Το αυτί του Λένιν
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Παραμύθι σύγχρονης επαναστατικής παιδαγωγικής: «Οταν ο μικρός Αλέξης έμαθε ότι δεν υπάρχει ο Αγιος Βασίλης, περιέπεσε σε βαθιά κατάθλιψη, όπως ο μικρός Γούντι Αλεν όταν του είπαν ότι το σύμπαν διαστέλλεται. Δεν έτρωγε, δεν μιλούσε και δεν έπαιζε με τα άλλα παιδάκια. Ωσπου μια μέρα ο θείος Αλέκος, ο Φλαμπουράρης, συνεργάτης του πατέρα τού Αλέξη, τον πήρε στα γόνατά του και, για να τον παρηγορήσει, του είπε ότι υπάρχει ένας άλλος Γέρος που τον λένε Λένιν και φέρνει δώρα στα παιδάκια όχι μόνον τα Χριστούγεννα αλλά κάθε μέρα του χρόνου, αφού αυτός βοηθάει τους πιστούς του να καταργήσουν την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο». «Και τα άλλα ζώα;» ρώτησε αφελώς ο Αλέξης. «Ο άνθρωπος είναι το χειρότερο» απάντησε εν τη σοφία του ο θείος Αλέκος.
Ετσι, ο μικρός Αλέξης άρχισε να τρώει και πάλι το φαγητό του και να τσακώνεται με τα άλλα παιδάκια που ήθελαν να γίνουν τροχονόμοι ή πυροσβέστες, γιατί αυτός ήθελε να γίνει λενινιστής. Ηταν το επάγγελμα του θείου Αλέκου, που του είχε υποσχεθεί πως όταν μεγαλώσει λίγο ακόμη και είναι πια έτοιμος να γίνει λενινιστής, θα του έλεγε κι ένα μεγάλο μυστικό. Η ώρα ήρθε, όταν ο έφηβος Αλέξης, πια, γύρισε μια μέρα σπίτι του από το σχολείο και ανακοίνωσε στην οικογένεια πως έγινε πρόεδρος του δεκαπενταμελούς.
Τότε ο θείος Αλέκος απεφάνθη πως η σταδιοδρομία του Αλέξη ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς, τον κοίταξε στα ξαναμμένα από την κατάληψη του σχολείου μάτια του και συγκινημένος του αποκάλυψε το μυστικό. «Τον Αγιο Βασίλη κανείς δεν τον έχει δει ποτέ, παρά μόνον στα αμερικανόφερτα έθιμα των Χριστουγέννων. Τον Λένιν, όμως, μπορείς να τον δεις. Αρκεί, παιδί μου, να τα καταφέρεις να ταξιδέψεις ώς τη Μόσχα. Σε περιμένει στο Μαυσωλείο του ξαπλωμένος μες στο κρύο».
Οπως είναι φυσικό, η ιδέα ότι ένας Γέρος τον περίμενε ξαπλωμένος μες στο κρύο δεν άφησε ασυγκίνητο τον Αλέξη. Ενίσχυσε τη λενινιστική του φόρα και τον ενθάρρυνε για νέες καταλήψεις, με αποτέλεσμα γρήγορα να ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους συνομηλίκους του. Οταν ο Αλέξης πληροφορήθηκε ότι ο ξαπλωμένος Γέροντας είχε χάσει το ένα του αυτί –αν δεν κάνω λάθος, ήταν επί Γέλτσιν– ήταν πια αρκετά μεγάλος για να βάλει τα κλάματα. Ηταν, όμως, αρκετά μεγάλος για να υποψιασθεί ότι κάποιοι είχαν αρχίσει με τρόπο τις προσπάθειες να πάρουν σιγά-σιγά τον Γέροντα από κει που τον περίμενε. Δεν ησύχασε ακόμη και όταν η ζεστή φωνή του θείου Αλέκου τον διαβεβαίωσε ότι το αυτί του το ξανακόλλησαν και σχολίασε: «Σιγά μην τον άφηναν χωρίς αυτί να ξεπαγιάζει μες στο κρύο». Ο Αλέξης δεν είπε τίποτε, γιατί τον αγαπούσε τον θείο Αλέκο και δεν ήθελε να τον στενοχωρήσει, αλλά μέσα του τον έτρωγε το σαράκι της αμφιβολίας.
Η συνέχεια είναι γνωστή: «Ο μικρός Αλέξης μεγάλωσε, ωρίμασε, έγινε πολιτικός αρχηγός και τέλος έγινε και πρωθυπουργός με υπουργό τον θείο Αλέκο. Και κάποια μέρα αισθάνθηκε πια έτοιμος να κάνει το μεγάλο άλμα της ζωής του. Να πάει στη Μόσχα να βεβαιωθεί ότι ο ξαπλωμένος Γέρος τον περίμενε μέσα στο κρύο και ότι το αυτί του ήταν στη θέση του».
Τα εθνικά ροδάκινα, οι αγωγοί και τα ομόδοξα ρούβλια ήταν το πρόσχημα. Η ουσία ήταν το σαράκι του μικρού Αλέξη. Και μια σκέψη συμπάθειας για τον θείο Αλέκο, που τον ξέχασε στην Αθήνα. Εκτός κι αν ο πονηρός θείος σκέφτηκε καλού-κακού να μείνει σπίτι του, γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται με το αυτί του Λένιν.