Η ελληνική συμμετοχή υπό τη σημαία του ΟΗΕ
Του Γεώργιου Α. Καζαμία
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η βορειοκορεατική εισβολή στη Νότια Κορέα ξεκίνησε στις 25 Ιουνίου 1950. Ακολούθησαν σχεδόν αμέσως αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που συνιστούσαν στα μέλη τους να παράσχουν βοήθεια στη Νότια Κορέα για την απόκρουση της εισβολής.
Η Ελλάδα ήταν ένα από τα 53 κράτη-μέλη που υποστήριξαν την απόφαση της 27ης Ιουνίου 1950 του Συμβουλίου Ασφαλείας και ένα από τα 21 κράτη-μέλη που συνεισέφεραν δυνάμεις. Στη μεγάλη σύγκρουση στην Κορεατική Χερσόνησο που ακολούθησε, στις «δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών» όπως αποκλήθηκαν, συμμετείχαν κυρίως Αμερικανοί και Νοτιοκορεάτες. Λιγότερο από 10% του συνόλου αποτελούνταν από δυνάμεις δυτικών χωρών (Βρετανία, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Βέλγιο, Γαλλία, Ελλάδα, Τουρκία κ. λπ.) αλλά και χωρών όπως η Αιθιοπία, η Κολομβία, η Ταϊλάνδη, οι Φιλιππίνες κ. ά. Ακόμη και το Λουξεμβούργο συμμετείχε στην εκστρατεία με 44 άνδρες.
Η Ελλάδα συμμετέσχε στον Πόλεμο της Κορέας κυρίως για να υποστηρίξει τις προσπάθειές της για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Στο ΝΑΤΟ επιθυμούσε να ενταχθεί και η Τουρκία - χώρα που επίσης είχε προσφέρει στρατεύματα για την Κορέα. Στις 30 Ιουνίου του 1950, απαντώντας στη σύσταση παροχής βοήθειας του Συμβουλίου Ασφαλείας προς τα μέλη του ΟΗΕ, η κυβέρνηση Πλαστήρα δήλωσε την υποστήριξή της προς τη Νότια Κορέα. Η προσφορά στρατιωτικών δυνάμεων έγινε λίγο αργότερα, από την κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου.
Η ελληνική συμμετοχή αποτελούνταν από ενισχυμένο τάγμα και από σμήνος της Πολεμικής Αεροπορίας. Η αρχική αποστολή του «Εκστρατευτικού Σώματος Ελλάδος εις Κορέαν» (ΕΚΣΕ) αναχώρησε από τον Πειραιά στις 15 Νοεμβρίου 1950, με 54 αξιωματικούς και περίπου 800 υπαξιωματικούς και άνδρες. Το ελληνικό τάγμα έφθασε με αμερικανικό οπλιταγωγό στην Κορέα στις 9 Δεκεμβρίου 1950. Αρχικά το ΕΚΣΕ αποτέλεσε το τέταρτο τάγμα του 7ου Αμερικανικού Συντάγματος Ιππικού, της 1ης Αμερικανικής Μεραρχίας Ιππικού. Από τις 28 Νοεμβρίου 1951 υπήχθη στην 3η Αμερικανική Μεραρχία Πεζικού, αποτελώντας αρχικά μέρος του 65ου Αμερικανικού Συντάγματος Πεζικού και αργότερα μονάδα του 15ου Αμερικανικού Συντάγματος Πεζικού.
Η θητεία των ανδρών του ΕΚΣΕ στην Κορέα ήταν εξάμηνη, με ανταμοιβή την τρίμηνη μείωση του χρόνου θητείας τους. Κάποιοι από τους στρατιώτες ήταν εθελοντές, ενώ άλλοι επιλέχθηκαν. Για τους αξιωματικούς ο χρόνος παραμονής στην Κορέα υπολογιζόταν στο διπλάσιο, για την εξέλιξη και τη συνταξιοδότησή τους. Η δύναμη του ΕΚΣΕ σύντομα αυξήθηκε στους χίλιους περίπου αξιωματικούς και άνδρες και διατηρήθηκε σταθερή στα επίπεδα αυτά για το διάστημα του πολέμου. Τα κενά που δημιουργούνταν από απώλειες ή επαναπατρισμό αναπληρώνονταν με Αποστολές Αντικαταστάσεων που στέλνονταν από την Ελλάδα, σε διαστήματα που ποίκιλαν από έναν έως τρεις περίπου μήνες. Συνολικά στο διάστημα των επιχειρήσεων σχηματίστηκαν δέκα τμήματα επαναπατριζομένων. Το ενδέκατο αναχώρησε από την Κορέα μετά την υπογραφή της ανακωχής, τον Νοέμβριο του 1953. Μετά την υπογραφή της ανακωχής στάλθηκαν στην Κορέα άλλες επτά αποστολές.
Πλήθος διακρίσεων στο Ελληνικό Τάγμα
Το ΕΚΣΕ έφθασε στην Κορέα σε κρίσιμες στιγμές. Μετά μερικές μέρες παραμονής σε στρατόπεδο υποδοχής, με εξαιρετικά κακές καιρικές συνθήκες (ο κορεατικός χειμώνας είναι δριμύτατος, με συνήθεις θερμοκρασίες -10 βαθμών Κελσίου), μετακινήθηκε σε περιοχή νότια της Σεούλ και πήρε μέρος στην τελευταία μεγάλη υποχώρηση των δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών, στο διάστημα Δεκεμβρίου 1950 - Ιανουαρίου 1951. Στη συνέχεια συμμετείχε στις μάχες του υψώματος 381 (29-30/1/1951), του υψώματος Scotch (ύψωμα 313, 3-5/10/1951) και στις επιχειρήσεις στην περιοχή των υψωμάτων Kelly, Big Nory και Little Nory (Σεπτέμβριος 1952). Το 1953, το ΕΚΣΕ πήρε μέρος στις τελευταίες μεγάλες μάχες, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1953, μάχες έντασης τέτοιας που δεν είχε παρουσιασθεί από τον Απρίλιο του 1951. Ανάμεσά τους, οι μάχες του Υψώματος Χάρυ (οι Ελληνες στρατιώτες το μετονόμασαν σε «Χάρο») μεταξύ 10-18/7/1953 και στη μάχη της εξέχουσας του Κουμσόνγκ, 13-20/7/1953. Δύο μόλις μέρες πριν από την υπογραφή της ανακωχής, το ΕΚΣΕ στις 25/7/1953 αντιμετώπισε και αναχαίτισε σφοδρή εχθρική επίθεση στα υψώματα 532 και 491, στην περιοχή Πικεϊόμγ-Νιογκ - Chihyon-Ni. Οι συγκρούσεις κράτησαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 27ης Ιουλίου, ημέρα υπογραφής της ανακωχής. Και εδώ, όπως και σε άλλες περιπτώσεις το Ελληνικό Τάγμα κράτησε τις θέσεις του, με σημαντικές απώλειες (επτά νεκρούς και 24 τραυματίες). Η ανακωχή, που υπογράφηκε στις 27 Ιουλίου 1953, βρήκε το ΕΚΣΕ στην πρώτη γραμμή.
Αυτό που φαίνεται να διαφοροποιούσε το ΕΚΣΕ από πολλές άλλες μονάδες (ακόμα και αμερικανικές), ήταν η ένταση της άμυνας που αντέτασσε και η αντοχή των Ελλήνων στρατιωτών σε αμυντικές, κυρίως, επιχειρήσεις. Ποιοτικά το ΕΚΣΕ φαίνεται πως ήταν μια αξιόπιστη και αξιόμαχη μονάδα, όπως επιβεβαιώνουν και τα συγχαρητήρια, οι εύφημες μνείες και οι διακρίσεις που κέρδισε στην Κορέα. Το ΕΚΣΕ τιμήθηκε με προεδρικές διακρίσεις από τις ΗΠΑ και την Κορέα (Distinguished Unit Citation και Republic of Korea, Presidential Unit Citation αντίστοιχα), η σημαία του ή άνδρες του παρασημοφορήθηκαν με έξι πολεμικούς σταυρούς (Distinguished Service Cross), 32 Αργυρά Αστρα (Silver Stars), και 110 Χάλκινα Αστρα (Bronze Stars). Στις αρχές του 1954, απονεμήθηκε στη σημαία του Ελληνικού Τάγματος και ο Ταξιάρχης του Αριστείου Ανδρείας της Ελλάδος.
Στο διάστημα των πολεμικών επιχειρήσεων, στην Κορέα υπηρέτησαν περίπου 4.700 Ελληνες αξιωματικοί και οπλίτες. Περίπου 5.600 ακόμη στάλθηκαν μετά την ανακωχή, όταν η ελληνική δύναμη αναβαθμίσθηκε, ξεπερνώντας τους 2.000 αξιωματικούς και άνδρες. Το ΕΚΣΕ επαναπατρίσθηκε τον Δεκέμβριο του 1955, αφήνοντας τελικά ένα ενδεκαμελές άγημα που παρέμεινε συμβολικά στην Κορέα ώς τον Μάιο του 1958. Στους 32 μήνες και 15 μέρες πολεμικής περιόδου που το ΕΚΣΕ βρισκόταν στην Κορέα (από 37 περίπου μήνες συγκρούσεων), οι συνολικές απώλειες μάχης ήταν 636 νεκροί και τραυματίες. Οι ελληνικές απώλειες αποτελούν περίπου το 4,5% των νεκρών των μη-αμερικανικών και μη-νοτιοκορεατικών δυνάμεων και περίπου το 4% των τραυματιών.
Η Πολεμική Αεροπορία
Συμμετοχή είχε επίσης η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Σμήνος επτά αεροπλάνων C-47 (τα γνωστά Dakota) με δύναμη 67 άνδρες (25 ιπτάμενο προσωπικό και τα υπόλοιπα προσωπικό εδάφους) συμμετείχαν ενεργά, σχεδόν από την επομένη της άφιξής τους στις 1/12/1950, στις επιχειρήσεις διάσωσης της 1ης Αμερικανικής Μεραρχίας Πεζοναυτών. Eπιχειρώντας με πολλούς κινδύνους από το υποτυπώδες αεροδρόμιο Κ-27 κοντά στην πόλη Hungnam, συνέβαλαν σημαντικά στην επιχείρηση απεγκλωβισμού, κυρίως των τραυματιών. Για τη συμβολή τους στην επιχείρηση, 19 Ελληνες αεροπόροι παρασημοφορήθηκαν από τους Αμερικανούς ενώ το σμήνος έλαβε Εύφημο Μνεία του Προέδρου των ΗΠΑ. Αργότερα το σμήνος τιμήθηκε μεταξύ άλλων και με εύφημη μνεία του Προέδρου της Νότιας Κορέας.
Η δράση του Ελληνικού Σμήνους συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, με απώλειες δώδεκα αξιωματικούς και υπαξιωματικούς και τέσσερα αεροπλάνα (4/1/1951, 26/5/1951, 22/12/1952, 27/12/1952). Μέχρι το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων, οι Ελληνες αεροπόροι διατήρησαν τη φήμη γενναίων και τολμηρών χειριστών που έφερναν σε πέρας αποστολές που άλλοι δεν θα επιχειρούσαν καν.
Το σμήνος επαναπατρίσθηκε τον Μάιο του 1955, μετά από 2.196 πολεμικές αποστολές, στις οποίες μετέφερε περισσότερους από 70.000 επιβάτες, 9.743 τραυματίες και περισσότερους από 5.000 τόνους εφοδίων.
Μαρτυρίες από το μέτωπο
Οι μαρτυρίες που παρατίθενται είναι από το βιβλίο του Γεωργίου Παγωμένου, Το Ημερολόγιο ενός Ελληνα στρατιώτη στον πόλεμο της Κορέας, Ιανουάριος-Νοέμβριος 1953, Αθήνα (Μεσόγειος), 2004, Εισαγωγή: Γ. Καζαμίας - Γ. Στεφανίδης, Πρόλογος, Επιμέλεια, Σχόλια: Γ. Καζαμίας). Το βιβλίο βρίσκεται και στον ιστότοπο των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κύπρου (http://www.ucy.ac.cy/goto/pek/el-GR/HOME.aspx).
Πάσχα του 1953
Τις 5/4/53 τη Μεγάλη αυτήν ημέρα του Πάσχα κυκλοφορούσα στα χαρακώματα και ο νους μου ήταν στην Ελλάδα. Πέρασε και αυτή η νύκτα. Το πρωί μας φώναξε ο διμοιρίτης και έδωσε από ένα αυγό στον καθένα και ένα κομμάτι κουλούρι. Σε λίγο ήλθε και ο διοικητής του τάγματος και μας έβγαλε λόγο και μας είπε ότι αυτή η βραδυά θα μας μείνει ανάμνηση στη ζωή και μας είπε ότι του Θωμά την Κυριακήν θα βρισκόμαστε στα μετόπισθεν και θα ψήναμε τα αρνιά. Πέρασε και του Θωμά αλλά τίποτα δεν έγινε (σ. 138).
Απώλειες
24/4/53 […] αυτό το βράδυ είχαμε δύο νεκρούς και επτά τραυματίες, ο ένας από τους νεκρούς ήταν ο υπολοχαγός Μαραγκουδάκης από τη Ρόκα Χανίων. Μία ώρα ακόμα ήθελε για να φύγει από το μέτωπο όπου επαναπατριζόταν και τον βρήκε ένα βλήμα και τον εξόντωσε. Ολοι τον κλάψαν όσοι ήξεραν την αξία του και την παλικαριά του σ. 139-140).
Η ανακωχή
[…] Aυτή η βολή κράτησε μέχρι τις 10 παρά δέκα. Μια στιγμή έπαψε το πυροβολικό το δικό μας, απότομα μια νεκρική σιγή εβασίλευε σε όλο το μέτωπο της Κορέας. Καθόμαστε όλοι στο χαράκωμα και απορούσα με την ησυχία αυτή μα ακόμα δεν μπορούσαμε να το πιστέψωμε, δεν επέρασαν ούτε δέκα λεπτά μετά την παύση των πυρών άρχισαν οι Κινέζοι να φωνάζουν στα υψώματα που πριν από δέκα λεπτά καιγόνταν από τα βλήματα και μαζεύαν τους νεκρούς και τραυματίες. Κι αν είχε κλείσει ανακωχή είχαμε διαταγή να μην κοιμηθεί κανείς, να είμαστε όλοι στις θέσεις και να προσέχουμε να μην πυροβολήσει κανείς διότι με ένα πυροβολισμό μετά τις δέκα η ώρα που είχαν ορίσει θα άναβε όλο το μέτωπο, πέρασε και αυτή η νύκτα κάπως πιο καλά από όλα τα βράδυα (σ. 178-9).
* Ο κ. Γεώργιος Α. Καζαμίας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.