Εμφύλιος, μια ελληνική υπόθεση
Η αδυναμία της κυβέρνησης να επιβάλει τον νόμο και η άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ να συνεργαστεί με τους αντιπάλους της
Του Θάνου Bερεμή
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η ένοπλη αναμέτρηση του εμφυλίου δεν ήταν προϊόν συνωμοσίας της Αριστεράς ή της Δεξιάς μολονότι ήταν αναπόφευκτο να επιδιώξουν και οι δύο πλευρές να ταυτίσουν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης με τα σχέδια των πρωταγωνιστών του Ψυχρού Πολέμου, της Σοβιετικής Ενωσης και των ΗΠΑ.
Ομως τον ελληνικό εμφύλιο δεν προκάλεσαν ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Σοβιετική Ενωση αλλά η αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να επιβάλει τον νόμο και να εξασφαλίσει την ισονομία και η άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ να συνεργαστεί με τους πολιτικούς της αντιπάλους τους οποίους περιφρονούσε. Υπήρξαν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μεταπολεμικές εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες χωρίς όμως να οδηγηθούν στην ένοπλη σύγκρουση.
Περισσότερο από όλες τις μορφές ένοπλης βίας, ο εμφύλιος πόλεμος ενέχει το στοιχείο της οικειότητας ανάμεσα στους εμπόλεμους που καθιστά τις διαφορές τους πιο προσωπικές και γι’ αυτό δυσεπίλυτες. Αν οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού έβλεπαν τους αντιπάλους του Εθνικού Στρατού σαν μίσθαρνα όργανα του «μοναρχοφασισμού», οι αντίπαλοι τους θεωρούσαν αποστάτες μιας μεγάλης εθνικής παράδοσης και ενεργούμενα μιας ξενοκίνητης συνωμοσίας. Ετσι ενώ οι πόλεμοι μεταξύ κρατών τερματίζονται συνήθως όταν μια από τις δύο πλευρές επιβληθεί στο πεδίο της αναμέτρησης, ο εμφύλιος συνεχίζεται μέσα στις ψυχές των αντιπάλων πολλά χρόνια μετά την έκβασή του. Τον ελληνικό εμφύλιο προκάλεσαν κυρίως οι Ελληνες και όσο πιο γρήγορα οι ιστορικοί μας αντιληφθούν την απλή αυτή αλήθεια τόσο πιο γρήγορα θα αρχίσει να ξετυλίγεται ο μπερδεμένος μίτος της ιστορικής μας Αριάδνης. Υπήρξαν βέβαια ξένες δυνάμεις που θέλησαν να επωφεληθούν από την αδυναμία της Ελλάδας να επιβάλει την κυριαρχία της σε πληθυσμούς της βορειοδυτικής, κυρίως, Μακεδονίας οι οποίοι είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές και με γιουγκοσλάβικη ενθάρρυνση αναζητούσαν αυτόνομη ή ανεξάρτητη κρατική οντότητα μετά τον Πόλεμο. Μια από τις τελευταίες πράξεις του Νίκου Ζαχαριάδη, γενικού γραμματέα του ΚΚΕ, ήταν η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (Ε΄ Ολομέλεια) τον Ιανουάριο του 1949 με την οποία υποσχόταν την «εθνική αποκατάσταση» των Σλαβομακεδόνων. Ο γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ είχε προφανώς οδηγηθεί στην απόφαση αυτή για το Μακεδονικό από την επιθυμία του να θέσει υπό τον έλεγχο του κόμματός του τους φιλογιουγκοσλάβους κομμουνιστές, τη στιγμή ακριβώς που ο Τίτο, εξαιτίας της ρήξης του με την Κομινφόρμ, είχε αναγκαστεί να αναστείλει τον μακεδονικό αλυτρωτισμό. Ο Ζαχαριάδης έσπευσε να ταυτισθεί με τον αντίπαλο του Τίτο, βουλγαρικό αλυτρωτισμό στη Μακεδονία. Η θέση για την αυτονομία αυτή της Μακεδονίας εγκαταλείφθηκε με απόφαση της ΣΤ΄ Ολομέλειας τον Οκτώβριο του 1949, όμως η ζημιά είχε γίνει πια.
Η σύνθεση των δύο αντιπάλων
Σημαντικοί νέοι ιστορικοί της Θεσσαλονίκης κυρίως καταπιάστηκαν με ευαίσθητα θέματα του εμφυλίου χωρίς δεξιές ή αριστερές αγκυλώσεις. Ομως ακόμα και κατά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου δεν είναι αμελητέος ο αριθμός ιστορικών που απέκτησαν πρόσβαση σε αρχειακό υλικό που μέχρι την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν απρόσιτο. Οι Φίλιππος Ηλιού, Βασίλης Κόντης, Σπύρος Σφέτας, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Κώστας Κατσάνος, Κατερίνα Τσέκου υπήρξαν μερικοί από αυτούς. Ολοι αυτοί και πολλοί ακόμα που ασχολήθηκαν με πτυχές του ελληνικού εμφυλίου είναι δυνατό να καταταχθούν στις γνωστές ιστοριογραφικές κατηγορίες: την ορθόδοξη ή παραδοσιακή, την αναθεωρητική και τη μετα-αναθεωρητική ή ρεαλιστική. Και αν η ιστορία του ΚΚΕ του Γεωργίου Κούσουλα τοποθετείται εύκολα στην παραδοσιακή κατηγορία, πού να κατατάξουμε τον Κ. Μ. Γουντχάουζ αυτόπτη του εμφυλίου και πρωταγωνιστή; Αξίζει να θυμίσουμε ότι ο Γουντχάουζ ως συντηρητικός βουλευτής στο βρετανικό Κοινοβούλιο άσκησε αυστηρή κριτική κατά της ελληνικής στρατιωτικής δικτατορίας και στο αυτοβιογραφικό του έργο «Something Ventured», κατέκρινε την πατρίδα του για την πολιτική της στο Κυπριακό. Πού να κατατάξουμε ακόμα τον Γιάννη Ιατρίδη που πρώτος έγραψε επιστημονικά για τον Δεκέμβριο του 1944 και υπήρξε υπεύθυνος για το «αναθεωρητικό» συνέδριο για την περίοδο 1944-49; Ασφαλώς ούτε παραδοσιακός είναι ούτε και αναθεωρητικός και σίγουρα όχι μετα-αναθεωρητικός. Τι είναι; Ισως όπως οι περισσότεροι ξεχωριστοί της επιστήμης, πρόδρομος μιας μελλοντικής ανεξάρτητης ιστοριογραφίας.
Και πρώτα από όλα μια ματιά στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα που δεν είχαν ενιαίο ιδεολογικό χαρακτήρα. Οι αριστεροί πέραν του ΚΚΕ αγκάλιαζαν μια ευρύτερη τάξη που ταυτίστηκε με την ένοπλη αντίσταση κατά του κατακτητή και αποτέλεσε ένα δυναμικό και ακέραιο ηθικά τμήμα της κατεχόμενης Ελλάδας. Ακόμα και πρόκριτοι του βενιζελισμού, όπως ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, είχαν να πουν επαινετικά λόγια για όσους επάνδρωσαν την Αντίσταση ως μια νέα μεταρρυθμιστική δύναμη στην ελληνική κοινωνία. Ο πυρήνας βέβαια του Δημοκρατικού Στρατού, πολύ περισσότερο από τους συναγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, επέδειξε υποδειγματική πειθαρχία στα κελεύσματα της Μόσχας. Οταν επήλθε η ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν, η ηγεσία του ΚΚΕ προτίμησε να ταυτιστεί με τον λιγότερο αποτελεσματικό για τις ανάγκες του Δημοκρατικού Στρατού σύμμαχο. Το κόστος της επιλογής υπήρξε υψηλότατο για τους Ελληνες κομμουνιστές.
Οι αντικομμουνιστές
Το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο κάθε άλλο παρά ενιαίο υπήρξε ώστε να δυσκολεύεται σήμερα ο ιστορικός να το προσδιορίσει μονολεκτικά. Αν εξαιρεθούν οι συνεργάτες του κατακτητή που δικάστηκαν μεταπολεμικά, το φάσμα που παραμένει εξακολουθεί να περιλαμβάνει όσους προτίμησαν την ακινησία κατά την Κατοχή, τους πρόθυμους και απρόθυμους αντιστασιακούς, την κυβέρνηση εν εξορία η οποία θεωρήθηκε από πολλούς συνέχεια του μεταξικού καθεστώτος και του άνακτος που το ευλόγησε, τους βασιλόφρονες που επανέφεραν τον Γεώργιο στην Ελλάδα το 1946, αλλά και τους φιλελεύθερους όλων των κατηγοριών που συμμετείχαν στην κυβέρνηση Τσαλδάρη-Σοφούλη. Αναμφίβολα οι πολιτικοί που αποτέλεσαν το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο του 1946-49 δεν υπήρξαν ηγέτες με ιδεολογική συνοχή και όραμα. Πολιτικοί όπως ο Κανελλόπουλος, ο Παπανδρέου, ο Καρτάλης και ακόμα και ο Πλαστήρας, δεν κατάφεραν παρά τις ικανότητες, την τιμιότητα και τη φαντασία που τους διέκρινε, να οικοδομήσουν μια ενιαία προοδευτική παράταξη. Η δεξιά που αναδεικνύεται δεν βαδίζει πάνω στα χνάρια του προπολεμικού Λαϊκού Κόμματος. Απευθύνεται κυρίως στην ανασφάλεια των μαζών και στην αναρρίπιση του εθνικισμού και άλλων παραδοσιακών αξιών.
Κίνητρα και ελιγμοί των ξένων δυνάμεων
Οι μεγάλες δυνάμεις που ενίσχυσαν τα δύο στρατόπεδα κινήθηκαν βέβαια από ιδιοτελή κίνητρα, όμως θα ήταν υπερβολικό το συμπέρασμα ότι ο Εμφύλιος υποκινήθηκε αποκλειστικά από αυτές. Οι Βρετανοί αντιμετώπισαν το κίνημα του Δεκεμβρίου 1944 ως πρόκληση του ΚΚΕ κατά της ζώνης επιρροής που θέλησαν να κατασκευάσουν μεταπολεμικά στην ανατολική Μεσόγειο. Η συμφωνία Στάλιν-Τσώρτσιλ στη Μόσχα για τη διανομή των Βαλκανίων, άλλωστε, έδωσε στους Βρετανούς τη βεβαιότητα ότι οι σύμμαχοι της Μόσχας θα υπάκουαν στα κελεύσματα του Στάλιν. Η πραγματικότητα αποδείχθηκε περίπλοκη καθώς ο Στάλιν στάθμιζε με προσοχή το συμφέρον του κέντρου του υπαρκτού σοσιαλισμού και ήταν πάντοτε έτοιμος να θυσιάσει το συμφέρον των μικρών συμμάχων στον βωμό των προτεραιοτήτων του. Ετσι, κατά την περίοδο 1946-49 όταν ο Στάλιν αντελήφθη ότι ο έλεγχός του στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία ήταν περιορισμένος, προτίμησε τη σύγκρουση με τους Γιουγκοσλάβους για να στείλει μηνύματα πειθαρχίας στους άλλους ανατολικούς συμμάχους του. Η κίνηση αυτή σήμαινε την εγκατάλειψη των Ελλήνων ανταρτών και την άρνηση δημιουργίας ενός χρόνιου μετώπου στα Βαλκάνια που χάρη στην αμερικανική ισχύ θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά δαπανηρό για τα σοβιετικά συμφέροντα.
Οι ΗΠΑ παρέλαβαν την Ελλάδα από τους Βρετανούς όταν αυτοί έπαψαν να είναι σε θέση να χρηματοδοτούν την ετοιμόρροπη ελληνική οικονομία. Η αμερικανική βοήθεια, στρατιωτική και άλλη, αποδείχθηκε πολύτιμη για το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο. Θα ήταν ίσως δίκαιο να πούμε ότι ο Εμφύλιος θα βράδυνε για πολλά ακόμα χρόνια αν δεν είχε υπάρξει η αμερικανική συμβολή. Η συμβολή αυτή ήταν υπεύθυνη για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του Εθνικού Στρατού αλλά όχι του μεταπολεμικού ελληνικού Δημοσίου. Το αμερικανικό κίνητρο για την εμπλοκή στις ελληνικές υποθέσεις υπήρξε η εντύπωση ότι η Σοβιετική Ενωση σχεδίαζε να επεκταθεί σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Ο ελληνικός εμφύλιος προσέφερε στους Σοβιετικούς και τους Αμερικανούς ευκαιρίες αλλά και καταναγκασμούς. Οταν ο Στάλιν κατάλαβε ότι αδυνατούσε πλέον να επεκταθεί ιδεολογικά στις ζώνες επιρροής των Αμερικανών, προτίμησε την αναδίπλωση και τη συντήρηση των κεκτημένων του στην ανατολική Ευρώπη. Η θέση του ΚΚΕ ήταν πλέον προδιαγεγραμμένη.
*Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ