Το τέλος της χριστιανοδημοκρατίας
Τι σημαίνει για την Ευρώπη η πτώση τού κινήματος
Jan-Werner Müller
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Η σημερινή Ευρώπη είναι μια δημιουργία των χριστιανοδημοκρατών. Αυτοί ήταν οι αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και του μεταπολεμικού ατλαντισμού.
Και ήταν καθοριστικής σημασίας για την δόμηση της μορφής τής συνταγματικής δημοκρατίας που επικράτησε στο δυτικό μισό τής ηπείρου μετά το 1945 και έχει σταθερά επεκταθεί ανατολικά από τότε που έπεσε το Τείχος τού Βερολίνου το 1989. Η πιο ισχυρή πολιτικός τής Ευρώπης, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, είναι μια χριστιανοδημοκράτις, όπως είναι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, José Manuel Barroso, και ο διάδοχός του, ο Jean-Claude Juncker. Στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον περασμένο Μάιο, η ηπειρωτική ένωση των Χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων - το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) - κέρδισε τις περισσότερες έδρες.
Ωστόσο, τόσο ως ένα σύνολο ιδεών όσο και ως πολιτικό κίνημα, η Χριστιανική δημοκρατία αποκτά όλο και λιγότερη επιρροή και γίνεται λιγότερο συνεκτική κατά τα τελευταία χρόνια. Η πτώση αυτή δεν οφείλεται μόνο στην κοσμική στροφή τής ηπείρου. Τουλάχιστον εξίσου σημαντικά είναι τα γεγονότα ότι ο εθνικισμός - ένας από τους πρωταρχικούς ιδεολογικούς εχθρούς των Χριστιανοδημοκρατών - βρίσκεται σε άνοδο και ότι το βασικό εκλογικό σώμα τού κινήματος, ένας συνασπισμός ψηφοφόρων από την μεσαία τάξη και τους αγρότες, συρρικνώνεται. Καθώς το μέγα εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αντιμετωπίζει νέους κινδύνους, λοιπόν, ο πιο σημαντικός υποστηρικτής της μπορεί σύντομα να αποδειχθεί ανίκανος να την υπερασπιστεί.
ΠΑΛΑΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
«Χριστιανοδημοκράτης» είναι μια ονομασία που ακούγεται περίεργη στον οποιονδήποτε έχει συνηθίσει σε έναν αυστηρό διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους. Ο όρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης και εν μέσω σκληρών μαχών για την τύχη τής Καθολικής Εκκλησίας μέσα σε μια δημοκρατία. Για το μεγαλύτερο μέρος τού δέκατου ένατου αιώνα, το Βατικανό έβλεπε τις σύγχρονες πολιτικές ιδέες – συμπεριλαμβανομένης της φιλελεύθερης δημοκρατίας - ως μια άμεση απειλή για τα κεντρικά δόγματά του. Αλλά υπήρχαν και καθολικοί στοχαστές οι οποίοι συμφώνησαν με την διορατικότητα του Γάλλου συγγραφέα Alexis de Tocqueville ότι, είτε μας αρέσει είτε όχι, ο θρίαμβος της δημοκρατίας στον σύγχρονο κόσμο ήταν αναπόφευκτος. Οι λεγόμενοι Καθολικοί φιλελεύθεροι προσπάθησαν να κάνουν την δημοκρατία ασφαλή για την θρησκεία με τον κατάλληλο εκχριστιανισμό των μαζών: Στο κάτω-κάτω, έλεγε το σκεπτικό, μια δημοκρατία με θεοσεβείς πολίτες θα έχει πολύ καλύτερες πιθανότητες επιτυχίας από μια δημοκρατία που οι πολίτες της θα ήταν κοσμικοί. Άλλοι Καθολικοί διανοούμενοι ήλπιζαν να κρατήσουν τους ανθρώπους σε τάξη μέσω Χριστιανικών θεσμών, και ιδίως τον παπισμό, τον οποίο ο Γάλλος στοχαστής Joseph de Maistre έβλεπε ως μέρος ενός πανευρωπαϊκού συστήματος ελέγχων και ισορροπιών.
Το πιο σημαντικό, κατά τα τέλη τού δέκατου ένατου και στις αρχές τού εικοστού αιώνα, το ίδιο το Βατικανό τελικά έφθασε να δει τα οφέλη τού να παίζει το δημοκρατικό παιχνίδι και να προωθεί κόμματα που θα υπερασπιστούν τις ανησυχίες τής εκκλησίας. Αρχικά, το έπραξαν με κακή πίστη – τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα ουσιαστικά λειτούργησαν ως ομάδες συμφερόντων μέσα σε ένα σύστημα του οποίου τη νομιμότητα η εκκλησία συνέχισε να απορρίπτει. Με την χρήση τού όρου «δημοκράτης», δεν σηματοδοτούσαν την αποδοχή τής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά, μάλλον, την φιλοδοξία τους να συνεργαστούν με τους απλούς ανθρώπους. Μέχρι σήμερα, η προσέγγιση αυτή είναι εμφανής στην ανάδειξη όρων όπως «λαϊκό» ή «λαός» στα επίσημα ονόματα των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων.
Τα κόμματα έγιναν ισχυρότερα στις χώρες όπου η εκκλησία και το κράτος ήταν ομοιόμορφα ταιριασμένοι. Δεν υπήρχε ανάγκη για χριστιανοδημοκρατία σε μια βαθιά καθολική χώρα, για παράδειγμα στην Ιρλανδία, αλλά επίσης απέτυχε να ριζώσει στην Γαλλία, όπου οι Καθολικοί, αντιμετωπίζοντας επιθέσεις από τις αντικληρικές δημοκρατικές κυβερνήσεις, προσπάθησαν την πλήρη αλλαγή καθεστώτος. Αντιθέτως, εκεί όπου οι πολιτιστικοί πόλεμοι μεταξύ κοσμικών δυνάμεων και εκκλησίας ήταν έντονοι, αλλά τελικά οδήγησαν σε αδιέξοδο, όπως στην Γερμανία και στις λεγόμενες χώρες Μπενελούξ (Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο), οι Καθολικοί επένδυσαν στην δόμηση κομμάτων.
Όπως έχει καταδείξει ο πολιτικός επιστήμονας Στάθης Καλύβας, οι ηγέτες των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων τελικώς ανέπτυξαν τα δικά τους συμφέροντα. Η εμπλοκή στο δημοκρατικό παιχνίδι έφερε οφέλη και πόρους - και οι Χριστιανοδημοκράτες αποδέχθηκαν τελικά την πολιτική συμμετοχή ως νομιμοποιημένη. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η δημοκρατία σάρωσε την Ευρώπη, το Βατικανό υποχώρησε κάπως: Έχοντας απορρίψει εντελώς το ιταλικό έθνος-κράτος και έχοντας απαγορεύσει στους Καθολικούς να παίξουν οποιονδήποτε ρόλο σε αυτό (ακόμη και με την απαγόρευση ψήφου), ο Πάπας υποστήριξε ένα νέο κόμμα που ονομάστηκε Popolari. Με το να ενώσει τους αγρότες και τα μικροαστικά στρώματα, το Popolari έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στην χώρα μετά τους σοσιαλιστές.
Κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι σχέσεις μεταξύ των χριστιανοδημοκρατών και της Αγίας Έδρας ψυχράνθηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το Βατικανό είδε τα κόμματα που μπορούσε να ελέγξει ως χρήσιμα, αλλά περιθωριοποίησε αυτά που ήταν απρόθυμα να ακολουθήσουν τις οδηγίες από την Ρώμη και αντί με αυτά ασχολήθηκε κατευθείαν με τα κράτη. Προς τούτο, το Βατικανό εγκατέλειψε κόμματα όπως το Popolari και συνήψε ορισμένες διπλωματικές συμφωνίες που αποσκοπούσαν στην προστασία των συμφερόντων των Καθολικών - η πιο διαβόητη από τις οποίες ήταν η λεγόμενη Reichskonkordat ανάμεσα στον Χίτλερ και τον καρδινάλιο Eugenio Pacelli, ο οποίος αργότερα έγινε ο πάπας Πίος ΧΙΙ , τον Ιούλιο του 1933.
Δεν ήταν παρά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα ελευθέρωσαν τον εαυτό τους πλήρως από το Βατικανό και ανέλαβαν ηγετικό ρόλο στην οικοδόμηση της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής τάξης. Οι περιστάσεις δεν θα μπορούσε να ήταν πιο ευνοϊκές. Ο φασισμός και ο πόλεμος είχαν απαξιώσει τα ανταγωνιστικά κινήματα από την δεξιά. Και οι χριστιανοδημοκράτες είχαν θεωρηθεί ως η πεμπτουσία των ατλαντικών και αντικομμουνιστικών κομμάτων σε χώρες όπως η Ιταλία, η Δυτική Γερμανία, και άλλες όμορες χώρες τού Ψυχρού Πολέμου. Επιπροσθέτως, πλέον ενέκριναν την δημοκρατία, αν και με μια προειδοποίηση: Για να αποφευχθεί η διολίσθηση προς τον ολοκληρωτισμό, όπως ισχυρίστηκαν, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις όφειλαν να έχουν πνευματικά ερείσματα - κάτι που παρεχόταν με τον καλύτερο τρόπο από την εκκλησία. Υπ’ αυτήν την έννοια, οι χριστιανοδημοκράτες απέρριψαν τόσο τον κομμουνισμό όσο και τον φιλελευθερισμό ως μορφές τού υλισμού. Αυτή η στάση δεν τους εμπόδισε τελικά από το να κάνουν ειρήνη με τον καπιταλισμό - ενώ επέμεναν ότι η θρησκεία ήταν επίσης αναγκαία για να κρατήσει υπό έλεγχο τα δεινά τής αγοράς.
Κόμματα, όπως η γερμανική Χριστιανοδημοκρατική Ένωση βγήκαν από την γραμμή τους για να συμπεριλάβουν τους Προτεστάντες –τερματίζοντας έτσι αιώνες θρησκευτικής σύγκρουσης. Στην πραγματικότητα, προσπάθησαν να γίνουν όσο το δυνατόν πιο συμμετοχικά, αντί να εμφανίζονται ως εκπρόσωποι θρησκειών (σεχτών). Το «σήμα κατατεθέν» τους ήταν μια κεντρώα πολιτική τής συναίνεσης και της διευθέτησης, στην βάση τής Καθολικής εικόνας μιας αρμονικής κοινωνίας, στην οποία ακόμη και το κεφάλαιο και η εργασία θα μπορούσαν να συνεργαστούν και η εκκλησία θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν καίριο ρόλο στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών. Ωστόσο, εκείνη την χρονική στιγμή, οι παρατηρητές έλεγαν για τον Καθολικισμό αυτά που πολλοί Ευρωπαίοι λένε σήμερα για το Ισλάμ: Ότι ήταν εγγενώς ανελεύθερος και, ως ένα είδος μοναρχίας με έναν βασιλιά στη Ρώμη, ήταν ανίκανος να αποδεχθεί πραγματικά την δημοκρατία. Ο ιστορικός τού Χάρβαρντ, H. Stuart Hughes, για παράδειγμα, έγραψε το 1958, «Ένας χριστιανοδημοκράτης είναι κυρίως ένας χριστιανικός, και δημοκράτης μόνο σε μια ιεραρχική σχέση. Το επίθετο είναι πιο σημαντικό από όσο το ουσιαστικό».
Ωστόσο, οι χριστιανοδημοκράτες συνέχισαν να διαψεύδουν τους επικριτές τους. Στην Γερμανία, την Ιταλία, και - σε μικρότερο βαθμό - την Γαλλία, δημιούργησαν γνήσιες δημοκρατίες. Την ίδια στιγμή, όμως, κυβέρνησαν με κάμποση δυσπιστία προς την λαϊκή κυριαρχία. Ουσιαστικά προσπάθησαν να περιορίσουν τους ανθρώπους μέσω θεσμών όπως τα συνταγματικά δικαστήρια, να τους κάνουν πιο ηθικούς μέσα από τις διδασκαλίες τής εκκλησίας, για να τους υποβάλλουν σε μια νέα υπερεθνική τάξη: Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για παράδειγμα, ήταν δημιούργημα των Βρετανών Συντηρητικών και των ηπειρωτικών χριστιανοδημοκρατών. Και ήταν οι τελευταίοι που έγιναν, επίσης, οι αρχιτέκτονες αυτού που σήμερα είναι γνωστό ως Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο κάτω-κάτω, οι χριστιανοδημοκράτες - όπως και οι Καθολικοί, διεθνιστές από την φύση τους - έδωσαν μικρή αξία στο έθνος-κράτος. Στην πραγματικότητα, κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, υπήρχαν πρόσφατα ενοποιημένα έθνη-κράτη, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, που είχαν εξαπολύσει τους λεγόμενους πολιτισμικούς πολέμους (που έμελλαν να γίνουν γνωστοί ως οι Kulturkampf τού Ότο φον Μπίσμαρκ) εναντίον Καθολικών, οι οποίοι θεωρήθηκαν ύποπτοι ότι έθεταν την πίστη τους προς το Βατικανό πάνω από τη νομιμοφροσύνη τους προς το κράτος. Όμως, οι Χριστιανοδημοκράτες ήταν επίσης πλουραλιστές: Ήταν ικανοποιημένοι με μια ομοσπονδιακή, νομικά κατακερματισμένη ευρωπαϊκή κοινότητα που έμοιαζε με μια μεσαιωνική αυτοκρατορία περισσότερο από ό, τι ένα σύγχρονο κυρίαρχο κράτος.
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΙΣ ΚΟΜΜΑΤΩΝ
Μετά από δεκαετίες ως κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην Ευρώπη, οι χριστιανοδημοκράτες τώρα αντιμετωπίζουν την προοπτική τής παρακμής. Ορισμένοι παρατηρητές έχουν κατηγορήσει την εκκοσμίκευση για την αποδυνάμωση της λαϊκής υποστήριξης. Είναι αλήθεια ότι, από τις αρχές τής δεκαετίας τού 1960, οι εκκλησίες αδειάζουν σε όλη την ήπειρο. Αλλά τα ίδια τα κόμματα είχαν ήδη αρχίσει να επιμένουν ότι κάποιος έπρεπε απλά να υιοθετήσει τις ανθρωπιστικές ιδέες προκειμένου να είναι ένας καλός χριστιανοδημοκράτης. Το πραγματικό πρόβλημα προέκυψε με τον θρίαμβο ακριβώς του πολιτικού μοντέλου που είχαν ξεκινήσει να προωθούν από το 1950.
Οι περισσότερες χώρες τής Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης υιοθέτησαν αυτό το μοντέλο μετά το 1989, αλλά σχεδόν καμία από αυτές δεν ανέπτυξε χριστιανοδημοκρατικά κόμματα στο καλούπι τής γερμανικής Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης ή της ιταλικής Χριστιανικής Δημοκρατίας. Σε ορισμένες χώρες, όπως η Καθολική Πολωνία, οι χριστιανοδημοκρατικές ομάδες φαίνονταν περιττές∙ Σε άλλες, αποδείχθηκε ότι ήταν ριζικά διαφορετικές από τις δυτικοευρωπαϊκές αντίστοιχές τους σε δύο σημεία: Ήταν έντονα εθνικιστικές, και ως εκ τούτου δεν επιθυμούσαν να παραχωρήσουν ένα μεγάλο μέρος τής εθνικής κυριαρχίας που ανέκτησαν από την Σοβιετική Ένωση∙ Και ήταν πολύ πιο λαϊκιστικές, μη βλέποντας λόγο να μην εμπιστεύονται τον απλό λαό που είχε καταφέρει να επιβιώσει από τα κράτη των σοσιαλιστικών δικτατοριών, με το ήθος του φαινομενικά άθικτο.
Εν τω μεταξύ, πιο δυτικά, οι χριστιανοδημοκράτες έχασαν τον μεγαλύτερο εχθρό τους – τον κομμουνισμό - και μαζί με αυτόν πολύ από τον ιδεολογικό συνεκτικό ιστό που κρατούσε ενωμένους τους συχνά εριστικούς πολιτικούς συνασπισμούς. Στην Ιταλία, οι χριστιανοδημοκράτες είχαν συμμετάσχει σε κάθε κυβέρνηση από την εποχή τού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου - με το αιτιολογικό ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα, το μεγαλύτερο στην Δυτική Ευρώπη, έπρεπε να μείνει απ’ έξω. Στις αρχές τού 1990, η εξαιρετικά διεφθαρμένη Democrazia Cristiana κατέρρευσε. Στην συνέχεια, ο Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι - ένας άνθρωπος όχι γνωστός για την αυστηρή τήρηση της καθολικής ηθικής - στην πραγματικότητα κληρονόμησε τις ψήφους τού κόμματος.
Σίγουρα, η Χριστιανική δημοκρατία, όπως αποδεικνύεται από την πρόσφατη επιτυχία τού ΕΛΚ, παραμένει η ισχυρότερη πολιτική δύναμη της ηπείρου στα χαρτιά. Ωστόσο, το κόμμα είναι βαθιά δυσλειτουργικό. Οι διαφωνίες για τον κορυφαίο υποψήφιό του για την προεδρία τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Jean-Claude Juncker, καταδεικνύει το ζήτημα. Κατά την διάρκεια της προεκλογική εκστρατείας, κάποιοι ηγέτες τού ΕΛΚ προσπάθησαν να επωφεληθούν από τα αισθήματα κατά της ΕΕ. Ο Μπερλουσκόνι προσπάθησε επίσης να ηγηθεί της αντι-γερμανικής δυσαρέσκειας και απευθύνθηκε στους Ιταλούς που έχουν απηυδήσει με την λιτότητα. Αμέσως μετά τις εκλογές, ο Viktor Orbán, ο Ούγγρος πρωθυπουργός και πρώην αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, επιτέθηκε στον Juncker ως ότι είναι ένας παρωχημένος υποκινητής τής ευρωπαϊκής ενότητας, μιας ενότητας που δεν σέβεται τα εθνικά κράτη και τις παραδόσεις τους. Τα τελευταία χρόνια, ο Orbán είχε ήδη προκαλέσει εντύπωση όταν κήρυξε «πόλεμο ανεξαρτησίας» - σκοπός τού οποίου ήταν να κάνει τους Ούγγρους ανεξάρτητους από ακριβώς το πολιτικό πρόγραμμα τού ΕΛΚ, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Μέρος τού προβλήματος, λένε ορισμένοι παρατηρητές, είναι ότι το ΕΛΚ - περιλαμβάνοντας όχι λιγότερες από 73 κόμματα-μέλη από 39 χώρες - είναι απλά υπερεκτεταμένο. Στις αρχές τής δεκαετίας τού 1990, ο Helmut Kohl, τότε καγκελάριος τής Γερμανίας, και ο Wilfried Martens, πρώην πρωθυπουργός τού Βελγίου και στην συνέχεια πρόεδρος τού ΕΛΚ, στρατολόγησαν πολιτικούς σε όλη την Ευρώπη, κράτησαν σχετικά χαμηλά στάνταρ, με ελάχιστο ενδιαφέρον για την πραγματική δέσμευση των νέων οπαδών στα ιδανικά τού κόμματος. Ο Κολ ήταν ανένδοτος ότι οι χριστιανοδημοκράτες δεν είχαν χτίσει την Ευρώπη απλώς για να την παραδώσουν στους σοσιαλιστές, και ότι το ΕΛΚ έπρεπε να παραμείνει η μεγαλύτερη πολιτική ομάδα τής ηπείρου με κάθε κόστος.
Το βαθύτερο πρόβλημα, όμως, αφορά στην ιδεολογική ιδιαιτερότητα του κινήματος. Ηγέτες όπως ο Κολ ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν κινδύνους για την Ευρώπη. Σήμερα, δύσκολα κάποιος μπορεί να βρει αληθινούς πιστούς που θα βάλουν την σταδιοδρομία τους σε κίνδυνο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, και λιγότερο από όλους η σημερινή καγκελάριος της Γερμανίας. Στα ερωτήματα σχετικά με τις αγορές και την ηθική, οι χριστιανοδημοκράτες είχαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επανεφεύρουν τον εαυτό τους μετά την οικονομική κρίση: Θα μπορούσαν να έχουν φέρει πίσω τα παλιά ιδανικά τους για μια οικονομία, για παράδειγμα, στην οποία η ηθική μονάδα είναι μια κοινωνική ομάδα με νομιμοποιημένα συμφέροντα, όχι ένα άτομο που μεγιστοποιεί τα κέρδη του. Αντ’ αυτού, οι Γιούνκερ και Μέρκελ έχουν αγκαλιάσει πλήρως τις συμβατικές πολιτικές λιτότητας, και σε μεγάλο βαθμό έχει ξεχαστεί ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός Matteo Renzi - η μεγάλη ελπίδα τής ευρωπαϊκής Αριστεράς - στην πραγματικότητα ξεκίνησε ως μέλος τού ανασυσταθέντος Popolari (και, ακόμα νωρίτερα, ως καθολικός πρόσκοπος).
Οι χριστιανοδημοκράτες τής Ευρώπης θα μπορούσαν επίσης να αντιγράψουν μια σελίδα από το πρόγραμμα των Αμερικανών συντηρητικών, επικεντρωνόμενοι ξανά στα κοινωνικά ζητήματα και διεξάγοντας έναν δικό τους Kulturkampf εναντίον τής εκκοσμίκευσης. Μερικοί έχουν ήδη δοκιμάσει: Κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, το ισπανικό Λαϊκό Κόμμα κινητοποίησε τις Καθολικές ψήφους ενάντια στον σοσιαλιστή πρωθυπουργό José Luis Zapatero, ο οποίος είχε προτείνει την νομιμοποίηση των γάμων μεταξύ ομοφύλων. Σε αντίθεση με τα κλισέ τής θρησκευόμενης Αμερικής και της άθρησκης Ευρώπης, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό δυναμικό για τέτοιου είδους εκστρατείες σε ορισμένες χώρες τής Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, ότι οι Ισπανοί ψηφοφόροι τελικά απομακρύνθηκαν από τον Θαπατέρο για τους χειρισμούς του στην ευρωπαϊκή κρίση.
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΦΙΛΙΑΣ
Οι χριστιανοδημοκράτες αντιμετωπίζουν ένα δύσκολο δίλημμα. Οι πολιτικοί τους στόχοι είναι απλώς οριακά διαφορετικοί από εκείνους των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στα οικονομικά ζητήματα. Ένας Kulturkampf είναι επικίνδυνος, αλλά το να είναι κανείς πολύ μέσα στην επικρατούσα τάση στα κοινωνικά θέματα, δημιουργεί πολιτικό χώρο για τις ομάδες που παρουσιάζονται ως πραγματικά συντηρητικές. Τα πολιτικά κόμματα, όπως το «Εναλλακτική για την Γερμανία», το οποίο επικεντρώνεται κυρίως στο να αντιτίθεται στην ΕΕ αλλά υπερασπίζεται όλο και περισσότερο την παραδοσιακή ηθική, και το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, είναι οι ευεργετηθέντες.
Το πιο σημαντικό, οι χριστιανοδημοκράτες βρίσκονται κάτω από έντονη πίεση από τους δεξιούς εθνικιστές και τους λαϊκιστές. Και δεδομένου ότι δεν τολμούν πλέον να υπερασπιστούν τα φιλόδοξα σχέδια για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οι πάλαι ποτέ αρχιτέκτονες της ηπειρωτικής ενότητας είναι περισσότερο ή λιγότερο ανυπεράσπιστοι. Οι πολιτικές τους υπέρ των διευθετήσεων δεν λειτουργούν ως απάντηση στους λαϊκιστές, που ευδοκιμούν στην πόλωση και στις πολιτικές σχετικά με τις ταυτότητες. Η παλιά τάξη των συνασπισμών που στήριξε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στις κάλπες και επωφελήθηκε από αυτήν οικονομικά - η μεσαία τάξη και οι αγρότες - έχει μειωθεί σχεδόν παντού. Αυτός ο μακροπρόθεσμος μετασχηματισμός καθιστά απίθανο ότι η χριστιανοδημοκρατία θα ανακτήσει ποτέ την δεσπόζουσα θέση που είχε στα μεταπολεμικά χρόνια. Αυτό αφήνει την ΕΕ ως ένα κούφιο κέλυφος: Τα ιδανικά που κάποτε κινητοποιούσαν τα σχέδια της ολοκλήρωσης φαινομενικά έχουν ξεχαστεί, υπερασπιζόμενα μόνο από μικρά κόμματα όπως οι Πράσινοι.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα καταρρεύσει ως αποτέλεσμα όλων αυτών. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η μισοτελειωμένη ευρωζώνη. Όπως οι Ευρωπαίοι έχουν μάθει με μεγάλο κόστος κατά τα τελευταία χρόνια, η ευρωζώνη όπως υπάρχει σήμερα είναι ελλιπής και μη συνεκτική: Είναι μια νομισματική ένωση που δεν επιτρέπει τον σωστό συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών ή μια πραγματική σύγκλιση των οικονομιών των συμμετεχόντων. Μια πλημμύρα φθηνού χρήματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα - η τρέχουσα λύση για την κρίση τού ευρώ - απέτυχε να αντιμετωπίσει τα διαρθρωτικά προβλήματα των μεμονωμένων κρατών και της ευρωζώνης στο σύνολό της. Το να λειτουργήσει το ευρώ μακροπρόθεσμα θα απαιτήσει μια προθυμία να αναληφθούν πολιτικοί κίνδυνοι και υλικές θυσίες. Και οι ημέρες που ο χριστιανοδημοκρατικός ιδεαλισμός ήταν ικανός να παράγει και τα δύο, έχει τελειώσει.
* Ο JAN-WERNER MÜLLER είναι καθηγητής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Princeton.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141638/jan-werner-mueller/the-end...