Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Εξαιρετικό άρθρο του Ηλ. Μαγκλίνη για την αξιολόγηση


Ουδείς να μην ξεχωρίζει
Ηλίας Μαγκλίνης 
Η απέχθεια προς κάθε έννοια αξιολόγησης έχει μακρά ιστορία στη χώρα μας. Προπολεμικά, εντός του ελληνικού στρατεύματος, επικρατούσε σε σημαντικό βαθμό ένα κάποιο πνεύμα αξιολόγησης, απότοκο του Κινήματος στο Γουδί αν δεν κάνω λάθος (οι ιστορικοί μάς ελέγχουν όταν δοκιμάζουμε τις δυνάμεις μας σε σημειώματα με ιστορικό περιεχόμενο – και καλά κάνουν). Τότε που αξιωματικοί και υπαξιωματικοί παρενέβησαν στα πολιτικά πράγματα διεκδικώντας αξιοκρατία. Ενα από τα βασικά τους αιτήματα ήταν οι προαγωγές να πάψουν να δίνονται βάσει της σχέσης του εκάστοτε βαθμοφόρου με την Αυλή, αλλά βάσει της υπηρεσίας του στο πεδίο της μάχης. Μεταξύ των άλλων, αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι (γαλλικού τύπου τότε) στολές των βαθμοφόρων να φέρουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: π.χ., κάποιοι έφεραν στο δεξί μπράτσο ένα χρυσό σιρίτι που σημαίνει πολεμικό τραύμα, ενώ ανάλογα σιρίτια στο αριστερό μπράτσο υποδείκνυαν πολεμικά εξάμηνα, δηλαδή, χρόνο παραμονής στη γραμμή των πρόσω. Πολλοί βαθμοφόροι έφεραν δύο και τρία πολεμικά τραύματα και τα διπλάσια πολεμικά εξάμηνα. Λογικό: από το 1912 έως το 1922, ο Ελληνας αξιωματικός και υπαξιωματικός (και, συχνότατα, ο απλός κληρωτός) δοκιμαζόταν σε κάποιο πεδίο μάχης.
Ο θεσμός των διακρίσεων επί της στολής είχε έναν αξιολογικό χαρακτήρα, όχι μόνον στο στενό πλαίσιο της υπηρεσίας: χάρη σε αυτά τα διακριτικά, σε ένα ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, ο «μπαρουτοκαπνισμένος» ένστολος έχαιρε άλλης εκτίμησης συγκριτικά με τον «γραφιά» επιτελικό που υπηρετούσε στα μετόπισθεν.
Εξ όσων γνωρίζω, κατά την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο ο θεσμός αυτών των διακριτικών στη στολή χάθηκε. Ενας λόγος ήταν βεβαίως η περίοδος ειρήνης που ακολούθησε του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε συζητήσεις όμως με παλαιμάχους της περιόδου 1940-1953, άκουσα πως τα διακριτικά αυτά απομακρύνθηκαν από τη στολή πολύ πρόωρα, για να μη γίνονται διακρίσεις μεταξύ των αξιωματικών, ανάμεσα στον μάχιμο και τον επιτελικό. Πάντως, όταν ο στρατάρχης Παπάγος ανέλαβε την ηγεσία του Στρατού το 1949, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να ακυρώσει τις απειράριθμες προτάσεις για παρασημοφορήσεις. Μάλλον ήξερε τι έκανε: αξιωματικός που είχε λάβει μέρος σε κατάληψη υψώματος κατά τον Εμφύλιο, έκπληκτος διάβασε στη σελίδα με τα ονόματα των ανδρών που προτείνονταν για ηθικές αμοιβές και εκείνα ορισμένων που ουδέποτε έλαβαν μέρος στην επιχείρηση. Οταν ο νεαρός τότε υπολοχαγός διαμαρτυρήθηκε στον αρμόδιο αξιωματικό, έλαβε την εξής απάντηση: «Δεν πειράζει, να ανεβεί λίγο και το ηθικό των γραφιάδων». Ετσι, μετά την παρέμβαση Παπάγου, μαζί με τα ξερά κάηκαν και τα χλωρά, δηλαδή και αυτοί που είχαν χύσει αίμα στα υψώματα.
Με αυτά και με αυτά (και, φυσικά, με τις βίαιες παρεμβολές του Στρατού στον πολιτικό και κοινωνικό βίο της μεταπολεμικής Ελλάδας), η έννοια του ένστολου απαξιώθηκε, με την απριλιανή δικτατορία να πλήττει βαρύτατα το Στράτευμα ως θεσμό.
Το στρατιωτικό παράδειγμα δεν χρησιμοποιείται τυχαία και οπωσδήποτε οι σκέψεις αυτές περί αξιολόγησης δεν αφορούν μονάχα το κλειστό σύστημα των ενστόλων. Ο «κυβερνητικός εμφύλιος για την αξιολόγηση», που είχε ως βασικό τίτλο της χθες η «Κ», είναι ενδεικτικός: καθιστά σαφές ότι σε ό,τι αφορά το Δημόσιο στη χώρα μας, κάθε έννοια αξιολόγησης είναι εντέλει κάτι ξένο ή απλώς εχθρικό, αν όχι και περιττό. «Εμφύλιος» για το αυτονόητο δηλαδή και σε μια εποχή με χιλιάδες άξιους, εργατικούς συμπατριώτες μας άνεργους. Είναι λοιπόν και το ζήτημα της εχθρικής στάσης απέναντι στην αξιολόγηση ακόμα ένα ζήτημα νοσηρής νοοτροπίας: ουδείς να μην ξεχωρίζει.