Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Άρθρο του Foreign Affairs ότι ο σεχταρισμός επικρατεί στην Μέση Ανατολή


Ο σεχταρισμός επικρατεί
Το τέλος τής ρεαλιστικής πολιτικής στην Μέση Ανατολή
Bassel F. Salloukh
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Οι πρόσφατες εκπληκτικές στρατιωτικές επιτυχίες τού «Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στην al-Sham» (ISIS) έχουν προκαλέσει ένα κύμα ζοφερών προβλέψεων για την διάλυση της περιφερειακής τάξης [τής συμφωνίας] Sykes-Picot στην Ανατολή και τον μαρασμό των εδαφικών κρατών τού Ιράκ και της Συρίας.
Ωστόσο, το διακύβευμα είναι μεγαλύτερο από την διάλυση αυτού που πάντοτε ήταν διαπερατά σύνορα, και την κατάρρευση μιας από μακρού χρόνου ξεπερασμένης αγγλο-γαλλικής συμφωνίας. Πράγματι, αυτό το έτος θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την γέννηση μιας νέας περιφερειακής τάξης, μιας τάξης που απορρίπτει τους γεμάτους ρεαλισμό γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς τού παρελθόντος και προσκολλάται, αντ’ αυτού, στον σεχταρισμό.
Η τάση προς τον σεχταρισμό στους κατά τα άλλα ρεαλιστικούς γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς ξεκίνησε λίγο μετά την αμερικανική εισβολή και κατοχή στο Ιράκ το 2003 και κορυφώθηκε, προς το παρόν, στο «blitzkrieg» τής ISIS σε όλη την χώρα. Με άλλα λόγια, τα κέρδη τής ISIS καθαγιάζουν τις στενές και αποκλειστικές σεχταριστικές, εθνοτικές, θρησκευτικές και φυλετικές ταυτότητες -οι οποίες φαινόταν να έχουν αποδυναμωθεί κατά την διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης- αντί να δημιουργούν την πολιτικοποίησή τους. Τώρα, πολλές χώρες τού αραβικού κόσμου αρχίζουν να μοιάζουν με τον Λίβανο (ο οποίος κάποτε θεωρείτο μια αραβική εξαίρεση) στον οποίο οι ιστορικά κατασκευασμένες θρησκευτικές ταυτότητες έχουν θεσμοθετηθεί και χαλυβδωθεί από μια διευθέτηση του καταμερισμού τής εξουσίας με την συμμετοχή όλων των δρώντων. Με την πάροδο του χρόνου, οι θρησκευτικές ταυτότητες σε ολόκληρη την περιοχή μπορεί, όπως στο Λίβανο, να φτάσουν να φαίνονται συνεχείς και μόνιμες. Και αν το λιβανέζικο κυκλικό πρότυπο των πολιτικών κρίσεων, οι εσωτερικοί πόλεμοι, και οι εξωτερικές παρεμβάσεις αποτελούν κάποιον οδηγό, αυτό το μέλλον δεν θα είναι ευχάριστο.
Σίγουρα, η διευρυνόμενη σεχταριστική περιφερειακή τάξη έχει βαθιές ρίζες, κάτι για το οποίο ευθύνεται εν μέρει ο αυταρχισμός. Οι φιλελεύθερες ολιγαρχίες κυβέρνησαν για λίγο την περιοχή μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά ήταν βραχύβιες. Λόγω της πίεσης από την απώλεια της Παλαιστίνης το 1948, των εξωτερικών παρεμβάσεων και των εσωτερικών πραιτωριανών πιέσεων, τα εν λόγω καθεστώτα έδωσαν την θέση τους σε αυταρχικά, τα οποία έδωσαν προτεραιότητα στο κεντρικό ενιαίο κράτος. Αυτό το μοντέλο συγκέντρωσε τελικά την πολιτική και καταναγκαστική εξουσία στα χέρια μιας οικογένειας, αίρεσης, φυλής, τάξης, περιοχής ή σε έναν συνδυασμό των παραπάνω, αποξενώνοντας και αποκλείοντας έτσι άλλες ομάδες. Τα ομογενοποιημένα καθεστώτα προέβαιναν συστηματικά σε διακρίσεις, μεταξύ άλλων, εναντίον των Ασσύριων, των Κούρδων, των Σιιτών και των Τουρκμένων στο Ιράκ˙ Των νότιων στο Σουδάν και την Υεμένη˙ Των κοινοτήτων των Βερβέρων στην Αλγερία˙ Των Κούρδων και των αγροτών σουνιτών στην Συρία˙ Της ανατολικής επαρχίας Barqa και των μειονοτήτων Αμαζίγ, Ταμπού, και Τουαρέγκ στην Λιβύη˙ Των Bedoon (απάτριδες) στο Κουβέιτ˙ Των Σιιτών στο Μπαχρέιν και την Σαουδική Αραβία˙ Των Κοπτών στην Αίγυπτο˙ Και των Παλαιστίνιων στην Ιορδανία.
Η εκ των υστέρων αντίληψη είναι πάντα απολύτως ευκρινής, αλλά φανταστείτε ότι μετά την ανεξαρτησία τους τα αραβικά κράτη είχαν χτιστεί πάνω στην ιδέα τής συμμετοχικής ιθαγένειας του πολίτη. Ίσως τότε δεν θα είχαν αντιμετωπίσει τόσο συχνές και βίαιες απαιτήσεις για απόσχιση, αποκέντρωση, φεντεραλισμό και συνομοσπονδία. Η διάσπαση του Σουδάν σε δύο κράτη ήταν μια ακραία περίπτωση, και ίσως δεν αποτελεί το καλύτερο περιφερειακό προηγούμενο διότι ενθάρρυνε άλλες ομάδες να ακολουθήσουν παρόμοια πορεία, όπως οι Κούρδοι τού Ιράκ που αρνούνται πλέον την ύπαρξη μιας ιρακινής ταυτότητας και με τόλμη επιμένουν στην ανεξαρτησία. Πολύ καλύτερο παράδειγμα είναι η νέα ομοσπονδιακή θεσμική δομή τής Υεμένης, η οποία, παρά τις κάποιες εσωτερικές αντιφάσεις, τουλάχιστον αποφεύγει τον διαρκή πόλεμο κατά μήκος των φυλετικών, θρησκευτικών και περιφερειακών γραμμών. Ακόμη και στον μικρό Λίβανο, οι περισσότεροι Μαρωνίτες, οι οποίοι στην αρχή ήθελαν την δική τους χώρα και των οποίων η Εκκλησία και η πολιτική ελίτ αργότερα πίεσε τις αρχές τής Γαλλικής Εντολής να δημιουργήσει έναν Μεγαλύτερο Λίβανο, τώρα προτιμούν τις αυτοδιοικούμενες περιφέρειες και μια ευρεία διοικητική και πολιτική αποκέντρωση.
Όμως, η διευρυνόμενη περιφερειακή τάξη δεν βασίζεται ολόκληρη στην ιστορία. Πιο πρόσφατες γεωπολιτικές μάχες έχουν επίσης διαδραματίσει κάποιο ρόλο. Κατά τις πρώτες ημέρες αφότου έπεσαν τα αυταρχικά καθεστώτα τής Τυνησίας και της Αιγύπτου, φάνηκε να αναδύεται ένα νέο είδος πολιτικής. Οι διαδηλωτές επέλεξαν τη μη βία, ανασχεδιάζοντας τα δημόσια καθήκοντά τους ως πολίτες στην επιδίωξη μιας νέας πολιτικής κοινότητας που να στηρίζεται στην δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη και την οικονομική ευκαιρία. Η ομαλή μετάβαση στην δημοκρατία αποδείχθηκε, όμως, ανέφικτη, όχι λόγω της υποτιθέμενης αραβικής πολιτιστικής αποστροφής προς την δημοκρατία, αλλά μάλλον λόγω του πετρελαίου, της γεωπολιτικής και των μακροχρόνιων επιπτώσεων από την αραβο-ισραηλινή διένεξη.
Η Τυνησία είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Τα πολιτικά της κόμματα έβαλαν ηρωικά την δημοκρατική μετάβαση της χώρας και πάλι στην σωστή πορεία αφότου οι εγχώριοι ισλαμιστές και οι διακρατικοί σαλαφίτες-τζιχαντιστές την εκτροχίασαν, οι μεν αναπαράγοντας τις πρακτικές αποκλεισμού που χρησιμοποίησε το αυταρχικό καθεστώς και οι δε με την χρήση βίας για να τρομοκρατήσουν τους κοσμικούς πολιτικούς τους αντιπάλους. Ωστόσο, η δημοκρατική μετάβαση της Τυνησίας είναι επίσης το προϊόν μερικών μοναδικών δομικών χαρακτηριστικών. Η Τυνησία δεν έχει αποθέματα υδρογονανθράκων ούτε και σύνορα με το Ισραήλ, και συμβαίνει να είναι έξω από την αρένα όπου έχουν εκτυλιχθεί οι γεωπολιτικές μάχες μετά το 2003. Αυτοί οι επικαλυπτόμενοι παράγοντες έχουν καταστήσει δυνατό για τους πολιτικούς παράγοντες της Τυνησίας να επαναδιαπραγματευθούν τους όρους τής δημοκρατικής τους μετάβασης, ελεύθεροι από τα δεινά των διεθνών στρατηγικών υπολογισμών και των περιφερειακών γεωπολιτικών μαχών.
Αντίθετα, η γεωπολιτική μεταμόρφωσε αυτό που ξεκίνησε ως ένα πραγματικό μη βίαιο μεταρρυθμιστικό κίνημα στην Συρία, σε εγχώριο, περιφερειακό και διεθνή αγώνα για την Συρία. Για χρόνια, ο μεγάλος σαουδικός-ιρανικός ανταγωνισμός για την περιφερειακή κυριαρχία είχε παιχθεί στο Ιράκ, τον Λίβανο, την Δυτική Όχθη και την Λωρίδα τής Γάζας, καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, στην Υεμένη και το Μπαχρέιν. Στην Συρία, βρήκε ένα νέο πεδίο, έναν χώρο που θα μπορούσε να αποδειχθεί «κλειδί». Το Ριάντ προσπάθησε να ανατρέψει το καθεστώς τού Μπασάρ αλ-Άσαντ στην Συρία για να περιορίσει την περιφερειακή επιρροή τού Ιράν. Η Τεχεράνη, για να μην υπερκεραστεί, έστειλε τους πιο έμπιστους Ιρακινούς και Λιβανέζους πληρεξουσίους της υπό την εποπτεία διοικητών τής Επαναστατικής Φρουράς. Η μετέπειτα συμμετοχή τής Χεζμπολάχ στην Συρία μάλλον απέτρεψε την κατάρρευση του καθεστώτος, προστάτευσε τους λειτουργικούς και υλικοτεχνικούς διαδρόμους του προς το Ιράν, και το έσωσε από το να περικυκλωθεί από το Ισραήλ και να γίνει υπόχρεο στην Σαουδική Αραβία. Με αυτόν τον τρόπο, χαλύβδωσε επίσης τα σεχταριστικά αισθήματα σε ολόκληρη την περιοχή, και εξέθεσε τους ίδιους τους υποστηρικτές του σε κύματα επιθέσεων αυτοκτονίας από σαλαφιτικές-τζιχαντιστικές ομάδες. Ο πόλεμος για την Συρία απλά μεγέθυνε την χρήση τού σεχταρισμού στις ρεαλιστικές γεωπολιτικές μάχες τής περιοχής, αλλά με καταστροφικές και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.
Η μάχη μεταξύ Ριάντ και Τεχεράνης σχεδόν κατέστρεψε τους κρατικούς θεσμούς τής Συρίας και το μεγαλύτερο μέρος από τον κοινωνικό της ιστό. Εξέθεσε τις κοινωνικές διαιρέσεις που είχαν καμουφλαριστεί από δεκαετίες λαϊκισμού. Στο κάτω-κάτω, τα αδύναμα κράτη αφήνουν να αναδυθούν ισχυρές φατρίες, και οι σεχταριστικές και οι άλλες κοινοτικές ταυτότητες ευδοκιμούν καθώς το κράτος καταρρέει. Τοπικές και διακρατικές μαχητικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένης της ISIS, πολλαπλασιάστηκαν και γέμισαν το επακόλουθο θεσμικό και ιδεολογικό κενό που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση των κρατικών θεσμών. Μόλις διαμορφώθηκαν αυτές οι ομάδες, ήταν απλώς θέμα χρόνου να διασχίσουν τα σύνορα. Η πεισματικά σεχταριστική διακυβέρνηση του Ιρακινού πρωθυπουργού Νούρι αλ-Μαλίκι αποξένωσε τους σουνίτες τού Ιράκ και ένωσε συμμάχους που κατά τα άλλα θα παρέμεναν ξεχωριστά - δηλαδή την ISIS και τα απομεινάρια του συστήματος των μυστικών υπηρεσιών και του στρατού των Μπααθιστών τού Σαντάμ - στη μάχη εναντίον ενός τεκμαιρόμενου κοινού Σιίτη εχθρού.
Με άλλα λόγια, εκείνοι που ισχυρίζονται τώρα ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα «έχασε το Ιράκ» με το να αγνοεί τον υφέρποντα σεχταρισμό τού Μαλίκι δεν βλέπουν την μεγαλύτερη και πιο ολοκληρωμένη εικόνα: Από τότε που πραγματοποιήθηκε η αμερικανική εισβολή το 2003, οι γεωπολιτικές μάχες μεταξύ Ριάντ και Τεχεράνης έχουν διεξαχθεί με την βοήθεια του κρυφού όπλου τής σεχταριστικής κινητοποίησης. Αρκετά πριν από την θητεία του Ομπάμα, αλλά και κατά την διάρκεια της προεδρίας του, η Ουάσιγκτον παρέβλεπε την πολιτικοποίηση του σεχταρισμού όταν αυτό εξυπηρετούσε τα δικά της περιφερειακά συμφέροντα - όπως στην προσπάθειά της μετά το 2005 να καταπνίξει την Χεζμπολάχ τού Λιβάνου σε ένα σεχταριστικό τέλμα. Άλλες φορές, επέλεξε να μείνει απαθής καθώς οι περιφερειακοί εχθροί της ήταν εγκλωβισμένοι σε μια αμοιβαία καταστροφική μάχη στην Συρία. Όπως ίσως ο Γερμανός φιλόσοφος Άρθουρ Σοπενχάουερ έλεγε περιπαικτικά, ο σεχταρισμός δεν είναι μια πολιτική που μπορεί κανείς να συγχωρήσει ή να καταδικάσει κατά βούληση. Επιπλέον, οι περιφερειακοί σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πλημμύρα τής Συρίας από σαλαφίτες-τζιχαντιστές μαχητές από όλο τον κόσμο. Ο σεχταρισμός που εξαπολύθηκε στην περιοχή από αυτούς τους μαχητές είναι πρωτοφανής, όπως είναι και καταστροφικός. Αντί να αναγκάσει τους συμμάχους της να κλείσουν τους αγωγούς, η Ουάσιγκτον ήταν απασχολημένη με την δημιουργία τυπολογιών για τις διάφορες ομάδες που μάχονται στην Συρία. Αυτές οι τυπολογίες έχουν πλέον αποδειχθεί άχρηστες˙ Ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες ούτε οποιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό κράτος θα έχει ασυλία από τις -σαν μπούμερανγκ- επιπτώσεις τής περίεργης στρατηγικής αλλαγής καθεστώτος στην Συρία.
Στην διευρυνόμενη νέα περιφερειακή τάξη, δεν είναι τόσο τα εδαφικά σύνορα των αραβικών κρατών για τα οποία θα πρέπει να ανησυχεί ο υπόλοιπος κόσμος. Μάλλον, είναι η έκρυθμη εσωτερική πολιτική τους σύνθεση. Δυστυχώς, οι λαϊκές εξεγέρσεις τής Αραβικής Άνοιξης μπορεί να αποδειχθούν μια σύντομη παύση ανάμεσα σε δύο εξίσου ανεπιθύμητες περιφερειακές τάξεις: Την εποχή τής ομογενοποίησης ενιαίων απολυταρχικών αραβικών κρατών και εκείνη τής θρησκευτικής ταυτότητας, προφανώς αρχέγονης αλλά στην πραγματικότητα ιστορικά κατασκευασμένης και σύγχρονης, στο πλαίσιο κατακερματισμένων κρατιδίων ή περιφερειών συναρμολογημένων σε αδύναμα κράτη. Μόνο η διαπραγμάτευση των νέων κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών συμφώνων για το μοίρασμα της εξουσίας, βασισμένη στις αρχές τής ισότητας και της αμοιβαίας αναγνώρισης μπορεί να βοηθήσει να αποτραπεί αυτό το ζοφερό σενάριο. Ωστόσο, δεν είναι πολύ αργά για την Ουάσιγκτον να ηγηθεί σε ένα μεγάλο παζάρι για ολόκληρη την περιοχή, που θα μπορούσε να βρει μια ισορροπία μεταξύ των γεωπολιτικών συμφερόντων των περιφερειακών δυνάμεων και των προσδοκιών των λαών τής περιοχής. Αυτό συνεπάγεται συνεπείς και δυναμικές προσπάθειες των ΗΠΑ για την σταθεροποίηση των αραβικών κρατών και ένα τέλος στις σεχταριστικές γεωπολιτικές μάχες με το να βοηθηθούν οι τοπικοί φορείς να επαναδιαπραγματευθούν τις νέες σφαίρες των ενδιαφερόντων τους στην αναδυόμενη περιφερειακή τάξη. Οι γεωπολιτικές μάχες δεν είναι κάτι καινούργιο στην περιφερειακή τάξη τής Μέσης Ανατολής˙ Ο σεχταρισμός τους όμως είναι, και αυτό έχει αποδειχθεί καταστροφικό για τα κράτη και τις κοινωνίες τής περιοχής. Η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να βασίζει τις πολιτικές της σε επιλεκτικά δίδυμα και στις αντιφάσεις που έχουν καθορίσει και αμαυρώσει την προσέγγισή της στα τελευταία χρόνια. Το χάος που περιμένει την περιοχή χωρίς ένα νέο σύμφωνο κατανομής τής εξουσίας και μια ισχυρή περιφερειακή διαπραγμάτευση, θα κάνει την οποιαδήποτε συζήτηση για την συμφωνία Sykes-Picot και την πολιτική τάξη που κάποτε αυτή γέννησε, να φαίνεται γραφική.

* Ο BASSEL F. SALLOUKH είναι αναπληρωτής πρύτανης στην Σχολή Τεχνών και Επιστημών και αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Λιβανο-αμερικανικό Πανεπιστήμιο (Lebanese American University, LAU).


Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141637/bassel-f-salloukh/sect-sup...