Το νέο «δόγμα Ομπάμα» και η συμφωνία με το Ιράν
THOMAS FRIEDMAN / THE NEW YORK TIMES
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Το περασμένο Σάββατο, ο πρόεδρος Ομπάμα με προσκάλεσε στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου για να μου εξηγήσει διεξοδικά με ποιον τρόπο εννοεί να εξισορροπήσει τους κινδύνους και τις δυνατότητες που συνοδεύουν την πρόσφατη συμφωνία της Λωζάννης για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Εκείνο που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση από τη συζήτησή μας ήταν η ανάδυση, μέσα από τις τοποθετήσεις του προέδρου, αυτού που θα αποκαλούσα «δόγμα Ομπάμα» για την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Αυτό συνέβη όταν ρώτησα τον πρόεδρο εάν υπάρχει κάποιος κοινός παρονομαστής στις αποφάσεις του να τερματίσει τη μακρόχρονη απομόνωση χωρών όπως η Μιανμάρ, η Κούβα και τώρα το Ιράν. Μου απάντησε ότι η «αποκατάσταση σχέσεων», σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση βασικών στρατηγικών αναγκών, είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τα αμερικανικά συμφέροντα, σε σχέση με αυτές τις τρεις χώρες, πολύ καλύτερα από ό,τι κατάφεραν οι κυρώσεις δίχως τέλος και η διπλωματική απομόνωση. Προσέθεσε δε ότι η Αμερική, με τη συντριπτική ισχύ της, χρειάζεται να διαπνέεται από αυτοπεποίθηση και να αναλαμβάνει κάποια ρίσκα προκειμένου να ανοίγει καινούργιους δρόμους. Εδώ εμπίπτει και η συμφωνία με το Ιράν, η οποία, αν και του επιτρέπει να κρατήσει μέρος της πυρηνικής του υποδομής, το εμποδίζει να αποκτήσει ατομική βόμβα τουλάχιστον για μία δεκαετία, αν όχι και περισσότερο.
Δεν μας απειλεί η Κούβα
«Είμαστε αρκετά ισχυροί ώστε να μπορούμε να δοκιμάσουμε αυτές τις προτάσεις χωρίς να εκτεθούμε σε κινδύνους», σημειώνει ο Μπαράκ Ομπάμα. «Και αυτό είναι που δεν εννοούν να καταλάβουν ορισμένοι. Πάρτε για παράδειγμα την Κούβα. Το να δοκιμάσουμε κατά πόσο μπορεί να υπάρξει ένα καλύτερο αποτέλεσμα για τον κουβανέζικο λαό μέσω της αποκατάστασης σχέσεων, είναι κάτι που δεν εγκυμονεί κινδύνους για εμάς. Πρόκειται για μια μικροσκοπική χώρα. Δεν απειλεί τα θεμέλια της αμερικανικής ασφάλειας, επομένως δεν υπάρχει κανένας λόγος που να μας απαγορεύει κάποιο άνοιγμα. Αν δούμε ότι αυτή η πολιτική δεν αποδίδει, θα την αλλάξουμε. Το ίδιο ισχύει για το Ιράν. Είναι, βέβαια, μια μεγαλύτερη χώρα, μια επικίνδυνη χώρα, αλλά η ουσία είναι η εξής: ο αμυντικός προϋπολογισμός του φτάνει μόλις τα 30 δισ. δολάρια, ενώ ο δικός μας ανέρχεται σε 600 δισ. Το Ιράν καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να μας πολεμήσει. Με ρώτησες για το δόγμα Ομπάμα. Λοιπόν, το δόγμα είναι: θα κάνουμε ανοίγματα για την αποκατάσταση σχέσεων, αλλά και θα διατηρήσουμε όλες μας τις αποτρεπτικές μας δυνατότητες».
Ο πρόεδρος δείχνει κατανόηση στις ανησυχίες του Ισραήλ, σημειώνοντας ότι «είναι πιο ευάλωτο, έναντι του Ιράν από εμάς. Επιπλέον, κατανοώ πλήρως ότι, βάσει της τραγικής ιστορίας του εβραϊκού λαού, δεν μπορούν να στηριχτούν αποκλειστικά πάνω μας για την εθνική τους ασφάλεια». Τονίζει όμως ότι είναι αποφασισμένος να βοηθήσει το Ισραήλ «να διατηρήσει το στρατιωτικό του πλεονέκτημα» και υπόσχεται πως όσο είναι πρόεδρος της Αμερικής, «το Ιράν δεν θα αποκτήσει ποτέ πυρηνικά όπλα». Δεν παραλείπει, ωστόσο, να εκφράσει την πικρία του για τη στάση του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου.
«Θα πρέπει να υπάρχει ένας τρόπος να διαφωνεί πολιτικά μαζί μου χωρίς να εμφανίζεται ως εχθρός του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ», σημειώνει και προσθέτει: «Μου ήταν, σε προσωπικό επίπεδο, πολύ δύσκολο να ακούσω (από τον Νετανιάχου) ότι η κυβέρνησή μου κατά κάποιον τρόπο αμελεί την ασφάλεια του Ισραήλ».
Ο Μπαράκ Ομπάμα είχε την πιο πυκνή επικοινωνία με την ιρανική ηγεσία –συμπεριλαμβανομένου του ανώτατου ηγέτη, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ– απ’ όλους τους προκατόχους του, ύστερα από την επανάσταση του 1979. Τον ρώτησα τι αποκόμισε από αυτή την επικοινωνία.
Περίπλοκη χώρα
«Νομίζω ότι είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε πως το Ιράν είναι μια περίπλοκη χώρα, όπως περίπλοκη είναι και η Αμερική», μου απάντησε. «Ασφαλώς η ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στις χώρες μας έχει δημιουργήσει βαθιά δυσπιστία, η οποία δεν θα εξαφανιστεί από τη μια μέρα στην άλλη. Ωστόσο, το ιρανικό καθεστώς έχει πρακτικό πνεύμα. Πιστεύω ότι έχουν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Γνώμη μου είναι ότι η εκλογή του Χασάν Ρουχανί στην προεδρία φανέρωσε τη διάθεση του ιρανικού λαού για την επανένταξη της χώρας στη διεθνή κοινότητα και την επιθυμία ένταξης στην παγκόσμια οικονομία». Ο Μπαράκ Ομπάμα αναγνωρίζει πως «η ψυχολογία που επικρατεί στο Ιράν έχει εν μέρει τις ρίζες της στις εμπειρίες του παρελθόντος, στην αίσθηση ότι η χώρα τους υποβαθμίστηκε, ότι οι ΗΠΑ ή γενικά η Δύση εμπόδισαν τη δημοκρατία τους και υποστήριξαν τον σάχη, ενώ στη συνέχεια υποστήριξαν τον Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, στη διάρκεια εκείνου του τρομερά σκληρού πολέμου. Γι’ αυτό και είπα στους συνεργάτες μου ότι πρέπει να κάνουν διάκριση ανάμεσα στο επιθετικό Ιράν, που παρακινείται από την ιδεολογία, και το αμυντικό Ιράν, που αισθάνεται ευάλωτο και κάποιες φορές αντιδρά γιατί πιστεύει ότι μόνο έτσι μπορεί να αποφύγει τα παθήματα του παρελθόντος. Τα λέω όλα αυτά δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, την οποία προωθούμε, δεν βασίζεται με κανένα τρόπο στην υπόθεση για αλλαγή καθεστώτος στην Τεχεράνη».
Επανερχόμενος στην ερώτησή μου για το «δόγμα Ομπάμα», ο Αμερικανός πρόεδρος σημειώνει: «Σήμερα, τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή δεν αφορούν το πετρέλαιο, ούτε τον έλεγχο εδαφών. Στρατηγικό μας συμφέρον είναι να ζουν όλοι οι λαοί σε ειρηνικές συνθήκες, να υπάρχει ασφάλεια, να μην αντιμετωπίζουν απειλή επίθεσης οι σύμμαχοί μας, να μην πέφτουν βόμβες πάνω στα παιδιά, να μην υπάρχουν μαζικές εκτοπίσεις. Πρόκειται για ένα μεγάλο σχέδιο, αλλά η πρόσφατη συμφωνία με το Ιράν αποτελεί, πιστεύω, ένα καλό σημείο εκκίνησης».
Αραβικές ανησυχίες
Αναφορικά με τις ανησυχίες της Σαουδικής Αραβίας και άλλων σουνιτικών αραβικών κρατών για την περιφερειακή ισχύ του Ιράν, ο Μπαράκ Ομπάμα δήλωσε ότι η Αμερική είναι πρόθυμη να βοηθήσει τα αραβικά κράτη να ενισχύσουν τις αμυντικές τους δυνατότητες. Προσέθεσε όμως ότι τα εν λόγω κράτη πρέπει να δείξουν μεγαλύτερη προθυμία αποστολής χερσαίων δυνάμεων για την επίλυση περιφερειακών προβλημάτων. «Σε περίπτωση εξωτερικής απειλής, θα είμαστε εκεί για να βοηθήσουμε τους Αραβες φίλους μας», δηλώνει ο Αμερικανός πρόεδρος, σπεύδοντας ωστόσο να προσθέσει: «Οι μεγαλύτερες απειλές που αντιμετωπίζουν μπορεί να μην αφορούν μια ενδεχόμενη εισβολή του Ιράν. Η μεγαλύτερη απειλή θα προέλθει από τους δυσαρεστημένους πολίτες, στο εσωτερικό αυτών των χωρών. Λοιπόν, το πώς θα κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε αυτή τη δυσαρέσκεια και στην πραγματικά τρομοκρατική δράση, πώς θα προωθήσουμε την αντιτρομοκρατική συνεργασία, η οποία είναι τόσο σημαντική και για τη δική μας ασφάλεια –χωρίς όμως να προσφέρουμε αυτομάτως νομιμοποίηση σε οποιεσδήποτε πρακτικές καταστολής, στις οποίες θα μπορούσαν να προσφύγουν– όλα αυτά θα αποτελέσουν αντικείμενο σκληρών διαβουλεύσεων. Ωστόσο, είναι μια συζήτηση που πρέπει να γίνει».