Η επίσκεψη Καραμανλή στην Τουρκία
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΛΑΨΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Τον Μάιο του 1959 ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, πραγματοποίησε πολυήμερη επίσημη επίσκεψη στην Τουρκία.
Ηταν ο πέμπτος επικεφαλής ελληνικής κυβέρνησης που διέσχισε το Αιγαίο με προορισμό τη γειτονική χώρα. Είχαν προηγηθεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1930, ο Παναγής Τσαλδάρης το 1933, ο Ιωάννης Μεταξάς το 1937 και ο Αλέξανδρος Παπάγος το 1953. Για πολλά χρόνια η συνεννόηση με την Τουρκία είχε αποτελέσει έναν από τους θεμέλιους λίθους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η σύμπνοια των δύο βασικών αστικών παρατάξεων προσέδιδε σε αυτή την επιλογή χαρακτήρα μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής, ανεξάρτητης από τις κομματικές αντιπαραθέσεις.
Στον Μεσοπόλεμο η ελληνοτουρκική προσέγγιση είχε οικοδομηθεί πάνω στην κοινή αντίληψη της Αθήνας και της Αγκυρας για το πρόβλημα ασφάλειας στα Βαλκάνια: ο φόβος της εκδήλωσης αναθεωρητικών τάσεων, ιδίως από την πλευρά της Βουλγαρίας, ώθησε την Ελλάδα και την Τουρκία να ξεπεράσουν τις πικρές μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος και να συμπράξουν διπλωματικά με σκοπό τη διατήρηση του πολιτικού και εδαφικού status quo στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Η μεσολάβηση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανέστειλε προσωρινά τη στενή διμερή συνεργασία: η επιτήδεια τουρκική ουδετερότητα, οι παρασκηνιακές απόπειρες διεκδίκησης ελληνικών εδαφών και τα καταπιεστικά μέτρα σε βάρος της ελληνικής μειονότητας δεν μπορούσαν παρά να επηρεάσουν αρνητικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, χωρίς όμως να τους επιφέρουν ανεπανόρθωτο πλήγμα. Η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την αναβίωση της ελληνοτουρκικής φιλίας, αυτή τη φορά μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της δυτικής συμμαχίας: η Ελλάδα και η Τουρκία έλαβαν αμερικανική βοήθεια μέσω του Δόγματος Τρούμαν και του Σχεδίου Μάρσαλ, ενώ το 1952 εντάχθηκαν ταυτόχρονα στο ΝΑΤΟ.
Το Κυπριακό
Το καλοκαίρι του 1954 η απόφαση της κυβέρνησης Παπάγου να διεθνοποιήσει το Κυπριακό άλλαξε πλήρως τα δεδομένα. Οι αλλεπάλληλες προσφυγές της Ελλάδας στον ΟΗΕ υπέρ της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ομως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επιδεινώθηκαν δραματικά, καθώς η Τουρκία αντέδρασε σθεναρά στην προοπτική της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο του 1955 το –οργανωμένο από τις τουρκικές αρχές– πογκρόμ σε βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης οδήγησε αυτές τις σχέσεις στο ναδίρ. Την ίδια στιγμή, η διάρρηξη των φιλικών δεσμών ανάμεσα στην Αθήνα και στην Αγκυρα απειλούσε τη συνοχή του ΝΑΤΟ και παρέλυσε τα Βαλκανικά Σύμφωνα του 1953-1954, στα οποία εκτός από την Ελλάδα και την Τουρκία συμμετείχε και η Γιουγκοσλαβία.
Για σχεδόν πέντε χρόνια το Κυπριακό λειτούργησε ως τροχοπέδη στην ελληνοτουρκική σύμπραξη. Η επίλυσή του τον Φεβρουάριο του 1959 πάνω στη βάση της δεσμευμένης κυπριακής ανεξαρτησίας μέσω της συνομολόγησης των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου άνοιξε τον δρόμο για την ομαλοποίηση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Μεταβαίνοντας στην Αγκυρα τον Μάιο του ίδιου έτους οι Καραμανλής και Αβέρωφ επιδίωκαν να αποκαταστήσουν την ελληνοτουρκική συνεργασία, την οποία θεωρούσαν αμοιβαία επωφελή για τις δύο χώρες. Στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου η τουρκική φιλία ήταν πολύτιμη για την Ελλάδα ως αποφασιστικό γεωπολιτικό στήριγμα, ιδίως απέναντι σε ενδεχόμενες πιέσεις από τον βορρά. Αλλά και στην Τουρκία η συνεννόηση με την Ελλάδα προσέφερε το σημαντικό πλεονέκτημα της διασύνδεσης με τον κυρίως ευρωπαϊκό κορμό του ΝΑΤΟ. Από το 1954 έως το 1959, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις είχαν καταστεί προβληματικές, τόσο η Αθήνα όσο και η Αγκυρα είχαν αναζητήσει εναλλακτικούς τρόπους υπέρβασης της περιφερειακής τους απομόνωσης: η πρώτη προς την κατεύθυνση της Γιουγκοσλαβίας, η δεύτερη στρεφόμενη προς το Ιράκ.
Συγκλίσεις και διαφωνίες σε διεθνή και διμερή θέματα
Στις ελληνοτουρκικές συνομιλίες κορυφής που διεξήχθησαν από τις 7 έως τις 9 Μαΐου 1959 στην Αγκυρα διαπιστώθηκε το εκατέρωθεν ενδιαφέρον για την αναβίωση της διμερούς συνεργασίας, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ανάχωμα απέναντι στα μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας: η προσήλωση στον δυτικό συνασπισμό ήταν αδιαπραγμάτευτη. Οι Καραμανλής και Αβέρωφ συμφώνησαν με τους Τούρκους ομολόγους τους, Αντνάν Μεντερές και Φατίν Ζορλού αντίστοιχα, για την απόλυτη ανάγκη ομαλής εφαρμογής των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, καθώς νέα υποτροπή του Κυπριακού ήταν βέβαιο ότι θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Υπήρξε επίσης σύμπτωση απόψεων ως προς τη στάση που στο εξής θα τηρούσαν απέναντι στη Γιουγκοσλαβία: κοινό όφελος ήταν να ενθαρρυνθεί ο ουδετερόφιλος προσανατολισμός του Βελιγραδίου· γι’ αυτό τον λόγο τα Βαλκανικά Σύμφωνα θα έπρεπε να μην καταγγελθούν, αλλά να παραμείνουν εν υπνώσει. Αντίθετα, αποκλίνουσες ήταν οι αντιλήψεις στα ζητήματα της Μέσης Ανατολής και ειδικά απέναντι στην πολιτική του Αιγύπτιου ηγέτη Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, τις προθέσεις του οποίου οι Τούρκοι ιθύνοντες αντιμετώπιζαν με ιδιαίτερη καχυποψία.
Βασικό θέμα των συζητήσεων αποτέλεσαν και τα μειονοτικά ζητήματα. Κρίνοντας ότι η συγκυρία ήταν ευνοϊκή, η ελληνική αντιπροσωπεία επέμεινε στο θέμα της διευθέτησης των προβλημάτων που απασχολούσαν την ελληνική μειονότητα της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένων αφενός των αποζημιώσεων για τις ελληνικές περιουσίες που είχαν καταστραφεί στα Σεπτεμβριανά του 1955 και αφετέρου της διασφάλισης του δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριάρχη να ταξιδεύει απρόσκοπτα στο εξωτερικό. Αντίστοιχα, η τουρκική ηγεσία επιδίωξε να εκμαιεύσει ελληνική δέσμευση για τη μερική ανατροπή των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάννης ως προς τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, μέσω της μετονομασίας της σε «τουρκική»: δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι Μεντερές και Ζορλού εκδήλωσαν ταυτόχρονα συγκαλυμμένο ενδιαφέρον για την αύξηση της επιρροής της Αγκυρας στους Πομάκους της περιοχής. Οι Καραμανλής και Αβέρωφ δεν συγκατάνευσαν στα τουρκικά αιτήματα. Εκείνο που συμφωνήθηκε ήταν η συγκρότηση διμελούς επιτροπής που θα εξέταζε όλα τα μειονοτικά θέματα, καθώς και άλλα μικρότερης σημασίας (όπως για παράδειγμα τα δικαιώματα αλιείας στο ανατολικό Αιγαίο) τα οποία παρέμεναν για καιρό ανεπίλυτα: η ευθύνη της υλοποίησης ανατέθηκε τελικά στους διπλωμάτες Δημήτριο Μπίτσιο και Ζεκί Κουνεράλπ.
Επιστρέφοντας από την Αγκυρα στην Αθήνα ο Καραμανλής επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη. Η θερμή υποδοχή που του επιφυλάχθηκε από τους Ελληνες κατοίκους της αποτύπωνε τις προσδοκίες τους ότι η αναβίωση της ελληνοτουρκικής φιλίας θα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη βελτίωση της δικής τους θέσης. Η πείρα των προηγούμενων δεκαετιών είχε αποδείξει ότι σε περιόδους έντασης ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, η ομογένεια της Πόλης (αλλά και της Ιμβρου και της Τενέδου) βρισκόταν ανυπεράσπιστη σε κάθε είδους πιέσεις των τουρκικών αρχών: δεν είχαν περάσει ούτε καν τέσσερα χρόνια από την εφιαλτική νύχτα των Σεπτεμβριανών. Αντίθετα, όταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν καλές, η μειονότητα μπορούσε σε γενικές γραμμές να αισθάνεται ασφαλής: η δεκαετία του 1930 και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια το είχαν επιβεβαιώσει. Η συνάντηση του Ελληνα πρωθυπουργού με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα στο Φανάρι επισφράγισε την αλλαγή του κλίματος, δημιουργώντας ελπίδες ότι ήταν δυνατή η επάνοδος στα δεδομένα που ίσχυαν πριν από το 1954.
Η συνεννόηση αποδείχθηκε θνησιγενής
Η επίσημη επίσκεψη του Καραμανλή στην Τουρκία έμοιαζε να είχε επιτύχει τον στόχο της. Μετά την επίλυση του Κυπριακού, ήταν το πρώτο αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση της εμπέδωσης της εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Αθήνα και στην Αγκυρα. Τα θεμέλια για την επανάληψη της διμερούς συνεννόησης τέθηκαν στις συζητήσεις κορυφής, όπου διαπιστώθηκε σύμπνοια στα περισσότερα θέματα, με σημαντικότερο εκείνο της ανάγκης συνεργασίας ως μέσο ανάσχεσης ενδεχόμενων κινδύνων από την πλευρά κρατών του ανατολικού συνασπισμού: αυτή η γεωπολιτική πραγματικότητα ήταν που είχε επιβάλει τη σύμπλευση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επανειλημμένη αναφορά στις συμφιλιωτικές παρακαταθήκες της προσέγγισης που εγκαινιάστηκε το 1930 προσέδιδε ένα στοιχείο ιστορικής συνέχειας: ο Καραμανλής ήθελε να παραμείνει πιστός στη διπλωματική κληρονομιά του Ελευθέριου Βενιζέλου· σε αυτή την επιδίωξη λειτουργούσε ενισχυτικά η παρουσία στην ηγεσία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών τού Αβέρωφ, άλλοτε επιφανούς στελέχους του Κόμματος Φιλελευθέρων.
Παρά την αρχική ευφορία, οι αισιόδοξες προβλέψεις δεν επιβεβαιώθηκαν καθώς η συνεννόηση αποδείχθηκε θνησιγενής. Αντιμετωπίζοντας σημαντικά εσωτερικά προβλήματα, ο Μεντερές ανέβαλλε διαρκώς την ανταπόδοση της επίσκεψης στην Αθήνα, ώσπου τον Μάιο του 1960 ανατράπηκε από στρατιωτικό πραξικόπημα. Το νέο τουρκικό καθεστώς ήταν περισσότερο επιφυλακτικό, ειδικά στη συζήτηση των κρίσιμης σημασίας (τόσο από ουσιαστική όσο και από ψυχολογική άποψη) μειονοτικών ζητημάτων. Ετσι, ακόμα και η αναλυτική έκθεση που συνέταξαν το καλοκαίρι του 1959 οι Μπίτσιος και Κουνεράλπ παρέμεινε βήμα μετέωρο. Η νέα περιπλοκή του Κυπριακού τον Δεκέμβριο του 1963 με αφορμή την πρόταση του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ για αναθεώρηση δεκατριών σημείων του κυπριακού Συντάγματος σηματοδότησε την επιστροφή στην περίοδο της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η οποία το καλοκαίρι του 1964 λίγο έλειψε να οδηγήσει σε ένοπλη σύγκρουση. Οταν ο Μακάριος έλαβε τη μοιραία απόφαση της αναθεώρησης, ο Καραμανλής όχι μόνο δεν βρισκόταν στην εξουσία (είχε παραιτηθεί από την πρωθυπουργία τον Ιούνιο του 1963), αλλά μετά την ήττα του στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 είχε αποσυρθεί από την πολιτική και είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα.
* Ο κ. Αντώνης Κλάψης διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
(Στην φωτογραφία : Κων. Καραμανλής και Αντνάν Μεντερές κατά την άφιξη του Ελληνα πρωθυπουργού στο αεροδρόμιο της Αγκυρας. Στις συνομιλίες διαπιστώθηκε το εκατέρωθεν ενδιαφέρον για την αναβίωση της διμερούς συνεργασίας)