανία τα επόμενα χρόνια, το οποίο οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό και στις ευνοϊκές διατάξεις του Συμφώνου του Λονδίνου, το συγκεκριμένο ποσό αποτελούσε μόνο ένα κλάσμα του γερμανικού ΑΕΠ. Μέχρι το 1973 σχεδόν το σύνολο του χρέους είχε ήδη αποπληρωθεί, ενώ η τελευταία πληρωμή έγινε το 1983.
Η γενναιοδωρία των Δυτικών δεν περιορίστηκε όμως μόνο στο «κούρεμα» και την επιμήκυνση των δόσεων. Ο επικεφαλής της γερμανικής αντιπροσωπείας Χέρμαν Γιόζεφ Αμπς, ένας από τους πιο σημαντικούς Γερμανούς τραπεζίτες με αμφιλεγόμενο παρελθόν στο ναζιστικό καθεστώς, υπογράμμισε πως δεν θα ήταν δυνατόν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να καταφέρει να αποπληρώσει το χρέος της αν τα συμβαλλόμενα κράτη άρχιζαν ταυτόχρονα να εγείρουν αξιώσεις για την καταβολή των επανορθώσεων του Β΄ Παγκοσμίου. Προκειμένου να προστατευθεί η ΟΔΓ κυρίως από πιθανές απαιτήσεις των μικρότερων χωρών, το Σύμφωνο προέβλεπε στο άρθρο 5 πως «η εξέτασις των απαιτήσεων αίτινες πηγάζουσι εκ του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου […] συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της γερμανικής κατοχής […] θέλει αναβληθή μέχρι του οριστικού διακανονισμού του προβλήματος των επανορθώσεων». Στην ουσία οι επανορθώσεις μετετίθεντο για την επανένωση των δύο Γερμανιών, η οποία την περίοδο της υπογραφής του Συμφώνου, με τον Ψυχρό Πόλεμο να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, φάνταζε μακρινό και μάλλον απίθανο ενδεχόμενο. Το άρθρο 5 αποτέλεσε μεγάλο κέρδος για την ΟΔΓ και υπήρξε ένα πολύτιμο δώρο από την πλευρά των Μεγάλων Δυνάμεων που προσέφεραν με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία να κρύβεται πίσω από την «προστατευτική του λειτουργία» προκειμένου να αποκρούει οποιαδήποτε αξίωση για την καταβολή επανορθώσεων που τυχόν θα προέβαλλαν κράτη και ιδιώτες.
Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης
Αντίθετα με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ελληνική κυβέρνηση δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις διαπραγματεύσεις, καθώς δεν έστειλε εκπρόσωπό της, παρά μόνο γνωστοποίησε μέσω της πρεσβείας στο Λονδίνο πως απαιτούσε την καταβολή των επανορθώσεων από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου. Είναι ενδεικτικό πως λίγες μόνον ημέρες πριν από την υπογραφή του Συμφώνου, η πρεσβεία στο Λονδίνο ζητούσε εναγωνίως οδηγίες για το αν θα έπρεπε να το υπογράψει και η Ελλάδα ως συμβαλλόμενο κράτος, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τη «φιλική υπόδειξη» του Φόρεϊν Οφις πως η υπογραφή ήταν προς το ελληνικό συμφέρον. Οι Ελληνες επιτελείς ενδιαφέρονταν κατά κύριο λόγο για τις επανορθώσεις από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έτσι όταν πληροφορήθηκαν πως στο άρθρο 19 του Συμφώνου γινόταν ειδική αναφορά πως για το συγκεκριμένο ζήτημα θα ακολουθούσαν «ευρύτεραι συζητήσεις ων το αποτέλεσμα, εάν εγκριθή, θέλει καλυφθή υπό της Διακυβερνητικής Συμφωνίας», ο υπουργός Εξωτερικών Στέφανος Στεφανόπουλος έδωσε εντολή για την υπογραφή του Συμφώνου. Στις μεταξύ τους διαβουλεύσεις οι ελληνικές αρχές δεν φάνηκε να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στον περιορισμό που έθετε το άρθρο 5. Το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να λάβει σχεδόν είκοσι χρόνια μετά και ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις κάποια χρήματα ως επανορθώσεις για τον Α΄ Παγκόσμιο, απεμπολώντας όμως την ίδια στιγμή το δικαίωμα στις αξιώσεις Δημοσίου και ιδιωτών από τον Β΄ Παγκόσμιο, δίνοντας έτσι στη Γερμανία το έρεισμα να απορρίπτει οποιαδήποτε νύξη για επανορθώσεις γινόταν από την ελληνική πλευρά. Μια στάση που συνέβαλε στο τέλμα στο οποίο έχουν βρεθεί σήμερα οι ελληνικές αξιώσεις.
* Η κ. Δέσποινα-Γεωργία Κωνσταντινάκου είναι διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας.