Βερολίνο, μέρος Β΄: η δύναμη του διαλόγου
Tου Στεφανου Κασιματη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Εκ της φύσεώς μου είμαι απαισιόδοξος. Εξηγούμαι: ποια είναι η χειρότερη εκδοχή για την έκβαση των πραγμάτων; Τούτη; Πολύ ωραία. (Σχήμα λόγου αυτό, βεβαίως...) Ας ετοιμάζομαι γι’ αυτήν λοιπόν.
Ετσι είμαι -λέω στον εαυτό μου- και δύσκολα αλλάζω. Ομως, από την επίσκεψη στη Γερμανία επέστρεψα κατά τι αισιόδοξος. Πώς κι έτσι; Επειδή μου δόθηκε η ευκαιρία να θυμηθώ κάτι που ήξερα, αλλά, βυθισμένος στην ελληνική πραγματικότητα της άγονης αντιπαράθεσης, των αδιαπραγμάτευτων δικαίων και της ασυμβίβαστης μαχητικότητας, το είχα ξεχάσει: συγκεκριμένα, ότι οι άνθρωποι, οι απόψεις και οι στάσεις τους, αλλάζουν με τη δύναμη του διαλόγου. Αυτό είναι που θέλω να μοιραστώ μαζί σας σήμερα, γιατί αυτό ήταν το κέρδος τριών ημερών δουλειάς, με φόντο το Βερολίνο.
Οπως είναι φυσικό, οι Ελληνες που μετείχαμε στο εντατικό πρόγραμμα συναντήσεων με παράγοντες της πολιτικής, της οικονομίας και του Τύπου στη Γερμανία ήμασταν ως ομάδα ανομοιογενής. Εκφραζόταν ανάμεσά μας, δηλαδή, και η στάση: «Σιγά τώρα! Μας τα ’χουν ξαναπεί». Μέσα στην πορεία των τριών ημερών, όμως, είδα τη στάση αυτή να αλλάζει και να γίνεται: «πρώτη φορά τα ακούω έτσι φόρα παρτίδα»· και, στο τέλος, να γίνεται: «βέβαια, άμα τα ακούς έτσι...» και ο νοών νοείτω. Τι ήταν αυτό που προκάλεσε τη σταδιακή αλλαγή; Πώς, δηλαδή, έγινε η μετατόπιση από το πρώτο στάδιο (της άρνησης), στο δεύτερο (της αναγνώρισης του άλλου) και από εκεί στο τρίτο (της, μερικής έστω, αποδοχής του άλλου); Το ερώτημα με απασχόλησε πολύ και κατέληξα στο εξής: αυτό που έκανε τη διαφορά ήταν ότι το «και τώρα θα κάτσεις να τα ακούσεις» συνοδευόταν με το «θα σου ανοίξω την καρδιά μου». Με άλλα λόγια, θα στα πω μεν φόρα παρτίδα, αλλά συγχρόνως θα σου δείξω και την καλή πίστη μου. Με ακόμη λιγότερες λέξεις: θα σου πω την αλήθεια μου.
Τώρα, αυτό που δίνει την ποιότητα της αλήθειας σε κρίσεις σκληρές για τη χώρα σου (εν τέλει, για εσένα τον ίδιο, διότι οι ξένοι που έχεις απέναντι μόνον έτσι σε βλέπουν, αφού ελάχιστα ξέρουν για σένα) είναι ο τρόπος. Να γίνω συγκεκριμένος, για τον τρόπο που είχαν οι Γερμανοί τους οποίους συναντήσαμε: Ακόμη και στις 7.30 το πρωί, τους έβλεπες στην κανονισμένη συνάντηση φρέσκους, έτοιμους, πρόθυμους, χαμογελαστούς. Καμία αργοπορία, καμία δυσθυμία, καμία έπαρση ή συγκαταβατικότητα προς τον συνομιλητή, ακόμη και αν ήταν εκεί ως εκπρόσωποι της ακραίας άποψης ότι η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει το ευρώ. (Μας έτυχε και ένας τέτοιος, αλλά ήταν δημοσιογράφος και, ως γνωστόν, από τη φάρα αυτή όλα μπορείς να τα περιμένεις...) Επί της ουσίας, δε, έβλεπες πόσο είχαν σκεφθεί τα επιχειρήματά τους υπέρ των μεταρρυθμίσεων από τη γωνία τη δική μας: είχαν μπει, δηλαδή, στον κόπο να πάρουν τη θέση του άλλου. Ποιοι ήσαν αυτοί; Επιστημονικά στελέχη του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, ανώτατα στελέχη του υπουργείου Οικονομίας, πολυάσχολοι πολιτικοί, ακόμη και ένας highflier της συνομοταξίας, δημοσιογράφοι εντύπων με κυκλοφορία πολλαπλάσια των δικών μας.
Θα μπορούσατε να αντιτείνετε, βέβαια -γιατί το άκουσα και αυτό από φίλη, όταν της αφηγούμην πώς πέρασα στο Βερολίνο- ότι «οι Γερμανοί το έκαναν για το συμφέρον τους, σε κολάκευσαν κορόιδο και εσύ τσίμπησες». Ε, και λοιπόν; Μα και βέβαια το έκαναν για το συμφέρον τους! Είπε κανείς ότι το έκαναν για την ψυχή της μάνας τους; Παντού στις ανθρώπινες σχέσεις υπάρχει το συμφέρον - ακόμη και στις ερωτικές σχέσεις μεταξύ ελλόγων όντων, όσο και αν περιστασιακά τα έχει τυφλώσει «θεούλης φτερωτός, μωράκι, του Διόνυσου συνταξιδιώτης». Εξάλλου, στις συζητήσεις μαζί τους, οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν είχαν πρόβλημα να αναγνωρίσουν τον ρόλο που έχει η επιδίωξη του συμφέροντός τους στο ενδιαφέρον το οποίο δείχνουν για τη σωτηρία της Ελλάδας: «Οχι, δεν μπαίνω στον πειρασμό να σκεφθώ ποτέ ότι δεν αξίζει η προσπάθεια για τη χώρα σας, διότι θέλω να κάνω τον οφειλέτη μου ικανό να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Αυτό είναι προς το συμφέρον και των δύο», ήταν η απάντηση που έδωσε σε σχετικό ερώτημα ανώτατο στέλεχος του γερμανικού υπουργείου Οικονομίας, αρμόδιο για τον σχεδιασμό της ελληνικής πολιτικής του υπουργείου του. Επιμένω λοιπόν: οι σχέσεις χτίζονται επάνω στην αμοιβαιότητα των συμφερόντων. Το ζητούμενο είναι η εξεύρεση του σημείου μέχρι του οποίου ταυτίζονται τα διαφορετικά συμφέροντα, ώστε η συμπόρευση να γίνει εφικτή. Γι’ αυτό και η συνεννόηση είναι απαραίτητη. Αν, τώρα, θεωρεί κανείς ότι υποκύπτει στην κολακεία, όταν ανταποκρίνεται στην καλόπιστη προσπάθεια του άλλου να τον πλησιάσει, ας είναι δικαίωμά του. (Προσωπικώς, αναγνωρίζω την ελευθερία του ατόμου στην αυτοκτονία. Θα την αρνηθώ για τον αυνανισμό; Στο κάτω κάτω, αυτός δεν σκοτώνει, μόνο κουφαίνει...)
Ας επανέλθω όμως στη λειτουργία του διαλόγου μέσα στην ομάδα. Το ενδιαφέρον αποτέλεσμα από τη μετατόπιση προς το μέσον του αρνητικού πόλου («μας τα έχουν ξαναπεί οι Γερμαναράδες» κ.λπ.) ήταν ότι προκάλεσε την αντίστοιχη μετατόπιση και του θετικού πόλου της ομάδας («οι Ελληνες έχουν άδικο - τελεία και παύλα!»). Είδα, δηλαδή, πως η έκθεσή μας στον καλοπροαίρετο διάλογο επέδρασε στις αρχικές θέσεις μας και τις έκανε να συγκλίνουν. Συνειδητοποίησα, έτσι, πόσο κακό έχουμε κάνει στον εαυτό μας σε τούτη τη χώρα, εμμένοντας στη λογική της τυφλής σύγκρουσης που επιδιώκει την ολοκληρωτική νίκη. Κατάλαβα, θέλω να πω, πως η συνήθεια γίνεται φορμαλισμός, στον οποίο εγκλωβίζεσαι, ώσπου πια η σύγκρουση είναι ο μόνος τρόπος που έχεις για να κάνεις πολιτική. Αλλάζει αυτό; Απαντώ με τα λόγια ενός Γερμανού συνομιλητή μας: «Αν νομίζετε ότι το 1945 αλλάξαμε μέσα σε έναν μήνα, επειδή είχαμε καταστρέψει την Ευρώπη, κάνετε λάθος. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πολλή προσπάθεια». Ισχύει και για εμάς, έστω και αν το μόνο που καταστρέψαμε ήταν ο εαυτός μας. Αρκεί να το συνειδητοποιήσουμε· και, για να συμβεί αυτό, πρέπει πρώτα να μάθουμε να μιλάμε.
Για τα πολιτικά, πάλι δεν περίσσεψε χώρος· οπότε μάλλον θα υπάρξει και «Βερολίνο, μέρος Γ΄» την Κυριακή...