Ο αυταρχισμός των τουρκο-ισλαμικών μηχανισμών της Άγκυρας
Του Χρήστου Μηνάγια
Μετά τις γενικές εκλογές της 12 Ιουνίου 2011, η τουρκική επικαιρότητα επικεντρώθηκε στις συζητήσεις για τη δημιουργία ενός νέου δημοκρατικού Συντάγματος.
Όμως, μετά την παρέλευση ενάμιση έτους, διαπιστώνεται ότι το κύριο ερώτημα που απασχολεί την τουρκική κοινή γνώμη αφορά στην αλλαγή ή όχι του πολιτεύματος της χώρας σε μια μορφή προεδρικής ή ημιπροεδρικής δημοκρατίας.
Το κυριότερο δε που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι, οι συζητήσεις δεν εστιάζονται στην ουσία του χαρακτήρα του πολιτεύματος, αλλά επιχειρείται από το «βαθύ» τουρκο-ισλαμικό μηχανισμό η αποδοχή του Ερντογάν από την πλειοψηφία των ψηφοφόρων της χώρας. Τούτο τυγχάνει αρνητικών σχολίων από έγκριτους Τούρκους αρθρογράφους, οι οποίοι επισημαίνουν ότι ένας πρόεδρος ή ένας πρωθυπουργός είναι προσωρινός, ενώ ένα έθνος, ένα κράτος και η μορφή του πολιτεύματος έχουν διαχρονική ισχύ.
Η επίκληση του ισλαμισμού, οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, ο πλήρης έλεγχος του κρατικού μηχανισμού και η απομάκρυνση της πλειοψηφίας της τουρκικής κοινωνίας από τη στρατοκρατία είχαν σαν αποτέλεσμα την ισχυροποίηση του Ερντογάν και την εδραίωση του κόμματός του. Ωστόσο, εάν κάποιος εξετάσει τη συμπεριφορά του Τούρκου πρωθυπουργού, η εικόνα που προκύπτει είναι σαφής: δηλαδή, η απλουστευμένη μορφή δημοκρατίας που τυγχάνει ιδιαίτερης προβολής, έχει λάβει τη μορφή μιας μετακεμαλικής ολιγαρχίας στηριζόμενης στην αυταρχικότητα και τον ολοκληρωτισμό. Σημειωτέον ότι, η κατάσταση αυτή, προς το παρόν, είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατον να ανατραπεί διότι στηρίζεται: πρώτον, από το λαό λόγω της δημοκρατικής νομιμότητάς της. Δεύτερον, από τους θρησκευόμενους μουσουλμάνους, λόγω των συχνών αναφορών στο Ισλάμ. Και τρίτον, στον τουρκικό κρατικό μηχανισμό (δικαιοσύνη-φορείς ασφαλείας) λόγω της ισχύος του να επιβάλλει τις κυρώσεις που επιθυμεί.
Υπάρχει η άποψη ότι το ΑΚΡ είναι ένα ισλαμικό κόμμα. Όμως, η ταυτότητά του, οι δηλώσεις της ηγετικής του ομάδας και οι ισλαμικές-εθνικιστικές-«δημοκρατικές» αρχές που συνθέτουν την πολιτική του, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα «ημίαιμο» κόμμα (σ.σ. δεν κρίνεται σκόπιμο να χρησιμοποιήσουμε το συνώνυμο της λέξης ημίαιμος). Συνεπώς, το ΑΚΡ δεν αποτελεί μια ομοιογενή πολιτική κίνηση, αλλά ένα συνασπισμό φιλελεύθερων, θρησκευόμενων, συντηρητικών, εθνικιστικών και αριστερών τάσεων, των οποίων οι κόκκινες γραμμές υπερβαίνουν την εξάρτησή τους από τα πολιτικά κόμματα. Υπό τις συνθήκες δε αυτές, εάν δεν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του συνόλου των συνιστωσών του ΑΚΡ δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο, στη μετά Ερντογάν περίοδο, το κόμμα αυτό να έχει την τύχη του προηγούμενου ισλαμικού κόμματος Refah Partisi (Κόμμα Ευημερίας του Νετζμετίν Ερμπακάν). (σ.σ. Ο Ερμπακάν ήταν ο ηγέτης του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία και πολιτικός μέντορας του Ταγίπ Ερντογάν).
Τα τελευταία χρόνια η αντιπολίτευση βιώνει μια πολύ βαθειά κρίση και παρά την αυταρχική και αλαζονική συμπεριφορά του Ερντογάν προς όλους τους επικριτές του, αυτή δεν φαίνεται ότι μπορεί να ανακάμψει. Συνακόλουθα δε, η πτώση των περισσότερων προπυργίων του κεμαλικού καθεστώτος είχε σαν αποτέλεσμα την αδυναμία δημιουργίας ενός νέου κόμματος με προοπτική ανάληψης της εξουσίας της χώρας. Τούτο οφείλεται σε δύο λόγους: πρώτον, στην αναποτελεσματικότητα αντιμετώπισης του κουρδικού προβλήματος λόγω των εθνικιστικών, στρατιωτικών και κρατικιστικών αντιλήψεων και δεύτερον, στη μεγάλη δημοτικότητα του επικοινωνιακού πρωθυπουργού Ερντογάν, ο οποίος με τις αναφορές του στο Ισλάμ και την οθωμανική κληρονομιά ενεργοποίησε τις θρησκευτικές, εθνικιστικές και επεκτατικές ευαισθησίες των Τούρκων πολιτών. Εν τω μεταξύ, ο Τούρκος πρωθυπουργός, προκειμένου να δικαιολογήσει την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική πόλωση που δημιουργήθηκε από την αυταρχική συμπεριφορά του, επικαλείται τη δράση του βαθέως κράτους που προσπαθεί να φέρει τους κρατικούς φορείς απέναντι στο έθνος.
Εξίσου σημαντικό είναι ότι οι προσπάθειες της Άγκυρας για τουρκοποίηση των Κούρδων δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, παρά τις πολιτικο-θρησκευτικο-ιδεολογικές επιθέσεις και τα στρατιωτικά μέτρα που χρησιμοποίησαν όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις, ο κουρδικός λαός όχι μόνο δεν απώλεσε την εθνική του ταυτότητα αλλά επέφερε σοβαρά πλήγματα στους τουρκο-ισλαμικούς σχεδιασμούς. Ας σημειωθεί ακόμη πως «Οι Κούρδοι της Τουρκίας» και «Το Κουρδιστάν της Τουρκίας» αποτελούν δύο πολιτικές ορολογίες που έχουν ως κοινή συνισταμένη το κουρδικό πρόβλημα. Αν βέβαια το εν λόγω πρόβλημα επιλυθεί έγκαιρα, εκτιμάται ότι αυτό θα περιορισθεί στους Κούρδους της Τουρκίας, ενώ σε αντίθετη περίπτωση η Άγκυρα θα κληθεί να αντιμετωπίσει το Κουρδιστάν της Τουρκίας.
Ως γνωστόν, περίπου το 40% των Κούρδων της Τουρκίας κατοικεί σε περιοχές εκτός των διοικητικών ορίων του τουρκικού Κουρδιστάν (βόρειο Κουρδιστάν) και συγκεκριμένα: το ¼ του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης είναι Κούρδοι, ενώ σημαντική είναι η παρουσία του κουρδικού παράγοντα στις πόλεις Άδανα, Μερσίνη, Bursa, Σμύρνη και Αττάλεια. Για το λόγο αυτό, η στρατηγική της Άγκυρας εστιάζεται στο διαχωρισμό του κουρδικού προβλήματος από το πρόβλημα του Κουρδιστάν, δεδομένου ότι οι εσωτερικοί Κούρδοι μετανάστες που έχουν εξαπλωθεί σε όλη την τουρκική επικράτεια αντιμετωπίζουν διαφορετικά προβλήματα από τους ομοεθνείς τους που κατοικούν στις νοτιοανατολικές περιοχές. Ωστόσο, η στρατηγική αυτή προσκρούει στις ιδεοληψίες και τα συμφέροντα των πολιτικο-θρησκευτικών συνιστωσών που στηρίζουν τον Ερντογάν. Από τη μια πλευρά ο φιλελεύθερος πυρήνας του κυβερνώντος κόμματος υποστηρίζει την εν μέρει αναγνώριση των ατομικών ελευθεριών των Κούρδων, σε αντίθεση με τους συντηρητικούς-εθνικιστές οι οποίοι είναι υπέρμαχοι της προάσπισης αυτών που είναι ήδη δεδομένα, αφομοιωμένα και δεν δημιουργούν κινδύνους και κραδασμούς στο κατεστημένο, και κυρίως δεν χρειάζονται ριζικές αλλαγές.
Επιπρόσθετα δε, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η Τουρκία ποτέ δεν παραιτήθηκε και δεν πρόκειται να παραιτηθεί από το τουρκο-ισλαμικό όραμα της, δηλαδή ανάδειξη του τουρκισμού μέσω του Ισλάμ και διείσδυση στις περιοχές ενδιαφέροντος και επιρροής της. Μάλιστα, μερικά αποτελέσματα της καθοδηγούμενης από την Άγκυρα στρατηγικής τουρκοποίησης παρατίθενται ακολούθως:
- Οι Laz (Λαζοί) υπέστησαν σοβαρότατη εθνική και εθνοτική διάβρωση.
- Σημαντικό τμήμα των νέων γενιών των χωρών του Καυκάσου και των Βαλκανίων δεν γνωρίζουν ούτε καν τους προγόνους τους και έχουν εγκλωβιστεί στην τουρκική ιδεολογία, δεδομένου ότι η μνήμη τους διαβρώθηκε από τον τουρκισμό.
- Οι Αρμένιοι δεν πέτυχαν να αναγνωρίσουν στον επιθυμητό βαθμό τη γενοκτονία που υπέστησαν οι πρόγονοί τους από τους Τούρκους.
- Ένα μεγάλο μέρος της θρησκευτικής και πολιτιστικής μειονότητας των Αλεβήδων (Αλεβιτών) εντάχθηκε στην κεμαλική ιδεολογία.
- Οι Έλληνες εκτοπίσθηκαν από την Τουρκία (Πόντος, Κωνσταντινούπολη, Μικρά Ασία κ.λπ.) και αναγκάσθηκαν να βρουν προστασία στην Ελλάδα.
Τέλος καθίσταται σαφές, ότι από τη διαχρονική εξέταση της τουρκικής πραγματικότητας προκύπτει το συμπέρασμα ότι, ούτε τα σύμβολα, ούτε οι ηγετικές παρουσίες δεν έφεραν τη δημοκρατία στη χώρα και ούτε πρόκειται ποτέ να τη φέρουν.