Ο παίκτης που άλλαξε το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Πλήρης ημερών, αλλά και εμπειριών, διακρίσεων, τίτλων, αγάπης και δόξας, ο 88χρονος Αλφρέδο ντι Στέφανο, το «ξανθό βέλος» της Ρεάλ, της Ισπανίας και της Αργεντινής, άφησε πριν από πέντε μέρες την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Μαδρίτης ύστερα από ανακοπή καρδιάς.
Ο επιθετικός που άλλαξε την ιστορία στο ισπανικό και το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο με τα γκολ του και τον σπουδαίο τρόπο παιχνιδιού του, περνάει στην Ιστορία ως «ο πρώτος των μεγάλων ο οποίος έφυγε», κατά τον ισπανικό Τύπο, αλλά και ως ο άνθρωπος - σύμβολο της αιώνιας διαμάχης της Ρεάλ Μαδρίτης με την Μπαρτσελόνα. Τουλάχιστον πριν φύγει από τη ζωή πρόλαβε να δει να εκπληρώνεται το όνειρο κάθε φίλου της Ρεάλ, η κατάκτηση του 10ου ευρωπαϊκού στέμματος, τον περασμένο Μάιο.
Γεννημένος στις 4 Ιουλίου του 1926 στο Μπαράκας του Μπουένος Αϊρες, ο Αλφρέδο Στέφανο ντι Στέφανο Λαουλέ καταγόταν από την Ιταλία, αφού ο παππούς του ήταν Ιταλός μετανάστης στην Αργεντινή. Η μητέρα του, όμως, είχε γαλλο-ιρλανδική καταγωγή.
Τα πρώτα του γκολ τα πέτυχε με τη Ρίβερ Πλέιτ και την Ουρακάν στην οποία η Ρίβερ τον έδωσε δανεικό για μια σεζόν, ενώ το 1949 βοήθησε την Αργεντινή να κατακτήσει το Κόπα Αμέρικα με τα έξι γκολ που σημείωσε. Αυτός όμως έμελλε να είναι και ο μοναδικός του τίτλος σε επίπεδο εθνικών ομάδων, παρότι αργότερα αγωνίστηκε και με τη φανέλα της Κολομβίας και με αυτήν της Ισπανίας.
Μια απεργία των ποδοσφαιριστών το 1949 οδήγησε τον Ντι Στέφανο στο να φύγει από την πατρίδα του και να πάει στην Κολομβία για να παίξει μπάλα. Κι εκεί έπαιξε στην πλούσια ομάδα της πρωτεύουσας, τη Μιγιονάριος Μπογοτά, με εντυπωσιακά ποσοστά επιτυχίας στο σκοράρισμα, που υποχρέωσαν τις δύο μεγάλες ομάδες στην Ισπανία να προσπαθήσουν να τον αποκτήσουν. Ημερομηνία - κλειδί γι’ αυτό ήταν ένα φιλικό των Μιγιονάριος με τη Ρεάλ στη Μαδρίτη τον Μάρτιο του 1952, καθώς έως τότε ο Αργεντινός ήταν ουσιαστικά άγνωστος στην Ευρώπη.
Η έλευση του Ντι Στέφανο στη Ρεάλ το 1953 θεωρείται ότι άλλαξε τον ρουν της ιστορίας του ποδοσφαίρου σε Ισπανία και Ευρώπη. Η Ρεάλ αναδείχθηκε απόλυτη κυρίαρχος, αφού ακόμη και όταν τύχαινε να μην πάρει το πρωτάθλημα στην Ισπανία, έπαιρνε το Κύπελλο Πρωταθλητριών.
Οι σβέλτες κινήσεις του Ντι Στέφανο στην επίθεση και η απίστευτη ικανότητά του να... μυρίζεται το γκολ τον έκαναν φόβητρο για τις αντίπαλες εστίες, ενώ η καλή του ζωή τού χάρισε δύο δεκαετίες ποδοσφαίρου στην Ισπανία.
Το αποκορύφωμα της δόξας του Ντι Στέφανο έφτασε στις 18 Μαΐου του 1960, όταν το «ξανθό βέλος» σκόραρε χατ τρικ και, μαζί με τα τέσσερα γκολ του Φέρεντς Πούσκας, χάρισε στη Ρεάλ το πέμπτο συνεχόμενο Κύπελλο Πρωταθλητριών με νίκη 7-3 επί της Αϊντραχτ Φρανκφούρτης μπροστά σε 127.000 θεατές στη Γλασκώβη.
«Ηταν πραγματικά μοναδικός ποδοσφαιριστής, διέθετε εξαιρετική ισορροπία, θέση, κίνηση και χάρη», δήλωσε πριν από λίγες ημέρες ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον, που είχε θαυμάσει τον Ντι Στέφανο από τις εξέδρες του Χάμπντεν Παρκ το 1960.
Οταν ήρθε η ώρα να αποχωρήσει από τη Ρεάλ, το 1964, ο Ντι Στέφανο επέλεξε να πάει τελικά στη Βαρκελώνη, όχι όμως στην Μπαρτσελόνα, αλλά στη μισητή της αντίπαλο, την Εσπανιόλ. Εκεί ολοκλήρωσε την καριέρα του το 1966, σχεδόν 40 ετών, μένοντας όμως με το παράπονο ότι ποτέ του δεν έλαβε μέρος σε Παγκόσμιο Κύπελλο.
Ηθελαν να τον «κόψουν» στα δύο
Το 1953 οι συνθήκες είχαν πια ωριμάσει για να περάσει τον Ατλαντικό ο 27χρονος Ντι Στέφανο και η Μπαρτσελόνα, που κυριαρχούσε στο ισπανικό ποδόσφαιρο χάρη στον ηγέτη της Λαντισλάο Κουμπάλα, συμφώνησε με τη Ρίβερ Πλέιτ, όπου υποτίθεται ότι ανήκε ο Ντι Στέφανο, για τη μεταγραφή του στην ομάδα της Βαρκελώνης.
Ωστόσο, το ιδιοκτησιακό καθεστώς του «ξανθού βέλους» ήταν μπλεγμένο. Η ομάδα στην οποία αγωνιζόταν μέχρι εκείνη τη σεζόν, οι Μιγιονάριος Μπογοτά της Κολομβίας, ισχυρίζονταν ότι είχαν αυτοί την ιδιοκτησία του Αργεντινού, που είχε πλέον πολιτογραφηθεί Κολομβιανός. Η Ρεάλ έσπευσε να διαπραγματευθεί με τους Μιγιονάριος, οι δύο πλευρές ήρθαν σε συμφωνία, και ενώ ο Ντι Στέφανο έφτασε στην Ισπανία για λογαριασμό της Μπαρτσελόνα, η Ρεάλ εμφανίστηκε ως η νέα ιδιοκτήτριά του.
Στο πλαίσιο του δικτατορικού καθεστώτος του Στρατηγού Φράνκο, που πάντως έως τότε δεν είχε δείξει κάποια εύνοια υπέρ της Ρεάλ (ο ίδιος ήταν φίλος της Ατλέτικο) η υπόθεση του Ντι Στέφανο εστάλη σε ισπανικό δικαστήριο. Αυτό με τη σειρά του κατέληξε στην πρωτοφανή απόφαση ότι και οι δύο αντίδικοι είχαν δίκιο και θα έπρεπε να μοιραστούν τον παίκτη (!), με το να τον έχουν η μία ομάδα τον ένα χρόνο και η άλλη τον άλλο και με πρώτη τη Ρεάλ.
Εδώ βρίσκεται και το πιο σκοτεινό σημείο της υπόθεσης, καθώς σύμφωνα με τους Καταλανούς ιστορικούς του ποδοσφαίρου, το καθεστώς του Φράνκο άσκησε αφόρητη πίεση στην Μπαρτσελόνα να υποχωρήσει και να αποποιηθεί των δικαιωμάτων της επί του Ντι Στέφανο. Κατ’ άλλους, αυτό ήταν το εφεύρημα της δεκαετίας του 1970 και δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα, ωστόσο το γεγονός είναι ότι όντως αποσύρθηκε η Μπαρτσελόνα από τη διεκδίκηση του σπουδαίου επιθετικού από την Αργεντινή.
Εδωσε και πήρε σεβασμό από το ποδόσφαιρο
Ακόμη και αφού κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, ο Ντι Στέφανο δεν έπαψε να βλέπει τη ζωή του να πλημμυρίζει με ποδόσφαιρο. Ενάμιση χρόνο μετά την απόσυρσή του από τα γήπεδα, ανέλαβε προπονητής στην Ελτσε.
Ακολούθησε μια μεγάλη πορεία σε πάγκους, όχι πάντως τόσο επιτυχημένη όσο η ποδοσφαιρική, με σημαντικότερους σταθμούς τη Βαλένθια και την Μπόκα Τζούνιορς, βασικές αντιπάλους δηλαδή των ομάδων στις οποίες είχε αγωνιστεί ως παίκτης. Αυτό αποδεικνύει και τον σεβασμό που έτρεφε συνολικά το ποδόσφαιρο για την προσωπικότητά του.
Ως προπονητής πέρασε ακόμη από τις Σπόρτινγκ Λισσαβώνας, Ράγιο Βαγιεκάνο, Καστεγιόν, Ρίβερ Πλέιτ και Ρεάλ. Κατέκτησε το πρωτάθλημα και το κύπελλο στην Αργεντινή με την Μπόκα, καθώς και ένα εθνικό τουρνουά με τη Ρίβερ, ενώ με τη Βαλένθια στέφθηκε πρωταθλητής Ισπανίας και αργότερα πρόσθεσε ένα σούπερ καπ Ισπανίας και ένα σούπερ καπ Ευρώπης με τις «Νυχτερίδες».
Από το 2000 έως τον θάνατό του υπήρξε και επίτιμος πρόεδρος της Ρεάλ, λίγο αργότερα παρέλαβε εκ μέρους του συλλόγου που δόξασε τον τίτλο της Καλύτερης Ομάδας του 20ού αιώνα από τη FIFA, ενώ η γνώμη του παρέμενε μέχρι τέλους ιδιαιτέρως σεβαστή στη χώρα της Ιβηρικής.
Επελέγη από τη FIFA μεταξύ των κορυφαίων πέντε ποδοσφαιριστών του 20ού αιώνα, μαζί με τους Πελέ, Ντιέγκο Μαραντόνα, Φραντς Μπεκενμπάουερ και Γιόχαν Κρόιφ. Το 1989 τιμήθηκε με τη Σούπερ Χρυσή Μπάλα για την προσφορά του στο ποδόσφαιρο.
Ηταν επί 55 χρόνια παντρεμένος με τη Σάρα Φρέιτες και έκαναν έξι παιδιά, ενώ η τελευταία του σύντροφος, μέχρι τον θάνατό του, ήταν η γραμματέας του Τζίνα Γονσάλες, που ήταν μισό αιώνα νεότερή του.