Το αρπακτικό
Του Σταύρου Θεοδωράκη
(Πηγή : http://www.protagon.gr)
Την είδα ξανά. Ήταν αναγκασμένη να παρκάρει η ίδια το μαύρο θεόρατο τζιπ στα έγκατα του πλοίου και μετά, μαζί με όλους τους άλλους πληβείους, να στριμωχτεί στις σκάλες για τον έλεγχο των εισιτηρίων.
Χοντρές και λεπτές καδένες στον λαιμό, ένα αραχνοΰφαντο μακρύ φόρεμα, τσαντάκι και παπούτσια από αυτά που επιβεβαιώνουν τη ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ ότι η μόδα είναι τόσο ανυπόφορη γι’ αυτό την αλλάζουμε κάθε έξι μήνες.
Το φρύδι της, βέβαια, μαρτυρούσε την ανωτερότητά της. Και η ακολουθία της. Μια ξερακιανή Φιλιππινέζα που με το αριστερό χέρι έσφιγγε στην αγκαλιά της ένα ξανθωπό κοριτσάκι και με το δεξί έσερνε ένα καλάθι με όλα τα απαραίτητα για το τρίωρο ταξίδι. Από αρκουδάκια και συναρμολογούμενες κατοικίες Μπάρμπι μέχρι ταμπλέτες, ηλεκτρονικές δισκοθήκες, φορτιστές, χυμούς και τσουρέκια. Η μάνα, όμως, δεν σκιαζόταν. «Χάλασε το ελικόπτερο γι’ αυτό είμαι εδώ μαζί σας», έλεγε το πηγούνι της.
Ανεβήκαμε τη στενή σκάλα -η Φιλιππινέζα αγκομαχώντας- προσπεράσαμε τα αεροπορικά και φτάσαμε στα σκαλοπάτια του κύρους: «Μόνο για επιβάτες πρώτης θέσης». «Οι τουαλέτες κάτω είναι όλες πιασμένες, δεν μπορώ να περιμένω» είπα στην καμαρότο και ανέβηκα βιαστικά τα σκαλιά, χωρίς να περιμένω απάντηση. Δεν ήθελα να τη χάσω από τα μάτια μου. Η 30χρονη ανέβαινε κάθε σκαλί λες και κατέληγε σε πάλκο. Η Φιλιππινέζα ήταν στα τελευταία της και με κάτι ξεψυχισμένα «μαντάμ… μαντάμ» προσπαθούσε να την ειδοποιήσει. Ήδη ο Τζον-Τζον είχε πέσει από το σπίτι της Μπάρμπι και το κοριτσάκι τη χτυπούσε πια κατευθείαν στο πρόσωπο προσπαθώντας να απελευθερωθεί από την αγκαλιά της και να τρέξει να τον κυνηγήσει.
Η μαντάμ αγνόησε τις εκκλήσεις και βγήκε στη σκηνή. Ωχ! Και εδώ αεροπορικά καθίσματα -λίγο πιο άνετα, ίσως- και εδώ παιδάκια και γιαγιάδες! Ώστε δεν θα ταξίδευε μόνη της στην Πρώτη Θέση; Η ξινίλα απλώθηκε σε όλο το πρόσωπό της. Σε κανονικές συνθήκες, αν σφουγγάριζε τις σκάλες ή αν είχε αγκαλιά το παιδί της, θα ήταν όμορφη.
Τα περισσότερα αρπακτικά είναι όμορφα. Ο ρόλος τους τα ασχημαίνει. Από τα 20-22, κάπου εκεί, ξεκινούν το κυνήγι. Τίτλοι-χρήμα. Χρήμα-τίτλοι. Η ηλικία του θηράματος δεν παίζει και πολύ σημασία. Το παρουσιαστικό του, σχεδόν κανένα. Αν, μάλιστα, στις καρτ βιζίτ έχει λίγο από ναυτιλία, ενέργεια, Σαγκάι, Ντουμπάι, ακόμη και η φαλάκρα είναι ανεκτή. Παλιότερα ήταν περιζήτητοι οι τίτλοι σχετικοί με κανάλια, διαφήμιση, πολιτική. Αλλά αυτά απαξιώθηκαν με τα μνημόνια και γυρίσαμε στα παραδοσιακά βοσκοτόπια. Και από πάνω συνωστίζονται τα αρπακτικά κάνοντας συνεχώς κύκλους. Φερμάρουν και βουτούν. Βέβαια, ελάχιστα από αυτά είναι πραγματικά τυχερά. Η πουτάνα η κρίση έχει αποδεκατίσει τα κοπάδια και πολλές φορές καταλήγουν να πιάνουν στα νύχια τους εφοπλιστές χωρίς καράβια και εξαγωγείς χωρίς ελικόπτερα.
Κάτι τέτοιο θα συνέβη στη «μαντάμ». Και τώρα, για μερικές μέρες στις Κυκλάδες, πρέπει να περάσει όλο αυτό το ακτοπλοϊκό μαρτύριο. Το παιδάκι της, με ό,τι έχει απομείνει πια από τη Φιλιππινέζα, το σπίτι της Μπάρμπι, τα τσουρέκια και τους φορτιστές, τρέχει πια ελεύθερο στο διάδρομο. «Μάμιιιιιι».
«Ο, μάι γκαντ» που θα έλεγε κι ο Ρέμος, μελοποιώντας το δράμα της.