Το δίλημμα της Τουρκίας στην Υεμένη
Γιατί η Άγκυρα συμμετέχει στην εκστρατεία της Σαουδικής Αραβίας εναντίον των Χούδι
Aaron Stein
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Τον περασμένο μήνα, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ταξίδεψε στο Ριάντ για να συναντηθεί με τον βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας, Σαλμάν. Η συνάντηση, η οποία πραγματοποιήθηκε κεκλεισμένων των θυρών, φάνηκε να έσπειρε τους σπόρους για μια σημαντική εξέλιξη:
Τρεις εβδομάδες αργότερα, η Τουρκία εξέφρασε την υποστήριξή της [1] για την υπό σαουδική ηγεσία εκστρατεία στην Υεμένη. Με τον τρόπο αυτό, ενέκρινε επίσημα την αεροπορική εκστρατεία του Ριάντ εναντίον των Χούδι, τους οπαδούς του κλάδου των Ζαΐντι του σιιτικού Ισλάμ που σάρωσαν τα βορειοδυτικά της χώρας αυτής με την υποστήριξη ορισμένων υεμενίτικων στρατιωτικών φατριών.
Η είδηση τροφοδότησε εικασίες ότι η Άγκυρα ήταν έτοιμη να εισέλθει πιο ανοιχτά στην σεκταριστική διαμάχη στην περιοχή. Ορισμένοι παρατηρητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία ήταν πλέον μέρος του άξονα υπό την ηγεσία των σουνιτών της Σαουδικής Αραβίας και ήταν έτοιμη να αμφισβητήσει δημοσίως το Ιράν, το οποίο έχει δώσει κάποια στήριξη στους Χούδι. Μπορεί να υπάρχει κάποια βάση σε αυτούς τους ισχυρισμούς: Ο Ερντογάν έχει έκτοτε συνδέσει ρητά [2] την ανάδυση των Χούδι με την Ιρανική ενθάρρυνση και κάλεσε «το Ιράν και τις τρομοκρατικές ομάδες» να αποχωρήσουν από την Υεμένη. Παρ’όλα αυτά, τα συμπεράσματα αυτού του είδους είναι πολύ απλοϊκά, αποτυγχάνοντας να συλλάβουν είτε τα ρήγματα που εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν την σχέση της Σαουδικής Αραβίας με την Τουρκία είτε τον ρεαλισμό που βρίσκεται στον πυρήνα της.
Είναι αλήθεια ότι η απόφαση της Τουρκίας να ενταχθεί στον συνασπισμό υπό την ηγεσία των Σαουδαράβων εναντίον των Χούδι προέρχεται από το πρωταρχικό ενδιαφέρον της να ενισχύσει τους δεσμούς με την νέα ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας. Με το να θέσει τον στόχο αυτό, ο Ερντογάν επιδιώκει να επιδιορθώσει τις σχέσεις των δύο χωρών. Παρά το γεγονός ότι η Άγκυρα έχει παραδοσιακά ακολουθήσει μια διακριτή πολιτική προς Ριάντ -πιο πρόσφατα κατά την διάρκεια της ανάπτυξης των στρατευμάτων του βασιλείου στο Μπαχρέιν- οι δύο πλευρές έχουν βρεθεί τον τελευταίο καιρό πιο συχνά αντίθετες από ό, τι σε συμφωνία. Ανάμεσα στα κύρια σημεία διαφωνίας τους ήταν η άνοδος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο (την οποία η Τουρκία υποστήριξε και η Σαουδική Αραβία όχι) και, γενικότερα, το μέλλον του πολιτικού Ισλάμ στον αραβικό κόσμο.
Μετά την έναρξη των αραβικών εξεγέρσεων, η Τουρκία τοποθετήθηκε ως υπέρμαχος της δημοκρατικής αλλαγής. Το 2012, ο Αχμέτ Νταβούτογλου, τότε υπουργός Εξωτερικών και νυν πρωθυπουργός, ανακοίνωσε [3] ότι η μετά την Αραβική Άνοιξη πολιτική της Τουρκίας προς την Μέση Ανατολή θα είναι «αξιακά βασισμένη» με μια «έμφαση στην δημοκρατία και την λαϊκή νομιμοποίηση». Επέκρινε τα «αρχαϊκά καθεστώτα» της περιοχής για την παραμονή τους στην λάθος πλευρά της ιστορίας και την υποστήριξή τους στην καταπίεση. Τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους, ο Νταβούτογλου επέκρινε το Ριάντ ακόμη πιο ξεκάθαρα, υποστηρίζοντας [4] ότι η Σαουδική Αραβία συνωμότησε με την Δύση για να αποτρέψει την δημοκρατία και να κρατήσει την περιοχή κάτω από το ζυγό των δυναστών.
Η διαφωνία επικεντρώθηκε κυρίως στην Αίγυπτο, αλλά οι δύο πλευρές έχουν επίσης ευρέως αποκλίνει σχετικά με την Συρία. Και οι δύο υποστηρίζουν την εξέγερση εκεί, που είναι η καταπολέμηση του καθεστώτος του Άσαντ το οποίο υποστηρίζεται από την Τεχεράνη. Αλλά η αποτυχία τους να συμφωνήσουν μεταξύ τους βοήθησε να κατακερματίσουν την αντιπολίτευση, με αποτέλεσμα η καθεμιά να αγκαλιάσει ομάδες που ξέφευγαν από την κύρια τάση. Στην βόρεια Συρία, η Σαουδική Αραβία ευνόησε εθνικιστικές οργανώσεις: Το Συριακό Επαναστατικό Μέτωπο (Syrian Revolutionaries Front, SRF) και την Harakat Hazm. Και η Τουρκία έκλινε προς ισλαμικές ομάδες όπως η Jabhat al-Nusra (η συριακή θυγατρική της αλ Κάιντα) και η Ahrar al-Sham (μια ομάδα σαλαφιστών ανταρτών με στενούς δεσμούς με αυτήν).
Η Άγκυρα έχει υποστηρίξει ότι στόχος της δεν είναι να τροφοδοτήσει τον εξτρεμισμό˙ αντί γι’αυτό, ήλπιζε να κατευθύνει τελικά τους αντάρτες που υποστήριξε, παρακινώντας τους να κηρύξουν πόλεμο όχι μόνο στο καθεστώς Άσαντ αλλά και στο Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και αλ-Σαμ (ISIS). Η Τουρκία μέχρι που υποστήριξε το Κατάρ στις προσπάθειές του να πιέσει την al-Nusra να αποκηρύξει τους δεσμούς της με την κεντρική αλ Κάιντα.
Ωστόσο, όταν πρόκειται για το συριακό μέτωπο, τα δύο κράτη έχουν συγκλίνει -μια αλλαγή που προηγήθηκε της πρόσφατης προσέγγισής τους σχετικά με την Υεμένη. Στην πραγματικότητα, από πολλές απόψεις, η επιχείρηση Υεμένη είναι εφαπτόμενη σε αυτό το αναδυόμενο πεδίο συνεργασίας, καθώς και οι δύο αλλαγές πολιτικής είναι καλύτερα κατανοητές σε συνδυασμό.
Σε γενικές γραμμές, ήταν η Σαουδική Αραβία που ενέκρινε σταδιακά την τουρκική στρατηγική στην Συρία και άρχισε να συνεργάζεται πιο στενά με τις προσπάθειες της Άγκυρας να ενώσει την ισλαμιστική εξέγερση στον βορρά. Τρεις ταυτόχρονες εξελίξεις ήταν στο παιχνίδι. Πρώτον, η αντίθεση του Ριάντ προς την Μουσουλμανική Αδελφότητα είχε μαλακώσει μετά τον θάνατο του βασιλιά Αμπντουλάχ μπιν Αμπντούλ Αζίζ και την διαδοχή του από τον Σαλμάν, ο οποίος παραμένει βαθιά δύσπιστος προς την οργάνωση αλλά φαίνεται να πιστεύει ότι η διαφωνία για τον ρόλο της παρεμπόδιζε την σαουδαραβική εξωτερική πολιτική. Δεύτερον, αμφότεροι οι πληρεξούσιοι της Σαουδικής Αραβίας στην βόρεια Συρία (η SRF και η Harakat Hazm) έχουν υποστεί πρόσφατα ήττες από την al -Nusra, στερώντας το Ριάντ από συμμάχους σε μια σύγκρουση την οποία προσπαθεί απεγνωσμένα να κερδίσει. Και τρίτον, η Σαουδική Αραβία γίνεται όλο και πιο ανήσυχη ότι το Ιράν πήρε την πρωτοβουλία σε σημαντικά περιφερειακά πεδία μάχης -μια εξέλιξη που, όταν συνδυάζεται με τα γεγονότα στην Υεμένη και το Ιράκ, αυξάνει τους φόβους του Ριάντ ότι θα περικυκλωθεί από αντιπάλους σιίτες.
Επομένως, είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι κατά την διάρκεια της συνάντησής τους, ο Ερντογάν και ο Salman προσπάθησαν να επανεξισορροπήσουν την στάση των δύο χωρών στην Συρία -και ότι η συμφωνία τους για την Υεμένη ήρθε ως παράπλευρο όφελος. Για την Τουρκία, η υιοθέτηση της σαουδικής θέση για τους Χούδι κοστίζει λίγο, και βοηθά περαιτέρω στον πρωταρχικό στόχο της πολιτικής της: Τον πόλεμό της κατά της κυβέρνησης Άσαντ.
Ο ΠΑΡΑΓΩΝ ΙΡΑΝ
Αυτός ο γάμος συμφέροντος μεταξύ της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας, ωστόσο, επισκιάζει βασικές διαφορές πολιτικής. Το πιο σημαντικό, η Άγκυρα βλέπει το Ιράν με πολύ διαφορετικούς όρους από ό, τι το Ριάντ. Η θέση της προς την Τεχεράνη έχει τις ρίζες της στον βαθύ ρεαλισμό που ξεπερνά την ιδεολογική σύγκρουση, πράγμα που καθιστά απίθανο ότι η Τουρκία θα θυσιάσει ποτέ την σχέση της με το Ιράν για να ωφελήσει τις σαουδαραβικές φιλοδοξίες στην περιοχή.
Κατ’ αρχήν, η Τουρκία αναγνωρίζει τον ισχυρό ρόλο του Ιράν στην Μέση Ανατολή και δεν επιδιώκει να τον αμφισβητήσει. Στο σημαντικό βιβλίο του, Strategic Depth, ο Νταβούτογλου χαρακτήρισε το Ιράν και την Τουρκία ως δύο από τις τρεις πλευρές ενός περιφερειακού τριγώνου (η τρίτη είναι η Αίγυπτος). Αυτά τα τρία κράτη, υποστήριξε, ενθυλακώνουν πιο αδύναμες αραβικές χώρες που δημιουργήθηκαν τεχνητά, και ασκούν επιρροή σε διάφορους τομείς της Μέσης Ανατολής: Η Τουρκία στην λεκάνη της Ανατολίας, την Συρία και το βόρειο Ιράκ˙ το Ιράν στην λεκάνη της Μεσοποταμίας και το νότιο Ιράκ˙ και η Αίγυπτος στο Λεβάντε (ανατολική Μεσόγειος) και την Βόρεια Αφρική.
Αυτή η γεωπολιτική θεώρηση σημαίνει ότι η Τουρκία αναγνωρίζει ορισμένα φυσικά όρια για την επιρροή της σε επίμαχες περιοχές, ακόμα και αν θεωρεί τον εαυτό της ως ανταγωνιστή προς το Ιράν για την περιφερειακή επιρροή. Όντως, τα δύο κράτη μοιράζονται πραγματικά ένα κρίσιμο ενδιαφέρον: Το να προλάβουν την κουρδική ανεξαρτησία. Παρά το γεγονός ότι και οι δύο υποστηρίζουν διαφορετικές κουρδικές παρατάξεις, χρειάζονται ο ένας τον άλλο για να κρατήσουν τους πληρεξουσίους τους υπό έλεγχο – αλλιώς θα κινδυνέψουν να αντιμετωπίσουν την πολύ μεγαλύτερη απειλή της κουρδικής απόσχισης. Ιστορικά, αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και σε περιόδους έντασης, καμία πλευρά δεν θα μπορούσε να κλιμακώσει τις εχθροπραξίες πέρα από ένα ορισμένο όριο.
Επιπλέον, η Τουρκία δεν συμμερίζεται τις ανησυχίες της Σαουδικής Αραβίας σχετικά με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Η Άγκυρα έχει επανειλημμένως ταχθεί υπέρ του ιρανικού «δικαιώματος να εμπλουτίσει», εφ 'όσον η Τεχεράνη εμμείνει στις δεσμεύσεις της περί μη διάδοσης [των πυρηνικών όπλων]. Μεγάλο μέρος [των χωρών] του Κόλπου, αντίθετα, έχει ασκήσει πιέσεις για μια πιο σκληροπυρηνική προσέγγιση. Σε αντίθεση με την Τουρκία, η Σαουδική Αραβία πιστεύει ότι η λανθάνουσα πυρηνική ικανότητα του Ιράν θα προσδώσει στην χώρα μεγαλύτερες καταναγκαστικές δυνάμεις ώστε να υποδαυλίσει την σεκταριστική διαμάχη.
Η Άγκυρα και το Ριάντ επίσης αποκλίνουν όταν πρόκειται για την ενεργειακή τους πολιτική. Σε αυτόν τον τομέα, η Τουρκία και το Ιράν είναι βαθιά αλληλοεξαρτώμενες. Η Τουρκία λαμβάνει σήμερα [5] περισσότερο από το 90% των ιρανικών εξαγωγών φυσικού αερίου, οι οποίες αποτελούν το 20% της ετήσιας κατανάλωσής του. Αυτό εξηγεί γιατί η Άγκυρα αντιστάθηκε στις διεθνείς κυρώσεις κατά του Ιράν και τελικά στράφηκε σε ένα συγκαλυμμένο σχήμα «πετρέλαιο-για-χρυσό» προκειμένου να πληρώσει τις ιρανικές προμήθειες ενέργειας. Μια καλή πυρηνική συμφωνία με το Ιράν -και, κατά συνέπεια, η ελάφρυνση των κυρώσεων για την χώρα- είναι, επομένως, προς το συμφέρον της Τουρκίας.
Τέλος, υπάρχουν ορισμένες βασικές διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας. Η πρώτη στηρίζεται στις εξαγωγές της για την οικονομική της ανάπτυξη, ενώ η δεύτερη είναι ένα κράτος βασισμένο στους φυσικούς του πόρους. Πράγματι, η Άγκυρα έχει επανειλημμένα προσπαθήσει να εμβαθύνει τις ευρύτερες οικονομικές σχέσεις της με την Ισλαμική Δημοκρατία, αλλά οι προσπάθειές της έχουν παρεμποδιστεί από την κλειστή οικονομία του Ιράν. Η Σαουδική Αραβία, αντιθέτως, δεν έχει τέτοιες ανησυχίες και θα επιθυμούσε την συνέχιση της οικονομικής απομόνωσης του Ιράν.
Τα περιφερειακά συμφέροντα της Τουρκίας, λοιπόν, απαιτούν από αυτήν να προχωρήσει σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Στα τελευταία τέσσερα χρόνια, η Άγκυρα είχε την δυνατότητα να κατηγοριοποιήσει τις σχέσεις της με την Τεχεράνη˙ οι δύο πλευρές συνέχισαν να συνεργάζονται, ενώ οι δυνάμεις που υποστηρίζουν συγκρούονταν στην Συρία. Η νέα τακτική της Τουρκίας σε σχέση με την Σαουδική Αραβία είναι παρόμοια: Και οι δύο πλευρές θα συνεχίσουν να διαφωνούν σχετικά με το πολιτικό Ισλάμ, ακόμη και όταν οι πολιτικές τους για την Συρία - και τώρα την Υεμένη- συγκλίνουν. Αντί να σηματοδοτήσει μια σημαντική αλλαγή στις τουρκικές προτεραιότητες, η προσέγγιση αυτή είναι απλώς η συνέχιση της τακτικής στην οποία η Τουρκία βασιζόταν επί χρόνια σε μια περιοχή που βρίσκεται σε πόλεμο.
* Ο AARON STEIN είναι διδακτορικός υπότροφος στο Geneva Center for Security Policy και συνεργαζόμενο μέλος στο Royal United Services Institute στο Λονδίνο.
Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/143651/aaron-stein/turkeys-yemen-...
Σύνδεσμοι:
[1] http://www.dw.de/turkey-egypt-join-military-operation-against-houthis-in...
[2] http://www.usnews.com/news/articles/2015/04/01/turkeys-misguided-yemen-move
[3] http://sam.gov.tr/wp-content/uploads/2012/04/vision_paper_TFP2.pdf
[4] https://www.opendemocracy.net/ahmet-davutoğlu-richard-falk/turkish-pm-in-conversation-part-4-arab-spring-and-turkey’s-future
[5] http://www.eia.gov/analysis/requests/ngexports_iran/pdf/full.pdf