Ελληνικό καλοκαίρι
Τάκης Θεοδωρόπουλος
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Κυρία, η οποία τελούσε προφανώς σε κατάσταση νευρικού κλονισμού, διέρρηξε με άρθρο της στην ιστοσελίδα Protagon τη «φτήνεια» που έχει κατακλύσει τη Μύκονο και τρώει σουβλάκια χωρίς τζατζίκι περιφρονώντας εμφανώς τα σούσι τσιπούρας. Αναφέρει, μάλιστα, επαγγελματικές τάξεις οι οποίες χωρίς να τους ζητηθεί πάνε και κάνουν διακοπές στην κοιτίδα του κοσμοπολίτικου πατριωτισμού. Μιλούσε, υποθέτω, στο όνομα της Μαρίας Αντουανέτας, η οποία, από τον άλλο κόσμο όπου και βρίσκεται, έχει διδάξει στο νησί των ανέμων τα ήθη και τα έθιμα των Βερσαλλιών. Δεδομένου δε ότι ανέφερε πως τα τέκνα αυτών των ακατονόμαστων επαγγελματικών τάξεων μουτζουρώνουν με τα χέρια τους τις κουρτίνες των καταστημάτων θέλω απλώς να της επισημάνω πως οι κουρτίνες στις Βερσαλλίες εχρησιμοποιούντο για πολύ χειρότερες βρωμιές αφού, ελλείψει λουτρών και ουρητηρίων, οι ευγενείς ένοικοι του αχανούς ανακτόρου έκαμαν τις ανάγκες τους που λένε πίσω από τα κεντητά παραπετάσματα. Επειδή δε αναφέρει πως, ω της φρίκης, ανάμεσα στους λαθρεπιβάτες της νήσου συγκαταλέγονται και κομμώτριες, ας ξέρει πως η δική μου κομμώτρια δεν πηγαίνει στη Μύκονο και δεν λέει τέτοιες ανοησίες. Τέλος πάντων, το κείμενο είχε πλάκα και ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί, μετά την εξέγερση των δημοκρατικών ηθών που παρατηρήθηκε στο Διαδίκτυο κατά της κυρίας με τον λουδοβίκειο ιδεασμό, το κατέβασαν. Ηταν μια ολοκληρωμένη έκθεση ιδεών αυτής της υποδιαίρεσης του ελληνισμού που επειδή έτυχε να δουλέψει ως πωλήτρια ή πωλητής στου Gucci νομίζει πως βρήκε επιτέλους τη θέση που ο κόσμος του χρωστούσε στο τζετ σετ. Συνήθως η στάση αυτή παρατηρείται σε αποφοίτους δραματικών σχολών οι οποίοι, ελλείψει δράματος και ταλέντου, απασχολούνται ως σερβιτόροι σε μπαρ, ενώ οι ίδιοι θεωρούν πως έπρεπε να πρωταγωνιστούν στο Μπρόντγουεϊ διότι τους το είπε η γιαγιά τους. Ό,τι καλύτερο έχει να δείξει αυτός ο τόπος, καλύτερο ακόμη κι απ’ τη Μύκονο.
Τις ίδιες περίπου ημέρες στα Νέα Στύρα της Εύβοιας ένας ταβερνιάρης, μπροστά στα μάτια των πελατών του, κατακρεούργησε ένα κουταβάκι σπάζοντάς του το κεφάλι με μια καρέκλα. Το ειδεχθές έγκλημα ξεσήκωσε την οργή στο Διαδίκτυο, χωρίς κανείς να υπολογίσει πως ο κύριος αυτός δεν έκανε τίποτε άλλο από το να εφαρμόσει τα ήθη και τα έθιμα των κατσαπλιάδων, δεύτερη υποδιαίρεση του ελληνισμού, των ανθρώπων δηλαδή που εξεγείρονται όταν δουν ένα σκυλάκι με το αφεντικό του στην ακρογιαλιά, θεωρούν όμως τελείως φυσιολογικό να παρκάρει ο άλλος με το 4Χ4 μες στη μύτη τους, να καβαλήσει ο «Μεγάλος» με το μηχανάκι το πεζοδρόμιο και να ουρλιάζουν τα παιδιά, διότι παιδιά είναι, θέλουν να παίξουν, κι αν δεν ουρλιάξουν δεν το ευχαριστιούνται. Ως γνωστόν το ελληνικό καλοκαίρι είναι σαν χωριάτικη «χωρίς κρεμμύδι» αν δεν έχει θόρυβο. Κι αν σου λείπουν τα παιδιά και τα μηχανάκια, υπάρχουν και τα ηχεία. Ολα αυτά είναι θεμιτά, ενώ το «σκλι» βρωμάει, σε αντίθεση με τους ανθρώπους οι οποίοι δεν βρωμάνε, απλώς μυρίζουν. Ειδικά στις παραλίες όπου νομίζουν πως τα πάνε εκεί για να τα πλύνουν, μάλλον κρίνοντας εξ ιδίων.
Δύο πλευρές του ελληνικού καλοκαιριού, δύο υποδιαιρέσεις του ελληνισμού οι οποίες μοιάζουν εκ πρώτης όψεως να μην έχουν σχέση μεταξύ τους, όμως αποδεικνύουν πόσο στενός είναι αυτός ο τόπος. Στη μεν πρώτη περίπτωση η ευγενής κυρία, με την ευαίσθητη κοινωνικά μύτη, είναι προφανές ότι υποφέρει από την πολυκοσμία. Στη δεύτερη ο άξεστος αυτός άνθρωπος θεώρησε τόσο φυσιολογικό να σκοτώσει το σκυλάκι ώστε να μην κάνει καν τον κόπο να το πράξει εν κρυπτώ. Πόση απόσταση χωρίζει τον φόνο του ανυπεράσπιστου πλάσματος από την ανθρωποκτονία; Οχι πολύ μεγάλη. Αρκεί να διαβάσει κανείς τις βρισιές που απευθύνουν στους φιλόζωους οι υποστηρικτές του. Ούτε αυτός φαίνεται να αντέχει την πολυκοσμία και ξέσπασε τα νεύρα του στο ταλαίπωρο κουτάβι.