Ο Χριστός, ο Αλλάχ και ο φιλελευθερισμός
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Στη δεκαετία του ογδόντα, τα παλιά εκείνα χρόνια που το ήθος και το πνεύμα των Ελλήνων βαπτίσθηκαν στην κολυμβήθρα του προοδευτικού λυρισμού, άνοιξε η συζήτηση για την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το γυμνάσιο και το λύκειο.
Τη θέση υιοθέτησαν και αρκετοί κλασικοί φιλόλογοι, οι οποίοι δεν ήθελαν να μείνουν αμέτοχοι στο πνεύμα της εποχής. Η διδασκαλία της δημοτικής είχε ήδη κατοχυρωθεί, τα πνεύματα και η περισπωμένη είχαν εξορισθεί στο πυρ της συντηρητικής κολάσεως και είχαν «ωριμάσει οι διαλεκτικές συνθήκες» για την τελική λύση, την εξόντωση της πηγής του συντηρητισμού, την ανάγνωση της αρχαίας γραμματείας από το πρωτότυπο. Μας έφταναν οι μεταφράσεις και μια γενική θεώρηση του πολιτισμού των προγόνων μας.
Τη θέση υιοθέτησαν και αρκετοί κλασικοί φιλόλογοι, οι οποίοι δεν ήθελαν να μείνουν αμέτοχοι στο πνεύμα της εποχής. Η διδασκαλία της δημοτικής είχε ήδη κατοχυρωθεί, τα πνεύματα και η περισπωμένη είχαν εξορισθεί στο πυρ της συντηρητικής κολάσεως και είχαν «ωριμάσει οι διαλεκτικές συνθήκες» για την τελική λύση, την εξόντωση της πηγής του συντηρητισμού, την ανάγνωση της αρχαίας γραμματείας από το πρωτότυπο. Μας έφταναν οι μεταφράσεις και μια γενική θεώρηση του πολιτισμού των προγόνων μας.
Για την υπεράσπιση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών έχω κατά καιρούς αρθρογραφήσει. Δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα. Το πρώτο είναι ότι αποτελούν ένα βασικό κεφάλαιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και, ως εκ τούτου, τα Ελληνόπουλα, με την προνομιούχο σχέση που μπορούν να έχουν με τα κείμενα του Σοφοκλή ενισχύουν, εκτός από το γλωσσικό τους αισθητήριο, και την ευρωπαϊκή τους συνείδηση. Το δεύτερο είναι το επιχείρημα που προβάλλει η Ζακλίν ντε Ρομιγί, η οποία, ως γνωστόν, είχε διδάξει σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Υποστήριζε πως η εκμάθηση των λεγομένων νεκρών γλωσσών, ελληνικής και λατινικής, είναι μια πρώτης τάξεως άσκηση για την αργή ανάγνωση. Επειδή το «σκανάρισμα» ή το βιαστικό ρούφηγμα των κειμένων είναι από τις βασικές ασθένειες του πολιτισμού μας, πιστεύω ότι αυτό το εκπαιδευτικό επιχείρημα έχει μεγάλη αξία. Για την αξία της αργής ανάγνωσης έχει γράψει εξαιρετικά κείμενα και ο Μίλαν Κούντερα.
Για την πολιτικοποίηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών παραπέμπω στο υπέροχο κείμενο του Ιωάννη Συκουτρή «Ημείς και οι Αρχαίοι». Ηδη από το 1928 είχε επισημάνει ο μεγαλοφυής αυτόχειρ του μεσοπολέμου πως επειδή πολλοί αριστεροί είναι δημοτικιστές έχουν την τάση να συνδέουν την καθαρεύουσα με την κλασική παιδεία και να τις απορρίπτουν συλλήβδην. Τη δεκαετία του ογδόντα η προοδευτική διανόηση είχε προσθέσει και το επιχείρημα της χρησιμότητας. Γιατί τα παιδιά να χάνουν χρόνο με τους δεύτερους αορίστους αντί να μαθαίνουν χρησιμότερα πράγματα;
Σε μία από τις άπειρες μεταρρυθμίσεις η διδασκαλία καταργήθηκε, μετά επανήλθε, αλλά δεν άλλαξε τίποτε. Ακόμη και αυτοί που υποστήριζαν τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών συμφωνούσαν πως έπρεπε να αλλάξει ο τρόπος, όμως, επειδή αυτό προϋποθέτει κόπο και ανάλωση φαιάς ουσίας, απλώς παρεπέμφθη εις τας ελληνικάς καλένδας και τον πατριωτισμό των διδασκόντων. Το ζήτημα ξεχάστηκε. Αν δεν κάνω λάθος ο μόνος που το θυμόταν ώς την τελευταία ημέρα της ζωής του ήταν ο Εμμανουήλ Κριαράς. Οταν τον επισκέφθηκε ο Γιώργος Ανδρέα Παπανδρέου για να του προτείνει την τελευταία τιμητική θέση στο ψηφοδέλτιο της Επικρατείας –στις εκλογές του 2009;– εκείνος του είπε να φροντίσει ώστε να καταργηθεί η διδασκαλία των αρχαίων. Αναρωτιέμαι τι κατάλαβε ο ηγέτης της σοσιαλιστικής διεθνούς.
Σήμερα τη σειρά της έχει η διδασκαλία των θρησκευτικών. Το ζήτημα άνοιξε με μια δήλωση της κυρίας Αναγνωστοπούλου, και έκλεισε με μια συνάντηση του κ. Βούτση με τον αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο. Τα απόνερά του όμως απέδειξαν πως το θέμα είναι ουσιαστικότερο και των πολιτικών δηλώσεων και των διπλωματικών συναντήσεων. Λογικό. Είναι ένα θέμα που αγγίζει και την παιδεία, αλλά και θεμελιώδεις αξίες της πολιτισμικής μας υπόστασης, όπως είναι ο χριστιανισμός και η ανεξιθρησκεία. Οι αντιδράσεις των αναγνωστών στην αρθρογραφία μου της περασμένης εβδομάδας ήσαν στην πλειονότητά τους αρνητικές στη θέση μου, που υπερασπίστηκε τα θρησκευτικά. Ανέδειξαν όμως την πολυπλοκότητα του ζητήματος.
Ποτέ δεν υπερασπίστηκα την κατήχηση. Μου είναι ξένη, από όποια ορθοδοξία κι αν προέρχεται, εκκλησιαστική, μαρξιστική ή νεομαρξιστική - προοδευτική. Οπως και δεν υπερασπίζομαι και την τυπολατρική διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών. Υποστηρίζω όμως ότι όπως η πολιτισμική ανοχή προέκυψε από την προβολή του ευρωπαϊκού πολιτισμού στις ελληνορωμαϊκές αξίες, έτσι και η ανεξιθρησκία ρίζωσε σε χριστιανικό περιβάλλον. Ούτε η μεν ούτε η δε υπάρχουν στη χώρα του Ισλάμ, εκεί όπου ο Θεός ονομάζεται Αλλάχ.
Θέλουμε την εκπαίδευσή μας σύγχρονη; Και βέβαια. Οπως το Ελληνόπουλο οφείλει να μαθαίνει μαθηματικά, για να μπορεί να στήσει έναν αφηρημένο λογισμό με αρχή, μέση και τέλος, έτσι πρέπει να μαθαίνει και αρχαία, και λατινικά, αλλά και χριστιανισμό, για να αντιλαμβάνεται τον τρόπο με τον οποίον ο πολιτισμός μας έφτασε να είναι αυτό που λέμε «σύγχρονος». Μπορεί να δηλώνεις άθρησκος ή άθεος, όπως μπορείς να πεις ότι δεν σου αρέσει ο Παρθενών. Ομως, αν δεν τον ξέρεις τον Παρθενώνα, τότε είσαι απλώς αγράμματος.
Ολες οι θρησκείες είναι ίδιες; Οχι δεν είναι όλες οι θρησκείες ίδιες, όσο κι αν καθεμιά έχει την αξία της. Οπως και δεν είναι όλοι οι πολιτισμοί ίδιοι. Η ενιαία σκέψη, κοινώς η μη σκέψη, τις θέλει όλες ίδιες. Μην ξεχνάμε ότι αρχή της σκέψης είναι η διάκριση. Και η ελληνική αριστερά, που θυμάται τον φιλελευθερισμό, ο οποίος της φέρνει αλλεργία, όποτε πρόκειται για τα θρησκευτικά ή την ισότητα των φύλων, καλά θα έκανε να επεξεργαστεί λίγο την πρόζα της. Το «εγώ Χριστός κι εσύ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ» δεν είναι το καταλληλότερο ιδεολογικό σωσίβιο.