Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Άρθρο της Le Monde diplomatique για το μεθυσμένο καράβι της χρηματοπιστωτικής οικονομίας


Το μεθυσμένο καράβι της χρηματοπιστωτικής οικονομίας
par Bernard Cassen, [Καϊμάκη Βάλια (μτφ)]
(Πηγή : http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article568
Όποιος μιλάει για τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό σκέφτεται συνήθως μερικούς δισεκατομμυριούχους που κυριαρχούν στον πλανήτη.
Αυτοί, ωστόσο, δεν θα μπορούσαν μόνοι τους να κρατούν τους μοχλούς της εξουσίας. Η παγκοσμιοποίηση συνοδεύεται με τη γένεση μιας νέας μισθωτής μπουρζουαζίας της οποίας οι φιλοδοξίες απειλούν τις εθνικές μεσαίες τάξεις. Αλλά αυτή η νέα τάξη θα μπορέσει, άραγε, να εξασφαλίσει την επιβίωση του συστήματος, χωρίς να τρέφεται από την πολιτική κουλτούρα και τον πολιτισμό της παραδοσιακής μπουρζουαζίας ; Τα γεγονότα, μάλλον, και όχι η βούλησή τους είναι εκείνα που αναγκάζουν τους κυβερνώντες να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Μέχρι τώρα τις άφηναν στις « αγορές », που υποτίθεται ότι έχουν μια απάντηση για όλα. Όμως, οι επενδυτές, που υπέστησαν μια σοβαρή αποτυχία με τον ενταφιασμό της Πολυμερούς Συμφωνίας για τις Επενδύσεις (ΠΣΕ), είναι ανίκανοι να φροντίσουν τον εαυτό τους. Αφού εφάρμοσαν την τακτική της καμένης γης στην Ασία και τη Ρωσία, θέτοντας σε κίνδυνο το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, στρέφονται προς τα κράτη, καταπίνοντας κάθε ντροπή, για να ξεπεράσουν αυτή την υπόθεση. Είναι η ευκαιρία για να ξαναμπούν η οικονομία και τα χρηματοοικονομικά στη σωστή θέση τους : πρέπει να είναι οι υπηρέτες ενός σχεδίου και όχι οι κυρίαρχοι του πεπρωμένου του πλανήτη.
Πριν από λίγο καιρό, ο ευρωπαίος επίτροπος Ιβ-Τιμπό ντε Σιλγκί, δήλωνε ψυχρά σε κάποια πολιτική προσωπικότητα της Γαλλίας, που είχε ακόμα αυταπάτες για την εξουσία που ασκούσε, ότι « κυβερνούν οι αγορές ». Δεν το έβλεπε και τόσο άσχημα. Αντίθετα, εκείνο που ήταν πολύ άσχημο ήταν η κατάσταση στην οποία επρόκειτο να οδηγήσει αυτή η εγκατάλειψη, από τους κυβερνώντες, των ευθυνών τους ως θεματοφυλάκων του κοινού συμφέροντος.
Με το 40% του πλανήτη σε κατάσταση ύφεσης, με δεκάδες εκατομμύρια επιπλέον άτομα χωρίς εργασία και πόρους στην ανατολική Ασία, τη Ρωσία, τη Λατινική Αμερική και με σοβαρές απειλές να επικρέμονται στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, αντιλαμβάνεται κανείς τη μεγάλη αγωνία που κατέλαβε ξαφνικά τους ιδεολόγους και τους εκπροσώπους της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων [1]. Όχι μόνο μειώθηκε η αλαζονεία τους, αλλά σε πολλούς η αλαζονεία δίνει όλο και περισσότερο τη θέση της στον πανικό. Δεν είχαν παρά μόνο έναν άγιο στον οποίο ήταν αφοσιωμένοι -την « αυτόματη διεύθυνση » όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων από την αγορά- και να που τώρα ο άγιος αυτός φαίνεται να έχει χάσει τα λογικά του. Και όταν οι ιθύνοντες θέλησαν να χρησιμοποιήσουν όση από την ικανότητα παρέμβασης τούς έχει απομείνει, μάταια προσπάθησαν να ενεργοποιήσουν τους μοχλούς, αφού οι μηχανισμοί δεν παράγουν πλέον τα συνήθη αποτελέσματα. Λες και έχουν προσβληθεί από ιό. Ο Αλαν Γκρίνσπαν, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών και άρα ο καλύτερα πληροφορημένος και ο ισχυρότερος διοικητής κεντρικής τράπεζας του κόσμου [2] εξομολογήθηκε πρόσφατα τη βαθιά απογοήτευσή του : « Δεν έχω ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο».
Πού οδηγούμαστε, πράγματι, εάν οι ίδιες αιτίες δεν παράγουν πλέον τα ίδια αποτελέσματα ; Μια πρώτη μείωση κατά 0,25% των αμερικανικών επιτοκίων, στις 29 Σεπτεμβρίου για παράδειγμα, δημιουργεί ανησυχία στις αγορές, που φοβούνται μήπως μάθουν για την πτώχευση ενός ακόμα κερδοσκοπικού κεφαλαίου και προκαλεί απότομη πτώση του δολαρίου σε σχέση με το ιαπωνικό νόμισμα (από 136 στα 111 γεν -313 σε 256 δρχ.- σε μια συγκεκριμένη στιγμή), γεγονός το οποίο δεν δικαιολογείται με βάση τις « θεμελιώδεις » παραδοχές. Αντίθετα, μια δεύτερη μείωση κατά 0,25%, στις 15 Οκτωβρίου, κάνει τη Γουόλ Στριτ να απογειωθεί και δεν προκαλεί παρά μικρή υποχώρηση του πράσινου χαρτονομίσματος σε σχέση με το γεν. Και, το αποκορύφωμα, οι εξαγγελίες μαζικών απολύσεων όχι μόνο δεν ενισχύουν πια τις τιμές των μετοχών των εταιρειών, αλλά τις κάνουν να πέφτουν ! Προς γενική κατάπληξη, στις αρχές Οκτωβρίου, η μετοχή Cork & Sealέχασε 7% την ημέρα που ανακοινώθηκε το σχέδιο μείωσης του προσωπικού της και η μετοχή της Gillette 5,9% όταν έγινε γνωστή η απόφαση της εταιρείας να καταργήσει 4.700 θέσεις εργασίας. Μην ποντάρετε άλλο...
Λογικά, λοιπόν, οι αγορές αντικαθιστούν τώρα τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων στην επιτυχημένη στήλη « Αυτοί οι άρρωστοι που μας κυβερνούν ». Γνωρίζαμε, διαβάζοντας τους τίτλους και τους υπότιτλους στον τύπο, ότι αυτές οι αγορές -ο ντε Σιλγκί είχε πολύ δίκιο- ήταν οι βασικοί πρωταγωνιστές της δημόσιας ζωής : « σκέφτονταν » αυτό ή το άλλο, « καταδίκαζαν » ή « ενέκριναν », είχαν τα μάτια « στραμμένα » σ’ αυτή ή εκείνη την κυβέρνηση. Οι πολιτικοί υποκλίνονταν μπροστά τους και όταν μια μέρα η Εντίτ Κρεσόν, τότε πρωθυπουργός της Γαλλίας, δήλωσε ότι « δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για το χρηματιστήριο », προκάλεσε ιερή αγανάκτηση σε όλους όσοι θεωρούνταν στη Γαλλία και την Ευρώπη σοβαροί σχολιαστές.
Μοναδικό καταφύγιο, η προσευχή
Εδώ και μερικούς μήνες, οι αγορές έπαψαν να βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των μέσων ενημέρωσης, δημιουργώντας την αίσθηση ότι μετανάστευσαν από τις σελίδες « Οικονομία » στις σελίδες « Ιατρική/υγεία » : οι αγορές φαίνεται να έχουν μεγάλη ανάγκη από ηρεμιστικά και μάλιστα από ψυχιατρικές φροντίδες. Μπορεί κανείς να κρίνει από μερικές πρόσφατες διατυπώσεις : οι αγορές « τρελάθηκαν » μπροστά στις αποκαλύψεις της Λιουίνσκι για τον Κλίντον (πρωτοσέλιδο της Monde, 12 Σεπτεμβρίου), πρόκειται για μια κατάσταση « ο σώζων εαυτόν σωθείτω » (Financial Times, 6 Οκτωβρίου), οι αγορές δείχνουν μια « άκρα νευρικότητα » (Monde, 7 Οκτωβρίου), όπως η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, οι αγορές « πέρασαν από την άλλη πλευρά του καθρέφτη » (Financial Times, 11 Οκτωβρίου), οι αγορές είναι εντελώς « ακυβέρνητες », σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στην οικονομική διάσκεψη κορυφής της ανατολικής Ασίας (International Herald Tribune, 14 Οκτωβρίου), ακόμα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) βρίσκεται « στα πρόθυρα νευρικής κρίσης » (Le Nouvel Economiste, 2 Οκτωβρίου). Να, λοιπόν, σε ποιον εδώ και δεκαετίες, είχε ανατεθεί η διαχείριση του πλανήτη...
Αφού οι αρετές αυτορρύθμισης των χρηματοοικονομικών και εμπορικών ροών είχαν αναχθεί σε δόγμα, το οποίο συνεχίζει να διδάσκεται στην πλειοψηφία των οικονομικών σχολών των πανεπιστημίων, δεν χρειαζόταν καμιά σκέψη πάνω στο θέμα. Ένας αρθρογράφος της International Herald Tribune, καταγγέλλει, ως μείζονα παράγοντα της παρούσας κρίσης το « ιδεολογικό κενό » : « Οι κυβερνήσεις και το ΔΝΤ στηρίζονται κατά πολύ στις απόψεις των οικονομολόγων, αλλά αυτοί δεν έχουν παρά μια αόριστη εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο οι τεράστιες νομισματικές κινήσεις επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία [3] ». Ας παραθέσουμε την άποψη του Πολ Κρούγκμαν, του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), τον οποίο σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να κατατάξει κανείς στην κατηγορία των αδαών στον τομέα [4] και ο οποίος διαθέτει, πάντως, έντονη αίσθηση χιούμορ : « Ας υποθέσουμε ότι αγοράζετε ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία διεθνούς οικονομίας. Τι θα σας έλεγε για τον τρόπο αντιμετώπισης της απώλειας εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών ; Ε, λοιπόν, δεν θα σας έλεγε και σπουδαία πράγματα. Πιστέψτε με, είμαι και εγώ συγγραφέας ενός τέτοιου βιβλίου [5] ». Έτσι εξηγείται χωρίς αμφιβολία, μέσα σε αυτό το αποπροσανατολισμένο και χωρίς βεβαιότητες σύμπαν, η περίεργη ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε στην Ουάσιγκτον, στις αρχές Οκτωβρίου, στις συνεδριάσεις του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, την οποία ένας παρατηρητής περιέγραψε στον Ουίλιαμ Πφαφ της εφημερίδας International Herald Tribune, με τον ακόλουθο τρόπο : « Είχε κανείς την εντύπωση ότι παρακολουθεί τη νεκρώσιμη ολονυχτία της παγκοσμιοποίησης. Αυτοί που πενθούσαν δεν κατάφερναν να αποδεχθούν αυτό που ήταν προφανές, δηλαδή ότι ο θάνατος πέρασε από εκεί. Δεν είχαν καμιά διαύγεια, γιατί είχαν καθηλωθεί σε μια στάση άρνησης. Η κατάρρευση της παγκοσμιοποίησης τούς προκάλεσε μια διανοητική κρίση, που έμοιαζε με θρησκευτική κρίση [6] ».
Σε μια τέτοια περίπτωση, όλοι οι θρησκευόμενοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει παρά μόνο ένα καταφύγιο : η προσευχή. Έτσι, μια « μεγάλη υπογραφή » του εβδομαδιαίου γαλλικού τύπου, χλευάζοντας τη δημιουργία της ένωσης Attac, νόμιζε ότι κάνει χιούμορ συγκρίνοντας τα 1.500 δισεκατομμύρια δολάρια (450 τρισ. δρχ.) της καθημερινής κερδοσκοπίας στις χρηματιστηριακές αγορές με τις εθνικές οδούς τον Ιούλιο και τον Αύγουστο : « Είναι γεμάτες με αδειούχους, που δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να περιφέρονται και μόνο λίγοι από αυτούς που κυκλοφορούν υπακούουν σε μια οικονομική σκοπιμότητα. Πρέπει λοιπόν γι’ αυτό το λόγο να τις κλείσουμε ή να τις διαθέτουμε μόνο για τα φορτηγά ή τους εμπορικούς αντιπροσώπους [7] » ; Τέσσερις μήνες αργότερα, ο ίδιος καλοκαιρινός περιηγητής αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τους αυτοκινητόδρομους του κεφαλαίου για να αρχίσει την κοπιαστική του ανάβαση στο Γολγοθά : « Εάν η επιδημία συνεχίσει να εξαπλώνεται διαρκώς στον υπόλοιπο κόσμο -στην πραγματικότητα έχουμε φτάσει σχεδόν σ’ αυτό το σημείο, τότε μπορεί κανείς να μιλήσει για συστημική κρίση -για κρίση του συστήματος. Και τότε δεν μας μένει τίποτα άλλο παρά να προσευχηθούμε [8] ».
Ας ησυχάσει. Ο κόσμος της χρηματοοικονομίας δεν αποτελείται αποκλειστικά από μικρούς αγίους, δόκιμους μοναχούς και από ανθρώπους που επιθυμούν να ενταχθούν σε ένα μοναχικό τάγμα στοχασμού. Όταν ο θόρυβος και η φρενίτιδα των αγορών οδηγούν σε παταγώδη αποτυχία τους υπολογισμούς [9] των κερδοσκόπων οι οποίοι λειτουργούσαν μέχρι τώρα, προς μεγάλη ικανοποίηση των χρηματιστών, τότε φτάνει γι’ αυτούς η στιγμή που θα στραφούν προς ένα μικρό παράδεισο που βρίσκεται δίπλα τους. Έναν παράδεισο, που συνήθως τον αντιλαμβάνονται ως κόλαση, αλλά προς τον οποίο καταδέχονται να κάνουν έκκληση σε έσχατη ανάγκη : στο κράτος και, ενδεχομένως, στα χρήματα των φορολογουμένων. Είναι αυτό που ονομάζεται στη γλώσσα τους -και που λέει τελικά πολύ περισσότερα από όσα νομίζουν- η « φυγή προς την ποιότητα ». Και αυτή η ποιότητα δεν είναι μόνο οικονομική (ένα κράτος δεν κηρύσσει κανονικά πτώχευση), αλλά επίσης μετριέται και με όρους πολιτικών εγγυήσεων.
Έτσι, αντίθετα προς κάθε προφανή φιλελεύθερη λογική, οι αγορές χαιρέτισαν μία μαζική κυβερνητική παρέμβαση στον τραπεζικό τομέα, που παίρνει καμιά φορά την μορφή των εθνικοποιήσεων. Αυτό συνέβη στα μέσα Οκτωβρίου, στο Τόκιο, όπου ο δείκτης Νικέι κέρδισε 5,2% μετά την ανακοίνωση του σχεδίου διάσωσης των ιαπωνικών τραπεζών το οποίο αποφάσισε η κυβέρνηση του Κέιζο Ομπούσι, και που θα κοστίσει 2.500 δισεκατομμύρια γαλλικά φράγκα (11% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος !) στη δημόσια οικονομία, δηλαδή στον ιάπωνα φορολογούμενο.
Αντίθετη επίσης, από πρώτη ματιά, στις αρχές της μη επέμβασης του κράτους ήταν, στα τέλη Σεπτεμβρίου, μια άλλη διάσωση -αυτή τη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες- του κερδοσκοπικού κεφαλαίου (hedge fund) Long Term Capital Management, LTCM [10] από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης. Έχοντας μόνο 4 δισεκατομμύρια δολάρια ίδια κεφάλαια, το LTCM, χάρη στα χρήματα που δανείστηκε, διέθετε περίπου 100 δισεκατομμύρια δολάρια σε τίτλους. Ύστερα από μία σειρά πολύ κακών χειρισμών, το κεφάλαιο θα είχε καταλήξει σε πτώχευση, και μαζί με αυτό ορισμένες τράπεζες -με κινδύνους κατακλυσμιαίων αλυσιδωτών αντιδράσεων- εάν οι νομισματικές αρχές δεν είχαν παρακαλέσει επίμονα τις πιστώτριες τράπεζες του κεφαλαίου αυτού να ξαναδώσουν χρήματα για να επιτρέψουν στο LTCM να ανακάμψει. Έτσι ένα κονσόρτσιουμ δεκαέξι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων -οι « φίλοι του Άλαν » (Γκρίνσπαν), όπως τους ονόμασαν χλευαστικά οι κακές γλώσσες- μπόρεσε να συγκεντρώσει σε λιγότερο από σαράντα οκτώ ώρες 3,75 δισεκατομμύρια δολάρια.
Είναι φανερό ότι, όταν η ανάγκη γίνεται έντονη οι δημόσιες αρχές ξέρουν να γίνονται οι ανιδιοτελείς « λευκοί ιππότες » των αποταμιευτών και των μετόχων, κυρίως όταν οι τίτλοι των χαρτοφυλακίων τους ανέρχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια δολάρια. Αλλά ποιότητα είναι επίσης και η εγγύηση του οικονομικού εισοδήματος ! Και, τελικά, το κράτος μόνο μπορεί να το προμηθεύσει : έχει τους φορολογούμενους...
Ο άνεμος αλλάζει
Οι επενδυτές δεν δείχνουν πλέον εύνοια παρά μόνο σε τίτλους που έχουν χαρακτηριστεί ΑΑΑ από τους ειδικούς οργανισμούς διαβάθμισης Moody’s ή Standard and Poor [11] : τίτλοι του γερμανικού ή του αμερικανικού δημοσίου, ομόλογα του γαλλικού δημοσίου. Ακόμα και οι τίτλοι που έχουν εκδοθεί από μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως η Nestlé ή η Toyota, με το χαρακτηριστικό ΑΑ ή Α, είδαν την αξία τους να πέφτει. Σε τελική ανάλυση, το κεφάλαιο δεν έχει πραγματικά εμπιστοσύνη παρά μόνο στη « μαμά κράτος », πράγμα που θα πρέπει να καταθλίβει τον Κλοντ Ιμπέρ, που πρώτος χρησιμοποίησε την έκφραση αυτή, την οποία πολύ συχνά έστρεφε στο περιοδικό Le Point εναντίον των εργαζομένων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και των δημοσίων υπαλλήλων.
Ο άνεμος αλλάζει. Μια εκδήλωση αυτής της νέας κατάστασης ήταν η απόφαση του κ. Λιονέλ Ζοσπέν, στις 10 Οκτωβρίου, να αποσυρθεί η Γαλλία από τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την Πολυμερή Συμφωνία για τις Επενδύσεις (ΠΣΕ) εφ’ όσον δεν ικανοποιήθηκαν οι τέσσερις όροι που είχε θέσει το Φεβρουάριο για να υπογράψει τη συνθήκη αυτή [12]. Τελικά, το κείμενο της συνθήκης κρίθηκε, στο σύνολό του, ως « μη μεταρρυθμίσιμο » και ότι θίγει την κυριαρχία των κρατών. Αυτό το ακυρωτικό ελάττωμα είχε, προφανώς, διαφύγει της προσοχής των ανωτάτων αξιωματούχων του υπουργείου εθνικής οικονομίας και οικονομικών, που διαπραγματεύονταν τη συνθήκη από το 1995 και από τον Ιούλιο του 1997, του υπουργού Οικονομίας Ντομινίκ Στρος-Καν. Η αποκάλυψη ήρθε από μία απλή ευρωβουλευτή, την Κατρίν Λαλιμιέρ, με την έκθεσή της προς τον πρωθυπουργό... Τα διάφορα κινήματα πολιτών που, παντού στον κόσμο και κυρίως στη Γαλλία, είχαν κινητοποιηθεί εναντίον της ΠΣΕ είχαν καταλάβει, ευτυχώς, πολύ πιο γρήγορα από τους οικονομικούς επιθεωρητές του Μπερσί [13] !
Και, προς γενική κατάπληξη, ακόμα και η Financial Times δεν στεναχωρήθηκε πραγματικά από τον ενταφιασμό αυτής της κακής ΠΣΕ και κάνει την αυτοκριτική της : « Προκύπτει ένα μάθημα από την αποτυχία για τις διεθνείς διαπραγματεύσεις : είναι ακριβώς ό,τι δεν πρέπει να γίνει [14] ». Εάν αυτή η εκ των υστέρων ευλογία, που προέρχεται από μια πηγή τόσο αδιάλλακτα φιλελεύθερη, μπορούσε να πείσει ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που τώρα είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους σοσιαλδημοκρατικές, ότι μπορούν να πάνε πολύ πιο μακριά από ό,τι μέχρι σήμερα, όσον αφορά τον έλεγχο των αγορών, η νίκη πάνω στην ΠΣΕ θα μπορούσε να προοιωνίζεται και άλλες...
Ακόμα και αυτό το προπύργιο της νεοκλασικής ορθοδοξίας, δηλαδή η επιτροπή που αποφασίζει για την απονομή των βραβείων Νόμπελ οικονομίας, έκανε ήδη στροφή, βραβεύοντας το 1998 έναν ειδικό στη μελέτη της φτώχειας, τον Ινδό Αμάρτια Σεν. Τον προηγούμενο χρόνο, η επιλογή της, η οποία αποτελούσε συνέχεια μιας μακράς σειράς παρόμοιων επιλογών, ήταν η βράβευση δύο αμερικανών « ερευνητών », που τιμήθηκαν για τις έρευνές τους σχετικά με τη... βελτιστοποίηση των κερδών στις χρηματιστηριακές αγορές : τους κυρίους Ρόμπερτ Μέρτον και Μάιρον Σολς. Οι δύο αυτοί ερευνητές είχαν βέβαια προσληφθεί από το LTCM, με τα αποτελέσματα που είδαμε.

Notes
[1] Βλ. Serge Halimi, « Το ναυάγιο των νεοφιλελεύθερων δογμάτων », Le Monde Diplomatique, Οκτώβριος 1998.
[2] Βλ. Frederic Lebaron, « Οι θεματοφύλακες της νομισματικής τάξης », Le Monde Diplomatique, Οκτώβριος 1998.
[3] Robert J. Samuelson, « We’re all in the same boats, with no one steering » (« Είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα, αλλά κανείς δεν είναι στο πηδάλιο »), International Herald Tribune, 14 Οκτωβρίου 1998.
[4] Βλ., ιδιαίτερα, του ίδιου συγγραφέα, « La Mondialisation n’est pas coupable. Vertus et limites du libre-échange », La Découverte, Παρίσι, 1998.
[5] Robert J. Samuelson, οπ. π.
[6] William Pfaff, « The crunch has a message for Europe’s Central Bank », International Herald Tribune, 16 Οκτωβρίου 1998.
[7] Philippe Manière, Le Point, 13 Ιουνίου 1998.
[8] Philippe Manière, Le Point, 26 Σεπτεμβρίου 1998.
[9] Βλ. Nicolas Bouleau, « Martingales et marchés financiers ». Editions Odile Jacob, Παρίσι, 1998.
[10] (ΣτΜ) Αμοιβαίο κεφάλαιο υψηλού κινδύνου.
[11] Βλ. Ibrahim Warde, « Ces puissantes officines qui notent les Etats », Le Monde diplomatique, Φεβρουάριος 1997.
[12] Βλ. Bernard Cassen, « Reddition sous conditions ? » Le Monde diplomatique, Οκτώβριος 1998.
[13] (ΣτΜ) Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας.
[14] « Α case of ΜΑΙ culpa », Financial Times, 20 Οκτωβρίου 1998.