Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Άρθρο για τον Παπάγο και την κληρονομιά του


Ο Παπάγος και η κληρονομιά του
ΚΩΣΤΑΣ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Η κάθοδος του Αλέξανδρου Παπάγου στην πολιτική, τον Ιούλιο του 1951, ήταν το αποτέλεσμα εξωθεσμικής παρεμβάσεως, συνεργασίας αλλοτρίων δυνάμεων.
Το εγχείρημα εστήριζαν οι ΗΠΑ, οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ, ισχυρότατοι οικονομικοί παράγοντες, όπως ο Μποδοσάκης Αθανασιάδης και ο Χριστόφορος Στράτος, και εκδότες, μεταξύ των οποίων σημαντικότατος ήταν ο ρόλος του Δημητρίου Λαμπράκη του «Βήματος» και των «Νέων» και φυσικά του Γεωργίου Βλάχου της «Καθημερινής».
Αλλά πέραν όλων τούτων, το κύρος του αρχιστρατήγου μεταξύ των Ελλήνων πολιτών τόσο κατά το αλβανικό έπος όσο και στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου ήταν τεράστιο και οι επιτυχίες του στο πεδίο των μαχών δημιουργούσαν την ελπίδα εξόδου από την πολιτική κρίση που εμάστιζε τη χώρα. Οι προσδοκίες δεν διαψεύστηκαν.
Αντίθετοι προς το εγχείρημα ήταν ο βασιλεύς Παύλος, η ηγεσία των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων, του Λαϊκού Κόμματος και των Φιλελευθέρων. Στην αναμέτρηση αυτή το επίσημο κατεστημένο ηττήθη και ο Βλάχος θα έγραφε σε άρθρο του την 31η Ιουλίου 1951 τα εξής θριαμβικά:
«Εξαφνα ένα ανακοινωθέν, έξι λέξεις, τα εσάρωσαν όλα: “Ο στρατάρχης κατέρχεται εις τας εκλογάς”. Δεν εχρειάσθη τίποτε άλλο έξω από τας έξι λέξεις αυτάς, διά να τερματισθεί από χθες εις τας οκτώ ολόκληρος ο βίος του παλαιοκομματισμού εν Ελλάδι...». Βεβαίως, ο παλαιοκομματισμός επανήλθε με νέο μανδύα λίγα χρόνια αργότερα.
Η είσοδος του Παπάγου στην πολιτική οριοθετεί μία ώσμωση, εν πολλοίς τεχνητή, μία κάποια συμφιλίωση Λαϊκών και Φιλελευθέρων, σε επίπεδο στελεχών. Οι Φιλελεύθεροι διατήρησαν την αυτονομία τους και επανήλθαν στο προσκήνιο το 1961. Η Δεξιά από την πλευρά της υπέστη σοβαρή μετάλλαξη, καθώς υποχρεώθηκε σε μία συμβίωση με τα στελέχη των Φιλελευθέρων που είχαν προσχωρήσει στο κόμμα του αρχιστρατήγου. Η αναγκαστική αυτή συνύπαρξη της εξασφάλισε έως τις εκλογές του Μαΐου 2012 –οπότε επήλθε ο κατακερματισμός της– τη δυνατότητα να παραμείνει η μόνη συμπαγής δύναμη του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Ο Αλέξανδρος Παπάγος δεν ήταν πολιτικός, όμως δεν είχε περιορισθεί στα στρατιωτικά καθήκοντά του. «Τον Οκτώβριο του 1935», θα του υπενθύμιζε ο Γεώργιος Βλάχος τον Ιανουάριο του 1950, «παρελάβατε έναν ναυτικόν και έναν αεροπόρον και εσταματήσατε εις την οδόν Κηφισιάς το αυτοκίνητο του τότε πρωθυπουργού [σ.σ. Παναγή Τσαλδάρη] και επροκαλέσατε την ανατροπή του... και εσταματήσατε την Ελλάδα εις τον ανύπαρκτόν της κατήφορον και δεν την σταματάτε τώρα εις τον κρημνόν;».
Επί ενάμιση χρόνο η αμφιθυμία του Παπάγου εκτράχυνε τις σχέσεις του με τα Ανάκτορα, υπονόμευε το ασταθές πολιτικό σύστημα και παρέτεινε την αβεβαιότητα. Αλλά οι μοναδικές επιδόσεις της κυβερνήσεώς του δικαίως έσυραν στη λήθη τις αρχικές ενστάσεις.
Η επιτυχία των πρώτων χρόνων της πρωθυπουργίας του Κων/νου Καραμανλή θα ήταν αδιανόητη εάν δεν είχε προηγηθεί η κυβέρνηση του Παπάγου. Η αποτυχία του αρχηγού της ΕΡΕ, στο επίπεδο των εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών, άρχισε όταν η ΕΔΑ εξασφάλισε στις εκλογές του 1958 ποσοστό 24,42% και ανεδείχθη σε αξιωματική αντιπολίτευση. Η διακυβέρνηση Καραμανλή δεν εγγυάτο πλέον τη βιωσιμότητα του συστήματος, που ήταν και το ζητούμενο, και άρχισαν οι προσπάθειες για την αναβίωση του Κέντρου.
Με την πλήρη απαξίωση της πολιτικής συμβάσεως που δημιούργησε η μεταπολίτευση –την εξαφάνιση του ΠΑΣΟΚ από την πολιτική σκηνή και τον θρυμματισμό της Ν.Δ.– πολλοί ονειρεύονται την ανασύσταση της Κεντροδεξιάς με όρους αντίστοιχους εκείνων που έφεραν στο προσκήνιο τον Ελληνικό Συναγερμό και τον Αλέξανδρο Παπάγο στην πρωθυπουργία. Δεν είναι της παρούσης. Δεν υφίστανται τα πρόσωπα. Δεν υφίστανται οι μηχανισμοί. Απλώς βιώνουμε την απαξίωση του συστήματος της μεταπολιτεύσεως, που όντως πολύ ημάρτησε.