Η Ανατολική Ευρώπη διολισθαίνει
Η δημοκρατία εξαφανίζεται στα νεότερα μέλη τής ΕΕ
Jan-Werner Müller
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Οι Ευρωπαίοι αγαπούν να γιορτάζουν επετείους, ειδικά εκείνες που μνημονεύουν ένα φοβερό παρελθόν που ξεπεράστηκε. Αυτό το έτος θα προσφέρει πολλές τέτοιες στιγμές, καθώς σηματοδοτεί τα 100 χρόνια από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, 75 χρόνια από την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, και, πιο ενθουσιαστικό απ’ όλα, ένα τέταρτο του αιώνα μετά την πτώση τού Τείχους τού Βερολίνου.
Τέτοια ορόσημα υπάρχουν για να κάνουν τους πάντες να αισθάνονται καλά σχετικά με την ευρωπαϊκή ενότητα. Όμως, μια άλλη σημαντική επέτειος είναι λιγότερο πιθανό να γιορταστεί, ακριβώς επειδή θα βάλει ένα φρένο σε αυτά τα καλά συναισθήματα. Πριν από δέκα χρόνια, οκτώ κράτη τής Ανατολικής Ευρώπης προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ακολουθούμενα από την Βουλγαρία και την Ρουμανία, τρία χρόνια αργότερα. Η Ευρώπη φαίνεται να έχει ξεπεράσει διαιρέσεις όχι μόνο του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και βαθύτερες ιστορικές διαφορές. Η ΕΕ είχε φέρει στην Ανατολή και την Δύση μαζί, εδραιώνοντας τις εύθραυστες δημοκρατίες που είχαν προκύψει από την πτώση τού κομμουνισμού.
Σήμερα, όμως, αυτός ο υποτιθέμενος θρίαμβος είναι σε σοβαρή αμφισβήτηση. Η δημοκρατία αγωνίζεται: σχεδόν όλες οι χώρες που προσχώρησαν στην ΕΕ κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας βιώνουν βαθιές πολιτικές κρίσεις. Και καθώς οι Δυτικοευρωπαίοι ηγέτες κάνουν έκκληση για επιβολή περιορισμών στην ελεύθερη κυκλοφορία σε όλη την ήπειρο, ανοίγουν νέα ρήγματα. Αντί να υποδαυλίζουν την δυσαρέσκεια των απλών Ανατολικοευρωπαίων που αναζητούν μια καλύτερη ζωή στην Δύση, οι ηγέτες τής ΕΕ θα πρέπει να μάθουν από τα λάθη τής προσχώρησης και την επιβολή σαφέστερων ορίων σχετικά με το τι πολιτικές ελίτ μπορούν να έχουν, από την ώρα που οι χώρες τους έχουν ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ
Το 2004, οι παρατηρητές χαιρέτησαν την «μετασχηματιστική δύναμη» και το «αόρατο χέρι» της ΕΕ για την βαθιά αλλαγή των χωρών από το εσωτερικό τους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ποντάρει στις ωμές στρατιωτικές παρεμβάσεις για την προώθηση της δημοκρατίας, πιο πρόσφατα στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, η ΕΕ είχε χρησιμοποιήσει την πιο ήπια δύναμη από ποτέ για να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα στην περιοχή της, διασπείροντας προσφορές συμμετοχής που καμία χώρα δεν μπορούσε να αρνηθεί. Αφότου οι κυβερνήσεις ενέδιδαν στο δέλεαρ της Ένωσης, τα θαύματα των προϋποθέσεων της ΕΕ – κάνοντας την είσοδο μιας χώρας στο κλαμπ και, ίσως το πιο σημαντικό, την εκταμίευση των επιχορηγήσεων της ΕΕ να εξαρτάται από την συμμόρφωσή της με ό, τι απαιτούν οι Βρυξέλλες - έκαναν το υπόλοιπο της δουλειάς. Το 1993, τα τότε 12 κράτη-μέλη τής ΕΕ δημιούργησαν τα «κριτήρια της Κοπεγχάγης», τα οποία όριζαν ότι οι υποψήφιες χώρες έπρεπε να αποδεικνύουν τα φιλελεύθερα δημοκρατικά διαπιστευτήριά τους πριν γίνουν δεκτές. Οι υποψήφιες χώρες πρέπει επίσης να αποδείξουν ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν μέσα στην κοινή αγορά τής Ένωσης, η οποία διέπει το εμπόριο μεταξύ των κρατών-μελών, και εφαρμόζει αξιόπιστα την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Όλα τα μέλη τής ΕΕ που εντάχθηκαν στη νέα χιλιετία – η Κύπρος, η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Σλοβακία και η Σλοβενία το 2004, η Βουλγαρία και η Ρουμανία το 2007, και η Κροατία το 2013 - φαίνονταν έτοιμες να ακολουθήσουν το παλιό πρότυπο και, αργά ή γρήγορα, να κάνουν το σωστό. Όταν, το 1998, οι Σλοβάκοι συνειδητοποίησαν ότι ο εθνικιστής πρωθυπουργός τους, ο Vladimir Meciar, ήταν απίθανο να τους οδηγήσει στην ευημερία σύμφωνα με τα πρότυπα της ΕΕ, τον ξεφορτώθηκαν μετ’ επαίνων. Ακόμη και η Βουλγαρία και η Ρουμανία, κράτη που επιβαρύνονται από την διαφθορά και την κομμουνιστική κληρονομιά, τελικά αποφάσισαν να παίξουν με βάση τους κανόνες των Βρυξελλών στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την ένταξή τους το 2007, μεταρρυθμίζοντας το σύστημα απονομής δικαιοσύνης και ιδρύοντας υπηρεσίες για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Στην Κροατία, την τελευταία χώρα που εντάχθηκε στην ΕΕ, ο ίδιος φιλοευρωπαίος πολιτικός που είχε ξεκινήσει την δημιουργία των ανεξάρτητων νομικών θεσμών έγινε ένα παράδειγμα της ενδεχόμενης αναποτελεσματικότητά τους: ο πρώην πρωθυπουργός Ίβο Σανάντερ εκτίει τώρα ποινή φυλάκισης δέκα ετών για διαφθορά.
Ωστόσο, έχει καταστεί σαφές ότι τουλάχιστον ένα μέρος αυτής της επιτυχίας ήταν ένα παραμύθι που πολλοί στην ΕΕ επέλεξαν να πιστεύουν παρά τις πολύ ανησυχητικές ενδείξεις ότι δεν είναι σωστό. Για αυτούς τους προωθητές της ιδέας, μια συνεχώς διευρυνόμενη Ένωση φαινόταν να επιδεικνύει την κοσμοϊστορική σημασία ολόκληρης της υπόθεσης της ΕΕ, αποδεικνύοντας ότι, παρ’ όλο τον ευρωσκεπτικισμό σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Βρυξέλλες κάνουν κάτι σωστό - αρκετά ώστε να συνεχίζει να προσελκύει υποψήφιες χώρες.
Σήμερα, αυτό το παραμύθι έχει καταστεί αδύνατο για όλους να το αποδεχθούν στο σύνολό του, εκτός από τους πιο ρομαντικούς πιστούς. Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ παραμένει ελκυστική για πολλά μη μέλη, τα προβλήματα της Ένωσης με τα μέλη από την Ανατολική Ευρώπη έχουν πληθύνει τόσο πολύ που δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστούν ως θέμα ενός ή δύο σάπιων μήλων – κάτι που θα ήθελε να κάνει και η ευρωπαϊκή ελίτ, ούσα αντιμέτωπη με την κρίση τού ευρώ. Ο όρος που χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει τι συμβαίνει μεταξύ των νέων μελών - «οπισθοδρόμηση» - δεν είναι αρκετός για να αποτυπώσει τα πράγματα. Η λέξη αρχικά σήμαινε επιστροφή σε μια ζωή θρησκευτικών αμαρτιών ή αποκλίσεων. Αυτό που οι χώρες τής ανατολικής Ευρώπης βιώνουν σήμερα, όμως, δεν είναι καθόλου ένα απλό ολίσθημα ηθικής. Ούτε επιστρέφουν σε οποιαδήποτε γνωστή από πριν μορφή αυταρχισμού. Αντί για αυτά, κάτι νέο αναδύεται: μια μορφή ανελεύθερης δημοκρατίας, στην οποία τα πολιτικά κόμματα προσπαθούν να κατακτήσουν το κράτος είτε για ιδεολογικούς σκοπούς ή, πιο πεζά, για οικονομικό κέρδος. Ορισμένες χώρες τής ανατολικής Ευρώπης κινούνται προς ένα μοντέλο διακυβέρνησης που μοιάζει με αυτό του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν. Όπως και η Μόσχα, οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών είναι προσεκτικές στο να διατηρήσουν την δημοκρατική βιτρίνα τους με την πραγματοποίηση τακτικών εκλογών. Αλλά οι ηγέτες τους έχουν προσπαθήσει να διαλύσουν συστηματικά τους θεσμικούς ελέγχους και τις ισορροπίες, κάνοντας την πραγματική εναλλαγή τής εξουσίας όλο και πιο δύσκολη.
Η Ουγγαρία ξεκίνησε αυτή την τάση. Το 2010, μετά την καταστροφική επικράτηση της «μεταρρυθμιστικής σοσιαλιστικής» κυβέρνησης που συνδύαζε τα χειρότερα όλων των δυνατών κόσμων - την αδίστακτη προώθηση του καπιταλισμού, την ανεξέλεγκτη διαφθορά και τα διογκούμενα ελλείμματα – ο Viktor Orban και το δεξιό κόμμα του, το Fidesz, επέστρεψαν στην εξουσία (ο Ορμπάν είχε διατελέσει πρωθυπουργός την περίοδο 1998-2002), κερδίζοντας σχεδόν το 53% της εθνικής ψήφου. Λόγω των ιδιαιτεροτήτων τού εκλογικού συστήματος της Ουγγαρίας, ο αριθμός αυτός μεταφράζεται σε μια πλειοψηφία δύο τρίτων στο κοινοβούλιο, επιτρέποντας στο Fidesz να υιοθετήσει ένα νέο σύνταγμα, τον Ιανουάριο του 2012, χωρίς την συμμετοχή οποιουδήποτε άλλου κόμματος, ομάδων πολιτών, ή του γενικού πληθυσμού. Αντί αυτών, το Fidesz διακήρυξε ότι η νίκη του το 2010 ήταν μια «επανάσταση στις κάλπες» και προώθησε μια ιδιαίτερα αντιδραστική χάρτα που δημιουργήθηκε μέσα από την εθνικιστική και λαϊκιστική εικόνα του. Υπό το οργουελιανό όνομα «Σύστημα Εθνικής Συνεργασίας» προσπάθησε επίσης να εξαγνίσει το δικαστικό σώμα, την γραφειοκρατία, και τα μέσα ενημέρωσης των μη πιστών του. Η υποκείμενη ηθική δικαιολογία τού κόμματος ήταν ότι το Fidesz και μόνο το Fidesz αντιπροσώπευε πραγματικά το ουγγρικό έθνος. Όπως ο Orban, του οποίου η πρώτη θητεία ως πρωθυπουργός ξεκίνησε το 1998, το έθεσε αφότου η κυβέρνησή του ανατράπηκε στις βουλευτικές εκλογές τού 2002, το «έθνος δεν μπορεί να είναι στην αντιπολίτευση». Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν ότι οποιαδήποτε αντίθεση στο Fidesz ήταν μη νομιμοποιημένη και όχι πραγματικά ουγγρική.
Η ειρωνεία είναι ότι η Ουγγαρία ήταν κάποτε η πρότυπη εικόνα για την μετάβαση στην δημοκρατία υπό την ηγεσία τής ΕΕ. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, πολλοί Ούγγροι ήλπιζαν ότι η Βουδαπέστη θα γίνει σύντομα όπως η Βιέννη (που απέχει μόνο λίγες ώρες με το τρένο). Κατά τις προηγούμενες μεταβάσεις, τέτοιες ελπίδες τελικά εκπληρώθηκαν – η πρώην δεξιά αυταρχική Ισπανία εισήχθη το 1986, και η Βαρκελώνη έγινε πραγματικά το Παρίσι τού φτωχού. Αλλά για την Ανατολική Ευρώπη, η μεγάλη έκρηξη των επενδύσεων έληξε γύρω στο 2007. Η εμπιστοσύνη τού κοινού στην δημοκρατία έπεσε κατακόρυφα μαζί με την οικονομία. Όπως ο Alexis de Tocqueville σημείωνε πριν από πολύ καιρό, δεν είναι η αντικειμενική οικονομική κατάσταση μιας χώρας που τείνει να δημιουργήσει σοβαρές πολιτικές κρίσεις, αλλά η αίσθηση ότι οι δικαιολογημένες προσδοκίες δεν έχουν ικανοποιηθεί.
Σίγουρα, το Fidesz δεν θα μπορούσε να κάνει ό, τι έκανε από μόνο του. Επωφελήθηκε από τον τρόπο που απαξιώθηκαν οι αριστερές μετα-κομμουνιστικές ελίτ στην δεκαετία τού 1990, επιτρέποντας στην διαφθορά να ακμάσει και παραλείποντας να διευκολύνει την κοινωνική μετάβαση στον φιλελεύθερο καπιταλισμό. Το Fidesz κατάφερε να πείσει τους υποστηρικτές του ότι η μετάβαση του 1989 ήταν μια απάτη, ενθαρρύνοντας τους πολίτες να μην κατηγορούν τους εαυτούς τους για τα πρόσφατα οικονομικά δεινά, αλλά να αποδίδουν τα προβλήματά τους στις αμαρτίες εκείνων που διαπραγματεύτηκαν την μετάβαση το 1989. Το κόμμα επικαλέστηκε επίσης τον παραδοσιακό εθνικισμό για να νομιμοποιήσει την λαϊκίστικη ιδέα ότι οι έλεγχοι και οι ισορροπίες είναι πράγματα περιττά. Κατά την άποψή του, μόνο ο Orban θα μπορούσε πραγματικά να εκπροσωπεί και να πραγματοποιεί την βούληση του έθνους. Καθώς το Fidesz ανέβαινε, η πολιτική συναίνεση που ο Ούγγρος ιστορικός Balazs Trencsenyi είχε αποκαλέσει «μετα-αντιθετική» - δηλαδή η εύνοια προς τους βασικούς κανόνες και τους θεσμούς τής φιλελεύθερης δημοκρατίας - κατέρρευσε.
Σίγουρα, δεν έχει ακολουθήσει την ίδια πορεία κάθε νέο μέλος τής ΕΕ. Υπάρχουν σοβαρές διαφορές μεταξύ των χωρών, ακριβώς όπως υπήρχαν πάντα σημαντικές ιδιαιτερότητες στο ανατολικό μπλοκ. Αλλά οι περισσότεροι από την περιοχή έχουν πληγεί από βαθιά διχασμένους πολιτικούς θεσμούς, με τουλάχιστον την μια πλευρά να αποκαλεί την άλλη ως παράνομη και ακατάλληλη να κυβερνήσει. Και η εκλογική μεταβλητότητα παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα, καθώς νεοεισερχόμενοι, όπως ο Τσέχος δισεκατομμυριούχος Andrej Babis, το κόμμα τού οποίου βρέθηκε δεύτερο στις Τσεχικές γενικές εκλογές τον Οκτώβριο του 2013, συνεχίζουν να εμφανίζονται στην σκηνή για να δηλώσουν ότι το σύνολο του υφιστάμενου πολιτικού κατεστημένου είναι ανήθικο και πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια. Ακόμη και σε χώρες όπου οι πρόσφατες διαμάχες για την εξουσία ήταν λιγότερο για την ιδεολογία και περισσότερο για την αρπαγή κρατικών πόρων (η Βουλγαρία και η Ρουμανία είναι τα προφανή παραδείγματα), ένα τοξικό μείγμα πολιτισμικών πολέμων και συνταγματικών κρίσεων έχει γίνει το νέο φυσιολογικό. Ένα από τα πρώην πρότυπα της μετα-κομμουνιστικής μετάβασης, η Τσεχική Δημοκρατία, ξαφνικά μοιάζει με την Γερμανία της Βαϊμάρης. Όταν η χώρα εξέλεξε άμεσα πρόεδρο για πρώτη φορά το περασμένο έτος, αυτός ο πρόεδρος, ο Milos Zeman, αψήφησε το Κοινοβούλιο εγκαθιστώντας έναν από τους δικούς του έμπιστους ως πρωθυπουργό, προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να αρπάξει νέες εξουσίες για την προεδρία.
Η μοναδική μεγάλη εξαίρεση σε αυτό το μοτίβο ήταν η Πολωνία, το μεγαλύτερο κράτος τής περιοχής. Η χώρα έχει ξεπεράσει την πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση εξαιρετικά καλά και είναι το μόνο ευρωπαϊκό κράτος που έχει αποφύγει μια ύφεση από το 2008. Επωφελούμενη από την στενή εναρμόνισή της με την Γερμανία, έχει προσπαθήσει σκληρά να θεωρηθεί ως ηγέτης τής δημοσιονομικά υπεύθυνης βόρειας Ευρώπης. Το 2011, στις εκλογές τής χώρας, ο πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ κατάφερε να επανεκλεγεί με το να παρουσιάσει τον εαυτό του ως τη μόνη εναλλακτική λύση στον αρχι-λαϊκιστή Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, του οποίου η αντιδημοκρατική πολιτική είχε ήδη αποτύχει κατά την διάρκεια της θητείας του ως πρωθυπουργού την περίοδο 2006-2007.
Σε κάθε περίπτωση, ο Κατσίνσκι δεν είχε ποτέ το είδος τής πλειοψηφίας από το οποίο έχει επωφεληθεί ο Orban. Υπάρχει μια καλή πιθανότητα, ωστόσο, ότι θα κάνει μια επιστροφή στις εκλογές τού 2015. Μέχρι τότε, ο Κατσίνσκι μπορεί να έχει μάθει από το παράδειγμα του Όρμπαν: Μην κάνεις απλώς εθνικιστικές ομιλίες γελοιοποιώντας την προηγούμενη κατάσταση. Ξαναγράψε τους κανόνες και αναδιοργάνωσε το σύστημα προς όφελός σου. Παρά το γεγονός ότι ο Κατσίνσκι είναι απίθανο να αποκτήσει μια πλειοψηφία που αλλάζει το παιχνίδι, οι ηγέτες τής Δυτικής Ευρώπης πρέπει να αναγνωρίσουν τον πειρασμό να ακολουθήσει το υπόδειγμα του Orban - και την σημαντική πιθανότητα κάποιος να την γλιτώσει με αυτό.
Οι δεξιοί εθνικιστές δεν είναι οι μόνοι που προσπαθούν να κάνουν τέτοιες κινήσεις. Το μάθημα του Orban είναι αυτό που η αριστερά τής περιοχής παίρνει επίσης στα σοβαρά. Ο Zeman έχει σαφώς μελετήσει τους τρόπους τού Orban πριν κάνει την κίνησή του για το Κοινοβούλιο της Τσεχίας. Το ίδιο και ο πρωθυπουργός τής Ρουμανίας, Βίκτορ Πόντα. Από τότε που κέρδισε την πλειοψηφία των δύο τρίτων στο Κοινοβούλιο τον Δεκέμβριο του 2012, ο Πόντα και το κόμμα του έχουν εργαστεί για ένα νέο σύνταγμα που θα περιόριζε σοβαρά την ανεξαρτησία και τον εποπτικό ρόλο των δικαστηρίων τής χώρας, μεταφέροντας αποφασιστικά την ισορροπία τής ισχύος μακριά από το δικαστικό σώμα και υπέρ τού Κοινοβουλίου.
ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΚΛΑΜΠ
Καθώς η δημοκρατία στην περιοχή βρίσκεται κάτω από διαρκή επίθεση, η ΕΕ έχει κάνει ελάχιστα. Μέρος τού προβλήματος είναι ότι τα κριτήρια της Κοπεγχάγης δεν ήταν ποτέ τόσο αποτελεσματικά όπως υποστηρίζουν οι Βρυξέλλες. Ήταν πολύ γενικά και εφαρμόστηκαν με μεγάλη ασυνέπεια. Οι ελίτ τής ΕΕ συμπέραναν ότι αν τα νέα μέλη ήταν σε θέση να τηρούν τους κανόνες που διέπουν την κοινή αγορά τής ΕΕ, θα μπορούσαν να πιστοποιηθούν ως πλήρεις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Ακόμη και χώρες που ξεκάθαρα δεν ήταν αρκετά έτοιμες για πλήρη ένταξη στην ΕΕ, όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία, τους επιτράπηκε η είσοδος, και μάλιστα με λίγες προϋποθέσεις - όλα με την ελπίδα ότι η ένταξη στο κλαμπ τής Ευρώπης θα μετατρέψει τους φαινομενικά βάρβαρους σε καλούς φιλελεύθερους δημοκράτες. Αυτές οι ελπίδες αποδείχθηκαν αδικαιολόγητες, και τώρα που οι χώρες αυτές έχουν εισαχθεί, οι Βρυξέλλες έχουν ακόμη μικρότερη επιρροή πάνω τους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κατά καιρούς πει σκληρά λόγια για τον Orban, με τον Επίτροπο αρμόδιο για την Δικαιοσύνη να καλεί επανειλημμένα την Βουδαπέστη να τηρήσει «τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αξίες», αλλά στερείται τα νομικά και πολιτικά μέσα για να παρέμβει. Η Επιτροπή έχει την εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις, αλλά μόνο όταν οι χώρες δεν ακολουθούν τους κανόνες τής κοινής αγοράς τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, στην καλύτερη περίπτωση, οι Βρυξέλλες ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τα πολιτικά προβλήματα με έμμεσο τρόπο. Το 2011, για παράδειγμα, όταν η κυβέρνηση Fidesz ουσιαστικά αποκεφάλισε το δικαστικό σύστημα της Ουγγαρίας μειώνοντας το όριο της υποχρεωτικής ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών από τα 70 στα 62, το περισσότερο που μπορούσε να κάνει η ΕΕ ήταν να μηνύσει την Ουγγαρία για ηλικιακές διακρίσεις. Οι Βρυξέλλες τελικά κέρδισαν την υπόθεση, αλλά οι δικαστές ποτέ δεν αποκαταστάθηκαν, και η πολιτική κατάσταση παρέμεινε όπως την ήθελε το Fidesz.
Θεωρητικά, ένα κράτος-μέλος τής ΕΕ μπορεί να υποστεί αναστολή ενός μέρους των δικαιωμάτων του ως μέλους, εφόσον παραβιάζει συστηματικά «τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αξίες», όπως την δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Αλλά είναι οι εθνικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών τής ΕΕ που, τελικά, αποφασίζουν αν θα λάβουν τέτοια δραστικά μέτρα, και είναι απίθανο να χρησιμοποιήσουν αυτή την εξουσία σε τίποτα άλλο εκτός από τις πιο τρομερές συνθήκες. Ο πρωταρχικός φόβος τους είναι ότι θα δημιουργηθεί προηγούμενο. Τι θα γίνει αν κάποιος κυνηγήσει εκείνες μια μέρα; Δυστυχώς, η εναλλακτική λύση –Ευρωπαίοι ηγέτες με επιρροή που να εφαρμόζουν πίεση πίσω από κλειστές πόρτες - δεν είχε τόσο μεγάλη επίδραση. Η δημόσια κατονομασία και διαπόμπευση βοήθησε ακόμη λιγότερο: Οι κυβερνήσεις στις οποίες απευθύνονταν αυτές οι επικρίσεις έχουν απαντήσει με το να τις χρησιμοποιούν για να ανατροφοδοτήσουν αντιευρωπαϊκά αισθήματα ανάμεσα στους ψηφοφόρους τους, όπως όταν ο Orban συνέκρινε την ΕΕ σε μια αποικιακή δύναμη το 2012, εξαγγέλλοντας έναν «πόλεμο ανεξαρτησίας» έναντι των Βρυξελλών.
Ωστόσο, η ΕΕ δεν έχει χάσει όλη την κανονιστική δύναμή της. Τον Νοέμβριο, όταν ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς, υπό την πίεση της Μόσχας, αρνήθηκε να υπογράψει μια συμφωνία που θα ενίσχυε το εμπόριο της Ουκρανίας και άλλους δεσμούς με τις Βρυξέλλες, δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους τού Κιέβου. Επίσης, ο «πόλεμος ανεξαρτησίας» τού Orban δεν έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα δημοφιλής εγχωρίως. Και παρ’ όλο που ο πρωθυπουργός τής Ουγγαρίας έχει φλερτάρει με την ιδέα μιας μελλοντικής στροφής προς την Κίνα και την Ρωσία, ως εναλλακτικές λύσεις στην ΕΕ, ούτε ο ίδιος ούτε κανένας άλλος ηγέτης στην γειτονιά του εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο η χώρα του να φύγει από το ευρωπαϊκό κλαμπ. Καμία χώρα δεν θέλει να αρνηθεί τα χρήματα της ΕΕ, ιδίως όταν τα ποσά συχνά ανέρχονται σε σχεδόν 2% του ΑΕΠ. Όλα αυτά τα κράτη ελπίζουν ότι μπορούν να παρεκτρέπονται άσχημα χωρίς να τους πετάξουν έξω. Η αποπομπή, στην πραγματικότητα, είναι μια νομική αδυναμία, αφού μόνο εκουσίως μπορεί κανείς να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι ενώσεις δεν λειτουργούν, ωστόσο, εκτός αν κάποιος επιβάλλει τους κανόνες από καιρό σε καιρό, και η ΕΕ δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες, λοιπόν, τώρα συζητούν για το πώς θα δημιουργήσουν νέα μέσα που θα επιτρέψουν στην ΕΕ να θέσει όρια για το εάν και το πώς τα κράτη-μέλη τής ΕΕ μπορούν να αλλάξουν το Σύνταγμά τους. Κάτι τέτοιο έχει μια καλή λογική. Το ίδιο θα μπορούσε και η διακοπή των συνομιλιών στην Δυτική Ευρώπη για τον περιορισμό της μετανάστευσης στο εσωτερικό της Ένωσης. Μια τέτοια συζήτηση, η οποία ξεκίνησε κυρίως από τον Βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον, απλώς υποδαυλίζει την δυσαρέσκεια μεταξύ των απλών Βούλγαρων και Ρουμάνων οι οποίοι ασκούν το δικαίωμά τους να κυκλοφορούν ελεύθερα εντός τής ΕΕ. Ο πολιτικός επιστήμονας Grigore Pop-Eleches έχει επισημάνει ότι το να επιτρέπεται σε όλους τους πολίτες της ΕΕ να εργάζονται και να ταξιδεύουν σε ολόκληρη την Ένωση θα μπορούσε να έχει μια ευεργετική επίδραση σχετικά με το κράτος δικαίου στις πιο ταραγμένες χώρες, καθώς η επιστροφή των μεταναστών φέρνει μαζί τους υψηλότερες προσδοκίες διακυβέρνησης και είναι πιο πρόθυμοι να αναλάβουν δράση κατά της διαφθοράς.
Στο τέλος, οι πολίτες τής Ανατολικής Ευρώπης μπορεί να αποδειχθούν καλύτεροι από ό, τι τα πολιτικά τους ιδρύματα. Μέχρι στιγμής, ούτε μια από τις βαθιές συνταγματικές αλλαγές στην περιοχή δεν έχει επικυρωθεί από τον λαό. Το σύνταγμα του Fidesz δεν τέθηκε ποτέ στον λαό, και ένα δημοψήφισμα που ξεκίνησε από τον Ρουμάνο Πόντα για να ανατρέψει τον πρόεδρο απέτυχε το 2012. Εν τω μεταξύ, οι λαϊκές διαμαρτυρίες εμπόδισαν τον διορισμό των ολιγαρχών στην βουλγαρική κυβέρνηση το 2013. Στους δρόμους τής Σόφιας, οι φοιτητές που διαδήλωναν κατά των ολιγαρχών τής χώρας τραγουδούσαν τον πολιτιστικό ύμνο της δυτικής Ευρώπης: Την «Ωδή στη Χαρά», του Μπετόβεν.
Το 1989, οι απλοί άνθρωποι και οι πολιτικοί διαφωνούντες κατάφεραν (στις περισσότερες περιπτώσεις) ειρηνικά να ανατρέψουν τις καταπιεστικές κυβερνήσεις τής Ανατολικής Ευρώπης σε μια σειρά από «βελούδινες επαναστάσεις». Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, οι άνθρωποι της περιοχής πρέπει να διασφαλίσουν την κληρονομιά των επαναστάσεών τους δείχνοντας για μια ακόμα φορά ανάλογη αποφασιστικότητα - και εμποδίζοντας τις λαϊκιστικές προσπάθειες τύπου Orban να τους κλέψουν τώρα.
* Ο JAN-WERNER MULLER είναι καθηγητής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Princeton.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/140736/jan-werner-mueller/eastern...