Επιταχύνοντας προς το δημογραφικό αδιέξοδο
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Μεταξύ των ταχέως πολλαπλασιαζόμενων κοινωνικών ομάδων των οποίων η οργή απέναντι στην κυβέρνηση Τσίπρα φουσκώνει είναι και οι πολύτεκνοι.
Παραμονές της ψήφισης του πολυνομοσχεδίου με τα προαπαιτούμενα, η Ανωτάτη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος είχε αποστείλει επιστολή στους βουλευτές με τρεις προτεινόμενες ρυθμίσεις υπέρ των πολύτεκνων οικογενειών (εξαιρέσεις σχετικές με τις συντάξεις, τον ΕΝΦΙΑ και τη φορολόγηση Ι.Χ., καθώς και αυξημένο αφορολόγητο). «Καμία ρύθμιση δεν έγινε δεκτή», δηλώνει στην «Κ» ο Μανώλης Χρυσόγελος, γενικός γραμματέας της Συνομοσπονδίας.
«Οταν είχαμε δει τον κ. Τσίπρα τον Ιανουάριο, είχε μιλήσει για τις μεγάλες αδικίες που έχουμε υποστεί και είχε υποσχεθεί να τις διορθώσει. Σήμερα έχει κάνει τα πράγματα χειρότερα αντί να τα βελτιώσει», παρατηρεί ο κ. Χρυσόγελος. Στη συνάντηση εκείνη με το προεδρείο της ΑΣΠΕ, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, ο κ. Τσίπρας είχε πει ότι η κυβέρνηση Σαμαρά είχε παραβιάσει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά τους για ειδική φροντίδα από το κράτος.
Οι κραυγές αγωνίας των πολυτέκνων είναι μία μόνο πτυχή του διαρκώς διογκούμενου δημογραφικού δράματος της χώρας. Οπως υπενθυμίζει η ΑΣΠΕ, έρευνα του 1998 προέβλεπε ότι το 2025, το 20% του πληθυσμού της Ελλάδας θα είναι άνω των 65 ετών. Σε μία σπάνια και δυσοίωνη περίπτωση υπέρβασης των στόχων, το ποσοστό των Ελλήνων άνω των 65 έχει ξεπεράσει ήδη από πέρυσι το 20%, καθιστώντας την Ελλάδα τη δεύτερη πιο γερασμένη χώρα στην Ε.Ε. μετά την Ιταλία (20,5% έναντι 21,4%).
Τα στοιχεία, δε, συνεχώς χειροτερεύουν. Ο αριθμός των γεννήσεων ξεπέρασε τον αριθμό των θανάτων το 2011, για πρώτη φορά από το 2003, κατά 4.669 άτομα. Το 2012, το αρνητικό ισοζύγιο έφτασε σε 16.297 άτομα, ενώ το 2013, για πρώτη φορά στα χρονικά καταγραφής (από το 1921) οι γεννήσεις έπεσαν κάτω από το όριο των 100.000. Πέρυσι, απεβίωσαν 21.592 άτομα περισσότερα απ’ όσα γεννήθηκαν. Φέτος, έως τις 19/10, το χάσμα είχε ήδη πλησιάσει τις 24.000 άτομα.
Σύμφωνα με τη φετινή Εκθεση Γήρανσης της Ε.Ε., το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών στην Ελλάδα θα σκαρφαλώσει στο 33% το 2060, έναντι ευρωπαϊκού μ.ο. 28%. Η ίδια έκθεση εκτιμά ότι μεταξύ του 2013-2060, ο πληθυσμός εργασιακής ηλικίας (15-64 ετών) θα μειωθεί από 65% σε 54%.
Δικαιώματα χωρίς αντίκρισμα
Οπως αναφέρει στην «Κ» η Αλεξάνδρα Τραγάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, την περίοδο της κρίσης αυξήθηκε ο δείκτης γονιμότητας των μη απασχολουμένων γυναικών άνω των 35 ετών (για λόγους βιολογικής αναγκαιότητας), αλλά μειώθηκε σημαντικά στις νεότερες ηλικίες, ανεξαρτήτως επιπέδου εκπαίδευσης και απασχόλησης. Η τάση καθυστέρησης της τεκνοποίησης είχε ξεκινήσει πολύ πριν από την κρίση: η μέση ηλικία της Ελληνίδας τη στιγμή της γέννησης αυξήθηκε από τα 29,3 έτη το 2001 στα 31,1 το 2009, για να φτάσει τα 31,6 έτη το 2012.
Η απροθυμία των εργαζόμενων γυναικών να κάνουν παιδιά στα χρόνια της κρίσης αποτελεί κι αυτή συνέχεια της προηγούμενης κατάστασης. Ενσωματώνοντας την ευρωπαϊκή νομοθεσία (με τον Ν. 4210/2013), δικαιούνται πλέον και οι άνδρες δημόσιοι υπάλληλοι εννέα μήνες γονική άδεια, ανεξαρτήτως αν εργάζονται οι γυναίκες τους. Στον ιδιωτικό τομέα, οι γυναίκες δικαιούνται κατ’ ελάχιστον 17 εβδομάδες άδεια μητρότητας και οι άνδρες δύο μέρες άδεια πατρότητας (μετ’ αποδοχών). Οι περαιτέρω παροχές διαφέρουν σημαντικά ανά κλάδο, αλλά είναι πολύ λιγότερο γενναιόδωρες σε σχέση με τον δημόσιο τομέα.
Στην πράξη, μάλιστα, όπως αναφέρει η κ. Τραγάκη, «στον ιδιωτικό τομέα ήταν σπάνιο ακόμα και πριν από την κρίση για τη γυναίκα να πάρει όλη την άδειά της. Τότε το διακύβευμα ήταν η επαγγελματική της ανέλιξη. Σήμερα, είναι η ίδια η επαγγελματική της υπόσταση». Ακόμα και στο Δημόσιο, όμως, υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα. Τον περασμένο Ιούλιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την Ελλάδα για την υπόθεση δικαστή του οποίου η αίτηση για εννεάμηνη άδεια αφού γέννησε η σύζυγός του απορρίφθηκε.
Το παράδοξο της Νότιας Ευρώπης
Ενα από τα φαινομενικά παράδοξα της ευρωπαϊκής δημογραφικής κρίσης είναι η έντασή της στη Νότια Ευρώπη – σε χώρες όπου ο θεσμός της οικογένειας παραμένει ισχυρός. Σύμφωνα με στοιχεία του 2013, ο δείκτης γονιμότητας στην Ιταλία ήταν 1,39 παιδιά ανά γυναίκα, στην Ελλάδα και στην Κύπρο ήταν 1,3 και στην Ισπανία ήταν μόλις 1,27. O δείκτης αναπλήρωσης που απαιτείται ώστε να μένει σταθερός ο πληθυσμός είναι 2,1 παιδιά ανά γυναίκα, ενώ 1,3 θεωρείται το κατώφλι της «ελάχιστης γονιμότητας» (lowest-low fertility): η παραμονή μιας χώρας σε τέτοια επίπεδα οδηγεί σε μείωση του πληθυσμού κατά 50% μέσα σε 45 χρόνια!
«Η κατάσταση αυτή εδραιώθηκε πολύ πριν από τα τρέχοντα μέτρα λιτότητας», εξηγεί στην «Κ» ο Φραντσέσκο Μπιλάρι, καθηγητής Κοινωνιολογίας και Δημογραφίας στην Οξφόρδη και από τους βασικούς εισηγητές της έννοιας της ελάχιστης γονιμότητας. «Οι δείκτες έφτασαν στο χαμηλότερό τους επίπεδο στα μέσα της δεκαετίας του ’90». «Καμία από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης δεν έχει αναπτύξει παρά υποτυπώδη προγράμματα πρόνοιας για οικογένειες», εξηγεί. «Επιπλέον, η γονιμότητα στις μέρες μας είναι υψηλότερη όπου υπάρχει μεγαλύτερη ισότητα μεταξύ των φύλων, τομέας όπου η Νότια Ευρώπη δεν έχει καλές επιδόσεις».
Στη Σουηδία, για παράδειγμα, πρωτοπόρο στην ισότητα των φύλων, όπου οι γονείς δικαιούνται 480 ημέρες γονικής άδειας μετ’ αποδοχών, εκ των οποίων οι 60 ανήκουν στον πατέρα, οι δείκτες γονιμότητας έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά την τελευταία δεκαπενταετία. Μία άλλη ανεπτυγμένη χώρα με σταθερά εντυπωσιακές δημογραφικές επιδόσεις είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί, το ελλειμματικό κράτος πρόνοιας αντισταθμίζεται από μία εξαιρετικά ευέλικτη αγορά εργασίας, που επιτρέπει την ταχεία επανένταξη των νέων μητέρων και τις αντίστοιχες, προοδευτικές κοινωνικές αντιλήψεις σχετικά με τον ρόλο των δύο φύλων στην ανατροφή των παιδιών.