Μία ευκαιρία για τον Τσίπρα
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Η παρατεταμένη αγωνία αλλοιώνει την αίσθηση του χρόνου. Μιλώντας στο κοινοβούλιο της χώρας της, η Αγκελα Μέρκελ ομολόγησε ότι αισθάνεται «σαν να έχουν περάσει αιώνες» από την ταραχώδη σύνοδο του Ιουλίου, όταν η Ελλάδα εκλήθη να επιλέξει αν θα μείνει μέσα ή έξω από την Ευρώπη.
(Τότε που ο Αλέξης Τσίπρας δούλεψε για δεκαεπτά συνεχόμενες ώρες, όπως αρέσει στον ίδιο να μας υπενθυμίζει με κάθε ευκαιρία...). Φαντασθείτε πώς θα ένιωθε η Μέρκελ αν ζούσε από τη δική μας μεριά το «greatest show on Earth», όπως λέω εγώ την ιλαροτραγωδία που παράγει η κρίση στη χώρα μας. Δείτε, ας πούμε, πώς μέσα σε μόλις επτά μήνες χώρεσαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια «πρώτης φοράς Αριστερά»!
(Τότε που ο Αλέξης Τσίπρας δούλεψε για δεκαεπτά συνεχόμενες ώρες, όπως αρέσει στον ίδιο να μας υπενθυμίζει με κάθε ευκαιρία...). Φαντασθείτε πώς θα ένιωθε η Μέρκελ αν ζούσε από τη δική μας μεριά το «greatest show on Earth», όπως λέω εγώ την ιλαροτραγωδία που παράγει η κρίση στη χώρα μας. Δείτε, ας πούμε, πώς μέσα σε μόλις επτά μήνες χώρεσαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια «πρώτης φοράς Αριστερά»!
Είναι φυσικό να χάνουμε την αντίληψη του χρόνου, καθώς οι πρόσφατες προγραμματικές επανέφεραν την αλλόκοτη αίσθηση του déjà vu. Τρίτο Μνημόνιο, λοιπόν. Τρίτη φορά τα ίδια λόγια, οι ίδιες υποσχέσεις και οι ίδιες στοχεύσεις από τους κυβερνώντες. Τρίτη φορά που προσπαθούμε ξανά να βγούμε από την κρίση, ξεκινώντας κάθε φορά από χειρότερη θέση εν σχέσει με την προηγουμένη, με τον στόχο όλο και να απομακρύνεται. Παρατηρώ, λοιπόν, να απλώνεται γύρω η κούραση και μια επικίνδυνη εξοικείωση με την αποτυχία μας σε κάθε διάστασή της, πολιτική ή οικονομική. Σαν να είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε –εννοώ όσοι από εμάς δεν θέλουμε καν να φανταζόμαστε τη χώρα μας εκτός της θέσης που έχει στην Ευρώπη– ότι αυτή είναι η κατάσταση στην Ελλάδα: δεν θα τα καταφέρουμε, ούτε μπορούμε ούτε θέλουμε.
Δεν συμμερίζομαι αυτή τη στάση, αλλά τη δικαιολογώ. Αν κοιτάξουμε λίγο μπροστά, τουλάχιστον εγώ δυσκολεύομαι να δω πώς αυτή η κυβέρνηση θα αντέξει περισσότερο από έναν χρόνο. Εντούτοις, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι ξεμπλέκουμε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτον, επειδή, αν κοιτάξουμε πίσω, διαπιστώνουμε ότι ο λαϊκισμός ήλθε το 1981 θριαμβευτής και έκτοτε έχει μείνει, όπως περίπου συνέβη στην Αργεντινή με τον Περόν. (Παρεμπιπτόντως, διόλου τυχαίο ότι οι πρώτοι πασόκοι, της αρχαϊκής περιόδου, είχαν ως πρότυπο τον Περόν. Ούτε, βέβαια, ότι το ΠΑΣΟΚ έζησε τη δική του εκδοχή του φαινομένου Εβίτα...). Δεύτερον, επειδή οι παρούσες συνθήκες επιτρέπουν στον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ να κατσικωθούν στην εξουσία για αρκετά χρόνια, εφόσον ο ίδιος έχει μια σοβαρή στρατηγική.
Τι εννοώ. Προσέξτε πώς ήλθαν τα πράγματα, ώστε η Κεντροδεξιά να πιέζει (και πολύ καλά έκανε τότε, εξακολουθώ να πιστεύω) για την πραγματοποίηση μιας συμφωνίας με βαρύτατα μέτρα, η εφαρμογή των οποίων αφέθηκε εξ ολοκλήρου στα χέρια μιας κυβέρνησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μόνο το περιβόητο πλέον 23 % στην ιδιωτική παιδεία, τα λέει όλα για τις προθέσεις της κυβέρνησης: η μέση τάξη συμπιέζεται ακόμη περισσότερο ανάμεσα στους οικονομικά ισχυρούς (που δεν τους νοιάζει) και στους φτωχούς, εκείνους που μόνο στην προστασία της κυβέρνησης και του κράτους μπορούν να ελπίζουν για άμεση βοήθεια.
Από τη Ν.Δ. σοβαρή προοπτική για την ανατροπή της κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφαίνεται. Πολιτικά, είναι απομονωμένη, εν αντιθέσει με τον ΣΥΡΙΖΑ που φτιάχνει γέφυρες με το Ποτάμι ή το ΠΑΣΟΚ. Συγχρόνως είναι εγκλωβισμένη στην αντίφαση να στηρίζει μία συμφωνία, της οποίας η εφαρμογή πλήττει τους ψηφοφόρους της, τη μέση τάξη. (Αφήστε δε το ζήτημα της διαδοχής, που απειλεί τη Ν.Δ. με διάλυση εκ των άνω...).
Επομένως, χωρίς σοβαρή ενόχληση από την αντιπολίτευση, επίσης με το «ηθικό πλεονέκτημα» αναπτερωμένο από τη φυλάκιση καμιάς εικοσαριάς εκπροσώπων της διαπλεκόμενης και διεφθαρμένης κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας και, τέλος, με την προστασία της εκλογικής πελατείας του (των δημοσίων υπαλλήλων κυρίως) και την εξόντωση της μέσης τάξης, ο Τσίπρας δεν μπορεί βεβαίως να φέρει τον σοσιαλισμό, πάντως δημιουργεί συνθήκες για έναν νοτιοευρωπαϊκό τσαβισμό.
Δεν συμμερίζομαι τη στάση της παραίτησης, επαναλαμβάνω. Ομως, αν μου ζητούσε ένα παιδί, ας πούμε δεκαπέντε χρόνων, μια συμβουλή για το μέλλον του, θα του έλεγα να διαβάζει συστηματικά τα επόμενα τρία χρόνια, ώστε να φύγει στο εξωτερικό και να μείνει εκεί. Γιατί η ζωή της μέσης τάξης, όπως τη γνώρισε και ίσως την ονειρεύεται για το μέλλον του, μπορεί σε λίγα χρόνια να μην υπάρχει εδώ...