Η συμφωνία για τις βάσεις στην Ελλάδα
Οι κυβερνήσεις του Κέντρου και του Παπάγου τις θεωρούσαν εξαιρετικά σημαντικές για την ασφάλεια της χώρας
Του Λυκούργου Κουρκουβέλα
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η αύξηση της έντασης του Ψυχρού Πολέμου από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και η συνακόλουθη στρατιωτικοποίηση της αμερικανικής στρατηγικής της «ανάσχεσης» είχαν ως αποτέλεσμα την επέκταση του φαινομένου της εγκατάστασης αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στη γεωγραφική περίμετρο του σοβιετικού συνασπισμού.
Ιδιαίτερα μέσα στη δεκαετία του 1950 η εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων σε όλη την υφήλιο αποτέλεσε μια από τις βασικές στρατηγικές των ΗΠΑ μέχρι την κατίσχυση των πυρηνικών πυραύλων μέσου και διηπειρωτικού βεληνεκούς, που άλλαξε σταδιακά το στρατηγικό τοπίο από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και έπειτα. Η εισδοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952 αποτέλεσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να ευοδωθεί η επιθυμία των ιθυνόντων της αμερικανικής διπλωματίας για τη συγκρότηση της δυτικής «αμυντικής περιμέτρου» στην περιφέρεια της Σοβιετικής Ενωσης. Ταυτόχρονα, μέσα στο πλαίσιο της κορύφωσης του Ψυχρού Πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι ελληνικές κυβερνήσεις, πρώτα του Κέντρου (1950-52) και έπειτα του Παπάγου (1952-1955), επιζητούσαν τρόπους για την κάλυψη των αμυντικών αναγκών της Ελλάδας. Η ένταξη της χώρας στο δυτικό στρατόπεδο μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου σήμαινε ότι θα μοιραζόταν και τους ενδεχόμενους κινδύνους του δυτικού κόσμου σε περίπτωση γενικευμένης σύρραξης. Επιπλέον, ανέκυπτε η ανάγκη για κάλυψη από τον βουλγαρικό «προαιώνιο» εχθρό, που είχε ήδη αναχθεί στον κυριότερο περιφερειακό σύμμαχο της Μόσχας. Η ένταξη στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, που στην ουσία πρόσδενε τελεσίδικα την Ελλάδα στο δυτικό στρατόπεδο, είχε ως στόχο την αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών. Υπό την ίδια προοπτική, η εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος θα αποτελούσε άλλον ένα, μείζονα, αποτρεπτικό παράγοντα ως προς το ενδεχόμενο ανάληψης κομμουνιστικής στρατιωτικής πρωτοβουλίας. Σύμφωνα με την άποψη των Ελλήνων ιθυνόντων, η ύπαρξη αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού στο ελληνικό έδαφος θα καθιστούσε επιτακτική τη στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ σε περίπτωση επίθεσης του σοβιετικού συνασπισμού, ενώ θα τερμάτιζε και οποιαδήποτε αμφιβολία από την πλευρά των Σοβιετικών για το ενδεχόμενο συμπερίληψης της Ελλάδας στα νατοϊκά αμυντικά σχέδια. Το τελευταίο εξέφραζε, μάλλον, περισσότερο τις ελληνικές φοβίες παρά τις σοβιετικές αμφιβολίες: οι ελληνικές κυβερνήσεις, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, θα αμφισβητούσαν (πολλές φορές με εμμονή) τη διάθεση των Αμερικανών να εμπλακούν σε πόλεμο με την ΕΣΣΔ για την προάσπιση του ελληνικού εδάφους. Πάντως, αυτός ο φόβος της «εγκατάλειψης» από τους Αμερικανούς χαρακτήριζε όλους τους Δυτικοευρωπαίους συμμάχους και όχι μόνο την Αθήνα.
Ελληνικό αίτημα προς τον Αϊζενχάουερ
Την άνοιξη του 1953, οι Αμερικανοί, επιδιώκοντας να αναληφθεί η πρωτοβουλία από την ελληνική πλευρά, ενθάρρυναν την Αθήνα να ζητήσει επίσημα την εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος. Ο υπουργός Συντονισμού Σπύρος Μαρκεζίνης, στενός συνεργάτης του Παπάγου, μετέφερε την πρόταση της ελληνικής πλευράς στην Ουάσιγκτον, μέσω προσωπικής επιστολής του Ελληνα πρωθυπουργού προς τον πρόεδρο Αϊζενχάουερ, τον Μάιο του 1953. Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές ξεκίνησαν τον Αύγουστο και ολοκληρώθηκαν μέσα σε λίγες εβδομάδες. Το μόνο ουσιαστικό πρόβλημα που ανέκυψε είχε να κάνει με τον φόβο των Αμερικανών για ενδεχόμενες διαρροές των μυστικών κειμένων, που συνόδευαν τη συμφωνία. Οι ΗΠΑ, μάλιστα, ζήτησαν από την Ελλάδα να μην επικυρωθεί η συμφωνία στη Βουλή, αίτημα που απορρίφθηκε από την κυβέρνηση Παπάγου. Τελικά, η διμερής συμφωνία «περί στρατιωτικών ευκολιών των εν Ελλάδι στρατιωτικών δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών» υπογράφηκε στις 12 Οκτωβρίου του 1953 από τον υπουργό Εξωτερικών Στέφανο Στεφανόπουλο και τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα Κάβεντις Κάνον. Το κοινό ανακοινωθέν ενέτασσε τη συμφωνία στις υποχρεώσεις των δύο πλευρών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Εντονη κριτική
Οι συμφωνίες προέβλεπαν τη δυνατότητα των ΗΠΑ να εγκαταστήσουν στρατιωτικές βάσεις, τις οποίες και οι δύο κυβερνήσεις θα θεωρούσαν απαραίτητες για την εκπλήρωση των συμμαχικών στρατιωτικών υποχρεώσεων. Το περιεχόμενο των συμφωνιών και οι ενδεχόμενες συνέπειες από την εφαρμογή τους αποτέλεσαν αντικείμενο διαφορετικών ερμηνειών, αμφισβητήσεων και αντιδικιών την εποχή εκείνη αλλά και αργότερα. Τα κύρια σημεία κριτικής αφορούσαν την εσπευσμένη κύρωση των συμφωνιών πρώτα από το υπουργικό συμβούλιο και έπειτα από την Ειδική Επιτροπή της Βουλής, λίγες ημέρες αργότερα, την ύπαρξη μυστικών παραρτημάτων, καθώς και την ασάφεια στην έκταση των εκατέρωθεν υποχρεώσεων και αρμοδιοτήτων. Εντονες, επίσης, αντιδράσεις, κυρίως λίγα χρόνια αργότερα, προκάλεσε το ζήτημα της «ετεροδικίας», που αφορούσε την εκδίκαση μόνο από αμερικανικά δικαστήρια υποθέσεων που σχετίζονταν με ποινικά παραπτώματα του αμερικανικού προσωπικού που έδρευε στην Ελλάδα. Πέραν, όμως, των επιμέρους αμφισβητήσεων, το μείζον και ευρύτερο πολιτικό ζήτημα είχε να κάνει με το επιχείρημα από την πλευρά της Αριστεράς ότι η Ελλάδα με τις συμφωνίες αυτές είχε απολέσει βασικά κυριαρχικά της δικαιώματα.
Σε γενικές γραμμές οι κεντρώες δυνάμεις της αντιπολίτευσης (Κόμμα Φιλελευθέρων, ΕΠΕΚ, ΔΚΕΛ) αποδέχθηκαν το πνεύμα της συμφωνίας αλλά εξέφρασαν σοβαρές διαφωνίες για διάφορα επιμέρους ζητήματα, όπως ήταν το θέμα της «ετεροδικίας», αλλά και η διαδικασία επικύρωσης της συμφωνίας. Μόνο η ΕΔΑ μεταξύ των κοινοβουλευτικών κομμάτων, καταδίκασε απερίφραστα τη συμφωνία και μίλησε για έμπρακτη υποδούλωση της Ελλάδας στους Αμερικανούς. Απαντώντας, η κυβέρνηση Παπάγου υπογράμμιζε ότι η συμφωνία εγγυόταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ασφάλεια της χώρας, μέσα στις συνθήκες του ακραίου ψυχροπολεμικού διπολισμού. Οπως ήταν φυσικό, αντιδράσεις υπήρξαν και από τον κομμουνιστικό κόσμο. Σε απειλητική του διακοίνωση το Κρεμλίνο τόνιζε ότι, «το ελληνικό έδαφος μετατράπηκε σε πολεμική βάση για τις επιθετικές δυνάμεις του Ατλαντικού μπλοκ, δημιουργώντας απειλή για την ειρήνη στα Βαλκάνια», ενώ η Αλβανία και η Βουλγαρία διαμαρτυρήθηκαν επίσημα για την παραμονή αμερικανικών δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος.
Η «Φωνή της Αμερικής» εν μέσω Ψυχρού Πολέμου
Η ελληνοαμερικανική συμφωνία του 1953 επέτρεπε την εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων στο Ελληνικό (αεροπορική), στο Ηράκλειο (αεροπορική), στον Κόλπο της Σούδας (ναυτική και αεροπορική), στη Νέα Μάκρη (τηλεπικοινωνίες), καθώς και πλήθος άλλων μικρότερων βάσεων στην ελληνική επικράτεια. Επιπροσθέτως, προβλεπόταν η εγκατάσταση του ραδιοφωνικού σταθμού «Φωνή της Αμερικής», σημαντικό προπαγανδιστικό εργαλείο των ΗΠΑ μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια που έθετε ο Ψυχρός Πόλεμος.
Πέρα από τις κατανοητές πολιτικές αντιδράσεις, οι οποίες όμως σε μεγάλο βαθμό υποκινήθηκαν είτε από ιδεολογικές στρατεύσεις είτε από μικροπολιτικούς στόχους, σε στρατιωτικό/στρατηγικό επίπεδο η εγκατάσταση των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα ήταν εξαιρετικά σημαντική για την ασφάλεια της χώρας. Παρά το γεγονός ότι, πράγματι, το ελληνικό κράτος αποδεχόταν την παρουσία στο έδαφός του δυνάμεων άλλης χώρας, την ίδια στιγμή ενέπλεκε –ή τουλάχιστον πίστευε ότι ενέπλεκε– πρακτικά τη δυτική υπερδύναμη στο πρόβλημα της εθνικής του ασφάλειας. Ετσι, σε κάποιο βαθμό, ο ελληνικός φόβος της εγκατάλειψης από τις ΗΠΑ σε περίπτωση επίθεσης από τον κομμουνιστικό κόσμο –φόβος που αποτέλεσε το βασικότερο πρόβλημα ασφάλειας για το σύνολο της δυτικής συμμαχίας σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου– μετριάστηκε. Το ουσιαστικό, πάντως, σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο ήταν ότι η συμφωνία για την εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων πρόσδενε με πιο έντονο και αποφασιστικό τρόπο την Ελλάδα στον δυτικό κόσμο· πολιτική που έλαβε αξιακές διαστάσεις για όλες τις δημοκρατικά εκλεγμένες ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
* Ο κ. Λυκούργος Κουρκουβέλας είναι διδάκτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.