Επιχείρηση επαναπατρισμού των κινεζικών έργων τέχνης
KARL E. MEYER/ THE NEW YORK TIMES
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Mέσα σε πέντε ημέρες, τον περασμένο Μάρτιο, ο οίκος Christie’s δημοπράτησε τη συλλογή έργων τέχνης του Ρόμπερτ Ελσγουορθ, που πριν από το θάνατό του γέμισε το διαμέρισμά του των 22 δωματίων στην Πέμπτη λεωφόρο του Μανχάταν με μία από τις πλέον πλήρεις ιδιωτικές συλλογές ασιατικών έργων τέχνης.
Η πώληση αυτή απέφερε 134 εκατ. δολάρια, σχεδόν τετραπλάσια έσοδα από τις εκτιμήσεις για 35 εκατ. δολάρια.
Τα κινεζικά έργα τέχνης έχουν εξελιχθεί σε πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο για τους βαθύπλουτους συλλέκτες, που, αντί να εκθέτουν τους θησαυρούς τους, συχνά τους τοποθετούν σε προσεκτικά φυλασσόμενες και κλιματιζόμενες αποθήκες. Η έμφαση που δίνουν, όμως, τα ΜΜΕ στην αγορά σύγχρονων έργων τέχνης της Κίνας επισκιάζει μιαν άλλη πλευρά του θέματος: τις προσπάθειες που καταβάλλουν η κυβέρνηση της Κίνας, οι κρατικές επιχειρήσεις, οι ιδιώτες συλλέκτες, ακόμη και κάποια δίκτυα οργανωμένου εγκλήματος για να επαναφέρουν τα κινεζικά έργα τέχνης στην πατρίδα τους.
Μία από τις δυνάμεις που κινούν αυτήν την προσπάθεια είναι η απόφαση του Πεκίνου να υιοθετήσει την παράδοση ως «θεμέλιο της Κίνας για να ανταγωνιστεί τον κόσμο», όπως δήλωσε τον Οκτώβριο ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ. Αφού απαξίωσε επί δεκαετίες τα παλαιά έργα τέχνης ως προϊόντα της φεουδαρχίας και της παρακμής της αστικής τάξης, τώρα το Πεκίνο υποστηρίζει πως η τέχνη μπορεί «να οδηγήσει τον κόσμο να ζήσει μια ζωή σύμφωνη με τον κώδικα της ηθικής», και με αυτόν τον τρόπο να συνεισφέρει στην κοινωνική σταθερότητα. Η στάση αυτή αποτελεί τον αντίποδα της Πολιτιστικής Επανάστασης της δεκαετίας 1966-1976, όταν έγιναν λεηλασίες στα μουσεία και καταστράφηκαν αρχαία κειμήλια της Κίνας. Τα παλαιά έργα τέχνης είναι ξανά πολύτιμα, οι νέοι αγοραστές τα αναζητούν ως απόδειξη υψηλής κοινωνικής θέσης και όχι μόνον ως κερδοφόρα επένδυση.
Το Πεκίνο έχει υιοθετήσει αυτήν την καινούργια στάση προς τον πολιτισμό σε μια περίοδο ανόδου του εθνικισμού. Η Κίνα προωθεί ανοικτά τις προσπάθειες για τον επαναπατρισμό των έργων τέχνης που λεηλατήθηκαν τον «αιώνα της ταπείνωσης», όπως αποκαλεί η Κίνα την περίοδο από τους πολέμους του Οπίου των δεκαετιών 1840 και 1850 μέχρι να καθιερωθεί η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας το 1949. Ισως η χειρότερη έλλειψη σεβασμού εκείνη την περίοδο ήταν η κατάληψη των Παλαιών Θερινών Ανακτόρων από τα βρετανικά και τα γαλλικά στρατεύματα, που περικύκλωσαν το Πεκίνο το 1860 στο τέλος του δεύτερου πολέμου του Οπίου. Οι εισβολείς ισοπέδωσαν περίπου 200 κτίρια, τα οποία απογύμνωσαν από τα γλυπτά τους, τα μεταξωτά ρούχα και τα κοσμήματα, ακόμη και από τα σκυλιά ράτσας Πεκινουά, που τότε ήταν άγνωστα στην Ευρώπη.
Την εντολή για την καταστροφή είχε δώσει ο Τζέιμς Μπρους, γιος του Ελγιν, ο οποίος περίπου 60 χρόνια νωρίτερα είχε διατάξει να κοπούν και να κλαπούν οι μετόπες του Παρθενώνα. Η Κίνα δοκιμάζει, όμως, διαφορετικές μεθόδους από την Ελλάδα: αντί να ασκεί επισήμως πιέσεις για επαναπατρισμό των γλυπτών, αφήνει το χρήμα να τα κυνηγήσει. Μέσω του επιχειρηματικού βραχίονα του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, του γνωστού ως Poly Group, το Πεκίνο έχει μετατρέψει τις δημοπρασίες έργων τέχνης σε πεδίο μάχης ενός πατριωτικού πολέμου. Ασφαλώς πολλά έργα τέχνης δεν καταλήγουν ποτέ στις αίθουσες δημοπρασιών. Ισως το μεγαλύτερο αίνιγμα στη σημερινή κινεζική τέχνη είναι το κύμα εγκλημάτων που ελάχιστα αναφέρεται και το οποίο άρχισε από το 2010, όταν οι κινεζικές αρχές άρχισαν αναζητούν στην Ευρώπη τα έργα τέχνης που είχαν κλαπεί στις αρχές του 20ού αιώνα από τα Παλαιά Θερινά Ανάκτορα ή την Απαγορευμένη Πόλη του Πεκίνου.