Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Το απολαυστικό άρθρο του Στ. Κασιμάτη με αφορμή το διορισμό Παπουτσή στην Παγκόσμιο Τράπεζα


Μεταξύ σοβαρού και αστείου
Του Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
«Να περιμένουμε, κατόπιν τούτου, να δούμε και τον Κουλούρη εκπρόσωπο της χώρας στον Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου;». Η ερώτηση του φίλου ετέθη μεταξύ σοβαρού και αστείου, στον απόηχο της κατάπληξης που προκάλεσε ο διορισμός Παπουτσή στην Παγκόσμιο Τράπεζα.
Εντούτοις, ως σκέψη δεν είναι τελείως αβάσιμη, διότι θυμίζω ότι ο Κίμων ο Κουλούρης διετέλεσε υφυπουργός Εμπορίου και έδωσε ηρωικές μάχες κατά του τιμάριθμου, τις οποίες κάλυψε επαρκώς η τηλεόραση. Αλλά και ανεξαρτήτως αυτού, η χώρα κινείται, ούτως ή άλλως, μεταξύ σοβαρού και αστείου. Οπότε πώς να αποκλείσουμε ότι και αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί;
Το αστείο είναι, γενικώς, κάτι περισσότερο από ευπρόσδεκτο. Με κάποιο μέτρο μάλιστα, ευπρόσδεκτο ακόμη και στην πολιτική. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι το εκτιμούν εκείνοι στους οποίους απευθύνεται και το διασκεδάζουν. Στην αντίθετη περίπτωση, γελοιοποιεί εκείνον που το επιχειρεί. Τι πιο θλιβερό και εξευτελιστικό, αλήθεια, από έναν κωμικό του οποίου τα αστεία δεν περνούν στο κοινό; Ή μάλλον υπάρχει κάτι ακόμη θλιβερότερο: ένας υπουργός Εθνικής Αμυνας που προωθεί ρύθμιση, βάσει της οποίας θα μπορεί να χρησιμοποιεί τα αεροσκάφη Embraer και Gulfstream, που προορίζονται για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών. Πολύ περισσότερο, δε, όταν την προωθεί με τροπολογία σε νομοσχέδιο το οποίο προβλέπει απολύσεις από το Δημόσιο και του οποίου η ψήφιση ισοδυναμεί με ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση! Με συγχωρείτε, αλλά είναι υπερβολικό να διαισθάνομαι στη συγκεκριμένη υπουργική απαίτηση το σύνδρομο της Μαρίας Αντουανέτας;
Είναι προς τιμήν του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης Κυριάκου Μητσοτάκη ότι χθες ανέλαβε την πρωτοβουλία για την απόσυρση της επαίσχυντης τροπολογίας, η οποία προέβλεπε επίσης την επανασύσταση καταργηθείσης από το 2006 γενικής γραμματείας, ώστε γνωστός υπουργικός σύμβουλος να βολευτεί με τον αναλογούντα στη θεσπέσια κόμη του τίτλο. Παρ’ όλα αυτά, το κακό έχει ήδη γίνει. Η τροπολογία αποκάλυψε την αντίληψη ορισμένων για τον ρόλο τους στην πολιτική και η δημοσιότητα που έλαβε η υπόθεση αναρριπίζει την αποστροφή ενός τμήματος της κοινής γνώμης για το σύστημα και τον πολιτικό κόσμο. Η μέριμνα ενός υπουργού για τη ματαιοδοξία του προσφέρει πρώτης τάξεως υπηρεσία στην «αντισυστημική» (με εισαγωγικά ή χωρίς) αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ και της Χρυσής Αυγής, όταν μάλιστα επίκειται φοροκαταιγίδα και, επιπλέον, την ώρα ακριβώς που η κυβέρνηση επιχειρεί -με πράξεις, επιτέλους, όχι στα λόγια- την προσπάθεια μείωσης του προσωπικού στον δημόσιο τομέα.
Δεν χρειάζεται σοφία για να καταλάβει κανείς την πολιτική σκοπιμότητα που εξυπηρετεί η επιλογή του Χρήστου του Παπουτσή στη συγκεκριμένη θέση. Ο Βενιζέλος κατευνάζει τους Νεάντερταλ του Μιχάλη του Καρχιμάκη, που αμφισβητούν τις πολιτικές επιλογές της ηγεσίας Βενιζέλου. Και, εφόσον κάτι τέτοιο σταθεροποιεί το ΠΑΣΟΚ, σταθεροποιεί και την κυβέρνηση. Στο κάτω κάτω, αν εξαιρέσει κανείς το γόητρο της θέσης και τον ικανοποιητικό μισθό του εκπροσώπου της χώρας στην Παγκόσμιο Τράπεζα, η θέση δεν είναι ούτε πρώτης ούτε δεύτερης γραμμής. (Ισως μάλιστα να μη δοθεί καν η ευκαιρία στους ομολόγους του Χρ. του Παπουτσή να θαυμάσουν τα έξοχα αγγλικά του...)
Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι αμφίβολο αν η σκοπιμότητα αυτή θα αξιολογηθεί με τον ίδιο τρόπο και από την κοινή γνώμη, διότι ο Χρ. ο Παπουτσής δεν είναι ένας οποιοσδήποτε τελειωμένος της πολιτικής. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος ως υπουργός Δημοσίας Τάξεως άφηνε την Αθήνα στο έλεος των αναρχικών, επειδή προτιμούσε «τα σπασμένα μάρμαρα από τα σπασμένα κεφάλια». Η αποτυχία του ως πολιτικού ήταν κάτι περισσότερο από προϊόν ατυχών συγκυριών και κακών αποφάσεων. Ηταν μάλλον το αποτέλεσμα της πολιτικής, της ιδεολογικής, εντέλει της κραυγαλέας πνευματικής αδυναμίας του να αντιληφθεί ότι οι καιροί άλλαξαν και ότι η τέχνη που είχε σπουδάσει όλα αυτά τα χρόνια, δηλαδή η αμέριμνη διαχείριση του παρελθόντος με μόνο γνώμονα το κομματικό συμφέρον, δεν χρησιμεύει σε τίποτε, παρά να επισπεύδει την πορεία προς το χάος.
Υπάρχει, βέβαια, και ο αντίλογος: ότι, αν η κυβέρνηση διόριζε αντί για τον Παπουτσή ένα άγνωστο στο ευρύ κοινό, πλην ικανό, πρόσωπο, κανένα όφελος δεν θα εισέπραττε. Πράγματι, έτσι είναι. Στάθμισε σωστά, όμως, η κυβέρνηση την οργή που προκάλεσε η συγκεκριμένη επιλογή; Υπολόγισε τη ζημία που προξενεί στην αξιοπιστία των προθέσεων που διακηρύσσει; Νομίζω, όχι ―αλλά μπορεί και να πέφτω έξω. Και, σίγουρα, η επιλογή Παπουτσή δεν εξυπηρετεί ούτε την προσπάθεια να ανακοπεί η διαρροή δεξιών ψηφοφόρων προς τη Χρυσή Αυγή ούτε και τον κατευνασμό των φωνών που διαμαρτύρονταν στο πρόσφατο συνέδριο της Ν.Δ. για τη συμπόρευση με το ΠΑΣΟΚ.
Ο διορισμός Παπουτσή και η τροπολογία για τη χρήση του πρωθυπουργικού αεροσκάφους είναι, ασφαλώς, δύο διαφορετικά πράγματα· περιγράφουν όμως τον ίδιο κίνδυνο για την κυβέρνηση: την έλλειψη σοβαρότητας, είτε οφείλεται σε εσφαλμένους πολιτικούς υπολογισμούς είτε στην εκτός τόπου και χρόνου ματαιοδοξία των «υψηλών προσώπων» της κυβέρνησης που έχουν συνηθίσει να τρέφονται με παντεσπάνι. Από τον κακό της εαυτό κινδυνεύει η κυβέρνηση και όχι από το «δεκαπενταμελές» του ΣΥΡΙΖΑ.