Η Βουλή των ανόμοιων
Οι απρόβλεπτες βρετανικές βουλευτικές εκλογές
Philip Cowley
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Πριν από δύο εβδομάδες, μια ομάδα ειδικών εκλογολόγων συναντήθηκε για ένα σεμινάριο [3] στο London School of Economics, με σκοπό να προβλέψει το αποτέλεσμα των επικείμενων βρετανικών βουλευτικών εκλογών.
Ανεξάρτητα από το ποιο μοντέλο χρησιμοποίησαν ή το πώς αποφάσισαν να υπολογίσουν τους αριθμούς, όλοι κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα: Στις 7 Μαΐου, κανένα κόμμα δεν θα καταφέρει να κερδίσει αρκετές έδρες ώστε να αποκτήσει την πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων. Μια παρόμοια έρευνα του διεξήγαγαν πάνω από 500 ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι και δημοσκόποι [4] στις αρχές Μαρτίου κατέληξε στην ίδια διαπίστωση. Αντίστοιχες προβλέψεις προέκυψαν κι από τις αγορές στοιχημάτων: Η ιρλανδική εταιρεία στοιχημάτων Paddy Power, [5] έχει αυτήν την στιγμή αποδόσεις 1/7 (ή, 87,5%) υπέρ ενός κοινοβουλίου που στερείται την απόλυτη πλειοψηφία. Ένα στοίχημα των 10 λιρών (περίπου 15 δολαρίων), θα επιφέρει το μικρό ποσό των 11,43 λιρών (περίπου 17 δολάρια). Τόσο το Εργατικό όσο και το Συντηρητικό κόμμα προσποιούνται πως είναι βέβαιοι για την ξεκάθαρη νίκη τους -αλλά αυτή είναι μια αξίωση που λίγοι πιστεύουν πραγματικά.
Ένα κοινοβούλιο χωρίς την απόλυτη πλειοψηφία, φυσικά, δεν θα αποτελούσε πρωτόγνωρο φαινόμενο. Ούτε στις εκλογές του 2010 κέρδισε κάποιο κόμμα την πλειοψηφία των εδρών. Το 2010, ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτό εξέπληξε πολλούς. Ο δημόσιος τομέας είχε προβεί σε κάποιες μυστικές στρατηγικές πιθανών αποτελεσμάτων πριν από τις τελευταίες εκλογές, ενώ γίνονταν περιστασιακά ακαδημαϊκές συζητήσεις για το θέμα, αλλά ο κανόνας του ενός κυβερνητικού κόμματος στο Westminster ήταν τόσο ισχυρός, που πολλοί παραγκώνισαν οποιοδήποτε στοιχείο αποδείκνυε το αντίθετο.
Τα πράγματα είναι διαφορετικά αυτή την φορά: Οι περισσότεροι συνειδητοποίησαν από νωρίς ότι κανένα κόμμα δεν θα μπορέσει να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία. Από τις αρχές του 2015 ήταν αδύνατο να αποφευχθούν συζητήσεις που σχετίζονταν με διάφορα μετεκλογικά σενάρια, ενώ διεξήχθησαν δεκάδες ακαδημαϊκά και ημι-ακαδημαϊκά σεμινάρια σχετικά με το θέμα. Γίνεται περισσότερη συζήτηση σχετικά με τις προϋποθέσεις που θα θέσουν τα κόμματα σε περίπτωση που χρειαστεί να έρθουν σε κάποια μεταξύ τους συμφωνία -ποιες θα είναι οι κόκκινες γραμμές τους, ποιος θα έρθει σε επαφή με ποιον- κι εμείς πρέπει να υποθέσουμε τουλάχιστον ότι, παρά τις δημόσιες διακηρύξεις τους, τα πολιτικά κόμματα είναι κι αυτά καλύτερα προετοιμασμένα. Το πιο εντυπωσιακό γεγονός αναφορικά με τα δύο μεγάλα κόμματα το 2010 ήταν το πόσο ανέτοιμα ήταν όταν ξεκίνησαν τις διαπραγματεύσεις. Κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί κι αυτή την φορά.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι πως υπάρχει η πιθανότητα να μην είναι αρκετή μια συμφωνία μεταξύ των δύο μερών για να παράγει την πλειοψηφία στις εκλογές. Το 2010, το μεγαλύτερο κόμμα, οι Συντηρητικοί, και το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, παρήγαγαν ξεκάθαρη πλειοψηφία στην Βουλή των Κοινοτήτων, σχηματίζοντας έναν συνασπισμό που, παρά τις ποικίλες δυσκολίες που αντιμετώπισε, κατάφερε να διαρκέσει πέντε χρόνια. Εκτός κι αν το Συντηρητικό και το Εργατικό κόμμα αποφασίσουν να συνεργαστούν (ενδεχόμενο που έχει περίπου τις ίδιες πιθανότητες να συμβεί με κάποια σύμπραξη δυνάμεων μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών), μια διμερής συμφωνία μπορεί να μην είναι αρκετή για τον σχηματισμό κυβέρνησης αυτή την φορά. Για να γίνουν οι προβλέψεις ακόμα δυσκολότερες, δεν υπάρχει επίσης σχεδόν καμία σαφής πρόβλεψη σχετικά με το ποιο κόμμα θα κερδίσει την πλειοψηφία βουλευτικών εδρών ή ψήφων. Από τα 12 μοντέλα πρόβλεψης που συζητήθηκαν κατά την εκδήλωση του LSE για τις εκλογικές προβλέψεις [3], έξι έδωσαν προβάδισμα στο Εργατικό κόμμα, έξι στο Συντηρητικό κι αρκετά από αυτά κατέγραψαν ελάχιστες ψήφους διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα. Με την διαφορά μεταξύ των ποικίλων πιθανών αποτελεσμάτων να εξαρτάται από ελάχιστες ψήφους σε ελάχιστες έδρες, αυτή η εκλογική διαδικασία έχει μετατραπεί σε τυχερό παιχνίδι.
Κανείς δεν γνωρίζει, φυσικά, αν θα επαληθευτούν αυτές οι προβλέψεις. Είναι πιθανό να υπάρξει κάποια μεγάλη «στροφή» κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, η οποία μόλις ξεκίνησε επίσημα (ακόμα και αν, πρακτικά, βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και μήνες). Αρκετά μοντέλα προβλέψεων λαμβάνουν ήδη υπόψη τα αποτελέσματα της εκστρατείας, οπότε οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις θα πρέπει να γίνουν σε πρωτοφανή κλίμακα για να κάνουν την διαφορά. Ίσως όλες οι δημοσκοπήσεις –οι οποίες είναι περισσότερες από ποτέ άλλοτε[6]- είναι μεθοδολογικά εσφαλμένες, αν και πολλές έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα ακριβείς ως τώρα. Κάποια αλλαγή σε αυτές τις προβλέψεις είναι πάντα εφικτή, αλλά προς το παρόν, όλοι προετοιμάζονται για τις πιο απρόβλεπτες εκλογές στα χρονικά.
Αυτά τα προβλεπόμενα αποτελέσματα αποτελούν την λογική συνέχεια των 50ετών τάσεων που χαρακτήριζαν το εσωτερικό της βρετανικής πολιτικής και που οδήγησαν στον αυξανόμενο κατακερματισμό του βρετανικού κομματικού συστήματος. Στις γενικές εκλογές το 1955, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα συγκέντρωσαν το 97% των ψήφων. Μέχρι το 2010, το ποσοστό έπεσε στο 65%. Οι Βρετανοί ψηφοφόροι ταυτίζονται λιγότερο με τις απόψεις των κομμάτων, είναι πιο πρόθυμοι να στραφούν σε κάποιο άλλο από το κόμμα που ψήφιζαν και να κοιτάζουν τριγύρω. Τα κόμματα αδυνατούν πλέον να θεωρήσουν δεδομένα μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος.
Επιπλέον, υπάρχουν και κάποιες άλλες ιδιαίτερες αλλαγές αυτή την φορά. Η πρώτη είναι η κατάρρευση της υποστήριξης στους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, οι οποίοι με τις διάφορες μορφές τους -Φιλελεύθεροι, Συμμαχία Φιλελεύθερων-SDP και Φιλελεύθεροι Δημοκράτες- αποτελούσαν μέχρι πρότινος τον κύριος αποδέκτη των ψήφων εκείνων που δεν ήθελαν να υποστηρίξουν το Εργατικό Κόμμα ή τους Συντηρητικούς. Από τις έξι μόλις έδρες το 1955, έφτασαν στο αποκορύφωμα των 62 το 2005. Ωστόσο, μετά την ένταξή τους σε συνασπισμό με τους Συντηρητικούς το 2010, η στήριξη προς το κόμμα έπεσε κατακόρυφα και δεν έχει ανακτηθεί έκτοτε, καθώς πολλοί από τους πρώην ψηφοφόρους τους αισθάνθηκαν ότι το κόμμα τους είχε προδώσει τις αρχές του. Σε ορισμένες περιόδους κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας το 2010, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες ήταν στην πρώτη θέση στις δημοσκοπήσεις, αλλά τώρα βρίσκονται συνήθως στην τέταρτη θέση, ενώ έχουν, έστω και περιστασιακά, κατρακυλήσει στην πέμπτη. Για τις εκλογές του 2015, η στρατηγική των Φιλελευθέρων Δημοκρατών βασίζεται στην χρήση του πλεονεκτήματος που έχουν στην κατοχή μικρού αριθμού εδρών, ελπίζοντας απεγνωσμένα ότι οι τοπικοί υποψήφιοι θα καταφέρουν να επιμείνουν στις θέσεις τους την ώρα που το κόμμα παραιτείται από μεγάλο μέρος της υπόλοιπης χώρας. Ο βρετανικός εκλογικός νόμος απαιτεί από τους υποψηφίους να πληρώσουν μια προκαταβολή περίπου 750 δολαρίων για να πάρουν μέρος στις εκλογές, ενώ μόνο οι υποψήφιοι που λαμβάνουν 5% των ψήφων παίρνουν τα χρήματά τους πίσω. Το 2010, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες το πέτυχαν αυτό σε κάθε έδρα για την οποία αγωνίστηκαν προεκλογικά, κάτι που δεν επιτεύχθηκε ούτε από το Εργατικό Κόμμα ούτε από τους Συντηρητικούς. Αυτή την φορά, μια τέτοια επένδυση θα αποδειχθεί δαπανηρή.
Μια άλλη εξέλιξη αποτελεί η εξέλιξη του Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP). Αν και συγκροτήθηκε το 1993, το UKIP διαδραμάτισε μικρό ρόλο στην βρετανική πολιτική σκηνή μέχρι πρόσφατα, με σχετικά καλές επιδόσεις στις ευρωεκλογές, αλλά εξασθενώντας στις γενικές εκλογές. Από το 2010, ωστόσο, το κόμμα έχει διευρύνει την γοητεία του καταφέρνοντας να συνδέσει το θέμα της Ευρώπης, που αποτελούσε τον λόγο ύπαρξής του, με τις ανησυχίες των ψηφοφόρων για βασικά θέματα όπως η μετανάστευση και η υγεία. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως υποστηρίζει το κόμμα, εμποδίζει το Ηνωμένο Βασίλειο να ελέγξει την μετανάστευση, γεγονός που με την σειρά του επιβαρύνει τις υπηρεσίες υγείας και τα σχολεία. Αυτοχαρακτηρίζεται (χωρίς ειρωνεία) ως Λαϊκός Στρατός, ένα επαναστατικό κίνημα, το οποίο αγωνίζεται ενάντια στο «κατεστημένο του Westminster». Το κόμμα ξεκίνησε πολύ καλά στις δημοσκοπήσεις των τοπικών εκλογών, ενώ κατάφερε να κερδίσει μάλιστα τις ευρωεκλογές του περασμένου έτους, γεγονός πρωτοφανές για οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα εκτός του Εργατικού ή του Συντηρητικού εδώ και 100 χρόνια. Ένα μέρος του Τύπου πρότεινε ότι το UKIP θα εξαφανιζόταν και πάλι καθώς πλησίαζαν οι εκλογές, αλλά παρά την ελαφρά πτώση στα ποσοστά δημοτικότητας του κόμματος τους τελευταίους μήνες, εκείνο συνεχίζει να έχει στις δημοσκοπήσεις 10% ή και περισσότερο, ενώ οι περισσότερες προβλέψεις τώρα συντείνουν στο ότι το κόμμα θα βρεθεί στην τρίτη θέση της λαϊκής ψήφου. Το εκλογικό σύστημα της Βρετανίας δεν ανταμείβει κόμματα που δεν έχουν γεωγραφικά συγκεντρωμένη υποστήριξη, γεγονός που θα αποτελέσει τροχοπέδη για την νίκη μεγάλου αριθμού εδρών από το UKIP (αν και όποιες θέσεις κι αν κερδίσει θα είναι σοβαρό επίτευγμα), αλλά ακόμα πιο σημαντική θα είναι η ικανότητά του να απομακρύνει μέρος της στήριξης από άλλα κόμματα, με αποτέλεσμα να διαδραματίσει έναν σπουδαίο ρόλο στον καθορισμό του ποιο από τα υπόλοιπα κόμματα θα κερδίσει έδρες. Κατά ειρωνικό τρόπο, η ύπαρξη ενός κόμματος όπως το UKIP, ενός ριζοσπαστικά δεξιού, αντι-μεταναστευτικού κόμματος, κάνει το βρετανικό πολιτικό σύστημα πολύ πιο ευρωπαϊκό, αν και λίγοι είναι εκείνοι που θα ήθελαν να ακούσουν αυτή την εκτίμηση στο εσωτερικό του UKIP.
Μέχρι πριν από περίπου έξι μήνες, φαινόταν ότι η άνοδος του UKIP θα αποτελούσε την πιο ενδιαφέρουσα εξέλιξη των τελευταίων ετών. Αυτό ίσχυε, μέχρι το σκωτσέζικο δημοψήφισμα τον Σεπτέμβριο του 2014. Αν και το κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας έχασε με διαφορά 10%, δημιούργησε ένα κύμα υποστήριξης για το Εθνικό Σκωτικό Κόμμα (SNP). Τα μέλη του SNP υπερβαίνουν πλέον τις 100.000, θέτοντάς το στην τρίτη θέση των μεγαλύτερων κομμάτων εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, παρά το γεγονός ότι απευθύνεται μόνο στο 8% του πληθυσμού. Κι από την στιγμή που το εκλογικό σύστημα μπορεί να κατεδαφίσει το UKIP, θα κάνει θαύματα για το SNP. Η επιτυχία του 45% σε ένα δημοψήφισμα μπορεί να μην είναι αρκετή για να οδηγήσει σε νίκη, αλλά το βρετανικό εκλογικό σύστημα επιβραβεύει με μεγάλα κέρδη ένα κόμμα που πετυχαίνει το ίδιο ποσοστό. Οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις της Σκωτίας [7] θέλουν το SNP να κερδίζει 47 από τις 59 έδρες της Σκωτίας, από τις μόλις 6 έδρες που κατείχε το 2010, σχεδόν όλες σε βάρος του Εργατικού Κόμματος. Σε περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο, τα κέρδη του SNP θα επιφέρουν τεράστιες μακροπρόθεσμες συνέπειες στα ερωτήματα σχετικά με το βρετανικό κράτος, ενώ ως γεγονός θα αποτελέσει την σημαντικότερη αλλαγή στο βρετανικό κομματικό σύστημα από κάθε άλλο, από την εποχή του σχηματισμού του Εργατικού Κόμματος το 1900.
Οι τεράστιες συνέπειες των εκλογών του τρέχοντος έτους, μαζί με τον αέρα αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει την έκβαση τους, οδήγησαν σε συζητήσεις στο Westminster σχετικά με τα κόμματα που θα μπορούσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, τις απαιτήσεις που αυτά θα εξέφραζαν και τα προβλήματα που θα μπορούσε να προκαλέσει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, οι προσδοκώμενες προσφορές είναι σπάνια συμμετρικές: Το Εργατικό κόμμα είναι πιο πιθανό να συνεργαστεί με το Συντηρητικό κόμμα (το SNP, για παράδειγμα, δεν θα προέβαινε σε μια συμφωνία με τους Συντηρητικούς), αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν πολλαπλοί τρόποι με τους οποίους θα μπορούσαν και τα δύο κόμματα να καταλήξουν στον αριθμό 10 της οδού Downing (στην έδρα του πρωθυπουργού).
Θα μπορούσε να συγχωρεθεί στους παρατηρητές το γεγονός ότι θεωρούν αυτές τις εξελίξεις πληκτικές. Εξάλλου, η εμφάνιση ενός πολυκομματικού συστήματος που περιλαμβάνει δύο μεγαλύτερα κόμματα και μια σειρά από μικρότερα κόμματα που απαιτούν μετεκλογικές διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης είναι κανόνας σε μεγάλο μέρος της Δυτικής Ευρώπης. Το Ηνωμένο Βασίλειο, ωστόσο, αποτελούσε μοντέλο δικομματικού συστήματος δίνοντας προτεραιότητα σε μια μονοκομματική κυβέρνηση. Ακόμα και μετά την εμπειρία που προέκυψε από τα τελευταία πέντε χρόνια διακυβέρνησης ενός συνασπισμού και παρέχει πλέον ένα προηγούμενο, είναι δύσκολο για κάποιους να κατανοήσουν την εξέλιξη. Οι προβλέψεις γίνονται όλο και πιο δύσκολες, και ο χειρισμός των εκλογών γίνεται όλο και πιο δύσκολος για τους πολιτικούς. Αλλά για τους παρατηρητές, η αβεβαιότητα αυτή είναι επίσης πιο διασκεδαστική. Και, δεδομένου ότι οι περισσότερες από αυτές τις διάφορες μετεκλογικές συμφωνίες αποτελούν συμβάσεις στις οποίες ένας συνδυασμός κομμάτων συνεργάζεται με κάποιον τρόπο για να περάσει την γραμμή του τερματισμού χωρίς να καταφέρει να συλλέξει κάποια ιδιαίτερα μεγάλη πλειοψηφία, τα επόμενα χρόνια θα μπορούσαν κάλλιστα να συνίστανται από μια σχεδόν σταθερή διαδικασία σύναψης συμφωνιών, διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών. Με άλλα λόγια, η διασκέδαση δεν θα σταματήσει τον Μάιο.
* Ο PHILIP COWLEY είναι καθηγητής Κοινοβουλευτικής Διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο του Nottingham, επιμελητής (μαζί με τον Rob Ford) του Sex, Lies and the Ballot Box: 50 Things You Need to Know About British Elections [1], και συγγραφέας (μαζί με τον Dennis Kavanagh) του The British General Election 2010 [2].
(Στην φωτογραφία : Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Ντέιβιντ Κάμερον, σε προεκλογική συγκέντρωση στο Chippenham, στην νοτιοδυτική Αγγλία, στις 30 Μαρτίου του 2015. Leon Neal / Reuters)
Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/143653/philip-cowley/house-of-unc...
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.bitebackpublishing.com/books/sex-lies-and-the-ballot-box
[2] http://www.palgrave.com/page/detail/the-british-general-election-of-2010...
[3] http://blogs.lse.ac.uk/generalelection/a-distribution-of-general-electio...
[4] http://www.psa.ac.uk/sites/default/files/PSA GE Election Predictions Report.pdf
[5] http://www.paddypower.com/bet/other-politics/uk-politics/Overall-Majorit...
[6] http://www.markpack.org.uk/opinion-polls/
[7] http://blog.whatscotlandthinks.org/2015/04/poll-of-polls-westminster-vot...