Δεν αποτελεί νομική «ευκαιρία»
ΑΓΓΕΛΟΣ Μ. ΣΥΡΙΓΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Η συζήτηση αφορά την απόδοση ιθαγενείας σε παιδιά μεταναστών στην Ελλάδα. Το κρίσιμο σημείο είναι η θέσπιση προϋποθέσεων που διασφαλίζουν την ύπαρξη γνήσιου δεσμού του πολιτογραφούμενου με την Ελλάδα.
Το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εσωτερικών προβλέπει εναλλακτικά δύο κατηγορίες προϋποθέσεων:
α. Παιδιά που έχουν φοιτήσει εννέα χρόνια σε ελληνικό σχολείο ή έξι χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή έχουν αποφοιτήσει από ελληνικό πανεπιστήμιο με παράλληλη κατοχή απολυτηρίου.
β. Παιδιά που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και έχουν εγγραφεί στην πρώτη τάξη του Δημοτικού από γονείς που κατοικούν νόμιμα τουλάχιστον πέντε χρόνια πριν από τη γέννησή τους στη χώρα.
Το πρώτο κριτήριο της εκπαιδεύσεως διασφαλίζει, με πολύ μεγάλο βαθμό βεβαιότητας, την ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία. Επιβεβαιώνεται από την αντίληψη του ανήκειν στο ελληνικό έθνος ήδη από την περίοδο του Ισοκράτη αλλά και από τη ζώσα πραγματικότητα όπως τη διαπιστώνουμε από τα χιλιάδες παιδιά που έχουν φοιτήσει σε ελληνικά σχολεία. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη είχε περιληφθεί σε σχέδιο νόμου της προηγούμενης κυβερνήσεως που δεν πρόλαβε να ψηφισθεί.
Αντιθέτως, το κριτήριο της γεννήσεως-εγγραφής στην πρώτη τάξη του Δημοτικού επαναφέρει τη συζήτηση στο κριθέν ως αντισυνταγματικό άρθρο 1α του Νόμου 3838/2010. Η σώρευση τυπικών προϋποθέσεων, που άλλες αφορούν τον ανήλικο πολιτογραφούμενο και άλλες τους γονείς του, δημιουργεί μια Βαβέλ για τη γραφειοκρατία χωρίς να λύνει το πρόβλημα: υφίσταται και, κυρίως, μπορεί να διατηρηθεί το ψυχικό δέσιμο του ανήλικου πολιτογραφούμενου με τον λαό και τη χώρα;
Το βασικό πρόβλημα είναι η αυτονομία του ανηλίκου. Ο ανήλικος εξαρτάται από τους γονείς του. Εάν οι γονείς αποφασίσουν να φύγουν από την Ελλάδα, όπως συνέβη με αρκετές οικογένειες μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσεως, αυτός είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει. Οι όποιοι δεσμοί με την ελληνική κοινωνία πρόλαβαν να δημιουργηθούν, σύντομα θα χαθούν. Το παιδί αυτό, όμως, θα είναι ες αεί Ελληνας πολίτης. Πρόσφατη είναι η εμπειρία από εκκένωση Ελλήνων πολιτών από χώρα της Μέσης Ανατολής. Μεταξύ αυτών περιελήφθησαν και κάποια μικρά παιδιά που δεν μιλούσαν ελληνικά και δεν έδειχναν να έχουν σχέση με την Ελλάδα, αλλά είχαν πάρει την ελληνική ιθαγένεια βάσει των διατάξεων του Ν. 3838/2010.
Η ιθαγένεια δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως νομική «ευκαιρία». Η υιοθέτηση μιας άλλης ιθαγένειας, πέραν της δεδομένης που παίρνει το νεογέννητο από τους γονείς του, αποτελεί μείζον γεγονός στην προσωπική κατάσταση ενός ατόμου. Απαιτείται η συνειδητή πράξη του ενδιαφερομένου. Η ελληνική έννομη τάξη αποδέχεται ως όριο πλήρους δικαιοπρακτικής ικανότητας τα 18 έτη. Με την ενηλικίωσή του ο ενδιαφερόμενος αφ’ ενός μπορεί να αντιληφθεί τις συνέπειες αυτής της πράξεως και αφ’ ετέρου είναι αυτόνομος από τους γονείς του.
Σε περίπτωση εξατομικευμένης κρίσεως θα μπορούσε να γίνει δεκτή και η ανηλικότητα. Οταν, όμως, μιλάμε για μια αυτόματη διαδικασία με τη συνδρομή τυπικών προϋποθέσεων, η κτήση ιθαγένειας στα έξι έτη είναι επισφαλής και με μη αναστρέψιμες συνέπειες.
Ακούγεται το αντεπιχείρημα του αποκλεισμού και της συνακόλουθης οργής που θα νιώθουν αυτά τα παιδιά μέχρι τα 18 τους. Τα συναισθήματα αυτά βιώνει κάποιος εάν δεν έχει προοπτική και της τυπικής, πέραν από την ουσιαστική, ενσωμάτωσης. Η πρόσφατη θέσπιση της άδειας δεύτερης γενιάς, η σίγουρη απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας όταν πληρούνται τα κριτήρια παιδείας αποτελούν ισχυρά κίνητρα όχι αποκλεισμού αλλά δεσίματος με τη χώρα. Διότι η απόδοση ιθαγενείας είναι η κορύφωση της διαδικασίας ενσωματώσεως ενός αλλοδαπού στην ελληνική κοινωνία. Δεν αποτελεί μέσον που θα οδηγήσει στην ενσωμάτωση. Αλλιώς, ελλοχεύει ο κίνδυνος της αποδόσεως ελληνικής ιθαγενείας σε άτομα που μπορεί να μην αποκτήσουν ψυχικό δεσμό με τη χώρα.
Είναι θετικό ότι η συζήτηση έχει ξεφύγει από την αποπροσανατολιστική διάκριση μεταξύ δικαίου του αίματος και δικαίου του εδάφους. Εντοπίζεται πλέον στα πραγματικά κριτήρια διαπιστώσεως του ψυχικού δεσμού ενός ανθρώπου με την Ελλάδα. Είναι κρίμα να μην αντλούμε διδάγματα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και να επιχειρούμε να εφαρμόσουμε παρωχημένες αντιλήψεις που απέτυχαν και εγκαταλείπονται στο εξωτερικό διότι δεν οδήγησαν στην κοινωνική συνοχή.
* Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην γενικός γραμματέας Πληθυσμού & Κοινωνικής Συνοχής στο υπουργείο Εσωτερικών.