Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Ένα ενδιαφέρον άρθρο του Foreign Affairs για την πορεία των Σκωτσέζων προς την ανεξαρτησία


Η πορεία των Σκωτσέζων προς την ανεξαρτησία
Η εκστρατεία του Εδιμβούργου και το μέλλον του αυτονομισμού
By Charles King
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Το μνημείο προς τιμήν του σερ Γουίλιαμ Γουάλας υψώνεται κοντά στο Στέρλινγκ, μια καστροπολιτεία αρκετά κοντά στην πρωτεύουσα της Σκωτίας, το Εδιμβούργο.
Τις μέρες που ο αέρας λυσσομανά και ο ήλιος παίζει κρυφτό με τα σύννεφα, το καμωμένο από ψαμμίτη μνημείο γυαλίζει χρυσαφένιο και επιβλητικό. Αυτήν ακριβώς την εντύπωση ήθελαν να προκαλέσουν οι δημιουργοί του στην βικτωριανή εποχή: ένας αρχαιοπρεπής πύργος, προορισμένος να θυμίζει το φιλελεύθερο πνεύμα κάθε Σκωτσέζου. Στα τέλη του 13ου αιώνα, ο Γουάλας ηγήθηκε εξέγερσης κατά του βασιλιά Εδουάρδου Α΄ της Αγγλίας και εξαιτίας αυτού τελικά απαγχονίστηκε αφού μαρτύρησε στα χέρια των βασανιστών του. Δεν υπάρχουν απεικονίσεις του ήρωα από εκείνη την εποχή. Από το 1995, όμως, που η ζωή του αναβίωσε στην επική ταινία Braveheart, ο τουρισμός άρχισε να παρουσιάζει αλματώδη άνοδο και πολλοί θιασώτες του είδους κατασκεύασαν την εικόνα της επιλογής τους. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, ένας ανάγλυφος πίνακας παρουσίαζε τον μάρτυρα-πολεμιστή στα γκρουπ των τουριστών που επισκέπτονταν τον πύργο, καθ’ οδόν από το πάρκινγκ προς το πωλητήριο. Από κανέναν δεν περνούσε απαρατήρητη η ομοιότητα με τα χαρακτηριστικά του Μελ Γκίμπσον.
Είναι εύκολο να περιγελάσει κανείς τις επινοητικές υπερβολές του σκωτσέζικου εθνικισμού. Η εκδοχή του γραφικού Σκωτσέζου με το κιλτ και τη γκάιντα ήταν επινόηση ανθρώπων, όπως ο σερ Γουόλτερ Σκοτ και η βασίλισσα Βικτωρία. Τα οικογενειακά ταρτάν (σ.σ.: τα καρό σχέδια στο ύφασμα των ρούχων που κάθε οικογένεια χρησιμοποιεί για να ξεχωρίζει από τις άλλες) δημιουργήθηκαν σαν ένα μέσον προώθησης των πωλήσεων των σκωτσέζικων μάλλινων ειδών. Τα συγκροτήματα με τις γκάιντες οργανώθηκαν για να κρατούν τον ρυθμό οι Βρετανοί στρατιώτες. Ακόμη και τα δασύτριχα βοοειδή των Χάιλαντ, με το πυρόξανθο μαλλί και τη βαρβαρική γοητεία, αποτελούν επίτευγμα της γενετικής του 19ου αιώνα και μάλλον θ’ αντιμετωπίζονταν με απορία από τους βοσκούς των παλαιότερων εποχών.
Εντούτοις, ο σκωτσέζικος εθνικισμός είναι ακόμη ακμαίος και μάλιστα πιο ισχυρός από τις εποχές που ακολούθησαν τα χρόνια του Γουάλας. Το ζήτημα της θέσης της Σκωτίας μέσα στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι σήμερα μείζον στη βρετανική πολιτική σκηνή και πηγή αυξανόμενης ανησυχίας σε όλη την Ευρώπη. Το 1997 οι Σκωτσέζοι τάχθηκαν υπέρ μιας δικής τους περιφερειακής κυβέρνησης, ενώ ένα δημοψήφισμα που έχει προγραμματιστεί για το φθινόπωρο του 2014 θα τους δώσει την ευκαιρία να δημιουργήσουν το δικό τους κράτος, έναν στόχο στον οποίο κατηγορηματικά έχει δεσμευθεί το Εθνικό Κόμμα Σκωτίας (SNP), που έχει την πλειοψηφία στην τοπική Βουλή.
Αντί να διεκδικούν αρχαίους κληρονομικούς τίτλους ή δικαιώματα μειονότητας, οι σύγχρονοι Σκωτσέζοι εθνικιστές προωθούν ένα ασυνήθιστο επιχείρημα για την ανεξαρτησία: ότι, δηλαδή, ο λαός της Σκωτίας πιστεύει σε πολιτικές και κοινωνικές αξίες που τον διαφοροποιούν από τους κατοίκους της Αγγλίας, της Ουαλίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Ο Άλεξ Σάλμοντ, πρωθυπουργός της Σκωτίας, δήλωσε ότι αγωνίζεται «για την ανεξαρτησία όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως προϋπόθεση για να γίνει η σκωτική οικονομία βιώσιμη και πιο ισχυρή, για να καταλάβει η Σκωτία τη θέση που της ανήκει στη διεθνή κοινότητα και για να πραγματώσει ο σκωτσέζικος λαός τις δυνατότητές του και να υλοποιήσει τις προσδοκίες του. Η επεξεργασία της ακριβούς διατύπωσης και του νομικού καθεστώτος του δημοψηφίσματος συνεχίζεται, αλλά στο Ουεστμίνστερ (την έδρα της βουλής του Ηνωμένου Βασιλείου), Συντηρητικοί, Φιλελεύθεροι Δημοκράτες και Εργατικοί βουλευτές συμφωνούν ότι ελάχιστα μπορούν να κάνουν για να αποτρέψουν τη σκωτική κυβέρνηση από τη διενέργεια μιας τέτοιας ψηφοφορίας.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις οι Σκωτσέζοι μάλλον δεν θα ψηφίσουν υπέρ μιας πλήρους ανεξαρτησίας. Αντιθέτως, το πιθανότερο είναι να εκφραστούν υπέρ μιας «ενισχυμένης αποκέντρωσης» (enhanced devolution), δηλαδή διεύρυνσης της ήδη πολύ σημαντικής πολιτικής εξουσίας που εκχωρήθηκε στη Σκωτία κατά την τελευταία δεκαπενταετία. Η άνοδος, όμως, του κόμματος του Σάλμοντ, του SNP, σκόρπισε ένα ρίγος στην πολιτική ζωή της Βρετανίας. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Σκωτία θ’ αντηχήσει σε ολόκληρη την Ευρώπη και θα δημιουργήσει ένα προηγούμενο για τον χειρισμό θεμελιωδών ζητημάτων διακυβέρνησης και κυριαρχίας. Ποιοι είναι αυτοί που δικαιούνται την αυτοδιάθεση, ιδιαίτερα όταν θεμελιώνουν το αίτημά τους όχι πάνω σε μειονοτικά δικαιώματα αλλά στην απλή επιθυμία να ενεργούν σύμφωνα με την επιθυμία τους; Ποιες επιλογές υπάρχουν για τα δημοκρατικά καθεστώτα που θέλουν ν’ αντιμετωπίσουν τις αποσχιστικές τάσεις, δεδομένου ότι η χρήση στρατιωτικής βίας είναι αδιανόητη; Το ζήτημα που θέτει το μέλλον της Σκωτίας δεν αφορά μόνο την ανθεκτικότητα του Ηνωμένου Βασιλείου. Αφορά επίσης τις δυνατότητες του ήπιου μαξιμαλισμού, τον τρόπο με τον οποίον δαιμόνια περιφερειακά κόμματα, επικουρούμενα από ξεχαρβαλωμένους κεντρικούς θεσμούς και αντιπάλους χωρίς έμπνευση, μπορούν να κατεδαφίσουν μια χώρα, την ώρα που δεν προσέχει κανείς.
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΕΙ ΣΤΟ ΧΟΛΙΡΟΥΝΤ
Μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν άρχισε να ισχυροποιείται το σύγχρονο κίνημα της ανεξαρτησίας, οι Σκωτσέζοι ήταν διαβόητοι ως οι εθνικιστές των 90 λεπτών: δηλαδή, άνθρωποι που διατράνωναν την εθνική τους ταυτότητα κυρίως στη διάρκεια ποδοσφαιρικών αγώνων κατά της Αγγλίας και της Ουαλίας. Όμως, οι ρίζες του σκοτσέζικου εθνικισμού πάνε βαθιά.
Τα βασίλεια της Αγγλίας και της Σκωτίας ενώθηκαν το 1603 και τα χωριστά κοινοβούλια του Λονδίνου και του Εδιμβούργου ψήφισαν υπέρ της συγχώνευσής τους το 1707. Από τότε, οι Σκωτσέζοι υπηρέτησαν πιστά την αυτοκρατορία σαν Βρετανοί στρατιώτες, έμποροι και στελέχη της διοίκησης. Ταυτοχρόνως, στη Σκωτία η δυσαρέσκεια ήταν διάχυτη. Το 1745, ο Κάρολος Εδουάρδος Στιούαρτ, γιος ενός Καθολικού διεκδικητή του βρετανικού θρόνου, συμμάχησε με τις φυλές των Χάιλαντς και μέσω της αποκαλούμενης εξέγερσης των Ιακωβιτών, διεκδίκησε την επιστροφή του στέμματος. Κατά τον 19ο αιώνα, το κίνημα της Ελεύθερης Εκκλησίας στις τάξεις των Σκώτων Προτεσταντών, αμφισβήτησε την κυριαρχία του Λονδίνου στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι λιμενεργάτες προκάλεσαν ταραχές στη Γλασκόβη και σε άλλες πόλεις, προκαλώντας τον φόβο ότι ο μαρξισμός και όχι ο εθνικισμός έμελλε να γίνει η ιδεολογία που θα ένωνε τους Σκωτσέζους της εργατικής τάξης στον καινούργιο αιώνα.
Λίγες από αυτές τις πηγές διαφωνιών είχαν προοπτικές διάρκειας. «Βαμμένοι» Ιακωβίτες υπάρχουν ακόμη, και είναι κυρίως Αμερικανοί που παρακολουθούν αγώνες των Χάιλαντς και γράφουν τα παιδιά τους σε μαθήματα γκάιντας. Η Εκκλησία της Σκωτίας υποφέρει από συρρίκνωση του ποιμνίου της, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την αδελφή της, την Εκκλησία της Αγγλίας. Και παρά το γεγονός ότι οι Σκωτσέζοι ψηφοφόροι έκλιναν σταθερά προς τα αριστερά κατά τον 20ό αιώνα, η παράδοση αυτή στην πραγματικότητα παγίωσε τη θέση της Σκωτίας στα πολιτικά πράγματα της Βρετανίας. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις των Εργατικών στο Λονδίνο εξαρτώνταν από την υποστήριξη των Σκωτσέζων στις βουλευτικές εκλογές, ενώ οι Συντηρητικοί και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες είχαν διαμορφώσει την πολιτική τους πλατφόρμα με τρόπο που να εξουδετερώνουν τα ερείσματα των Εργατικών πέρα από τα βόρεια σύνορα.
Το 1979, το Λονδίνο δέχθηκε να τεθεί σε ψηφοφορία η εκχώρηση μεγαλύτερης περιφερειακής εξουσίας στη Σκωτία, αλλά η κίνηση αυτή ήταν μάλλον προϊόν εκλογικής πολιτικής παρά αποτέλεσμα πολιτικής κινητοποίησης. Το SNP είχε ανεβάσει πολύ τα ποσοστά του στις γενικές εκλογές του Οκτωβρίου 1974. Τόσο οι Εργατικοί όσο και οι Συντηρητικοί ήθελαν να καταδείξουν ότι η λαϊκή στήριξη στην υπόθεση «δική μας κυβέρνηση», παρέμενε ισχνή. Στο δημοψήφισμα, οι Σκωτσέζοι που ψήφισαν υπέρ της αποκέντρωσης εξουσιών ήταν περισσότεροι από αυτούς που ψήφισαν κατά, αλλά λόγω μειωμένης προσέλευσης, το μέτρο απέτυχε να προσελκύσει το απαιτούμενο 40% των εκλογέων.
Μετά το 1979, η ενασχόληση με τον χαμένο αγώνα έγινε μέρος του σκωτσέζικου εθνικισμού, όπως συμβαίνει με την αναπόληση ενός ένδοξου παρελθόντος ή με τη φαντασίωση ενός διαφορετικού μέλλοντος. Ωστόσο, στη δεκαετία του 1990 τα πράγματα άλλαξαν. Ενώ το Εργατικό Κόμμα του Τόνι Μπλερ επεδίωκε να αιχμαλωτίσει το πολιτικό κέντρο, το SNP ανακάλυψε μια νέα στρατηγική: η κληρονομιά της Μάργκαρετ Θάτσερ, έλεγε το SNP, είχε σπρώξει προς τα δεξιά τα μεγαλύτερα κόμματα του Ηνωμένου Βασιλείου και αυτή η σύμπνοια είχε συγκροτηθεί με τρόπο που να αποξενώνει τις προοδευτικές δυνάμεις του βορρά. Μια καλοστημένη νοσταλγία περιέβαλε και καθόρισε τον σκωτσέζικο αγώνα: το SNP αναπολούσε την προ Θάτσερ δεκαετία του ’70, όχι ως εποχή αναταραχών και πτώσης της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά ως εποχή που χαρακτηρίστηκε από αφειδώλευτα επιδοτούμενες από το κράτος συντάξεις, από καλής ποιότητας περίθαλψη και από αξιοπρεπή δημόσια στεγαστικά προγράμματα.
Ήταν ένας χαριτωμένος τρόπος να θυμάται κανείς εκείνη την εποχή, αλλά πάντως βοήθησε το SNP να περιβληθεί με μια ιδεολογία που είχε ταυτόχρονα παραδοσιακό άρωμα αλλά και κοίταζε μπροστά. Η περιθωριοποίηση της Αριστεράς έγινε βασικό συστατικό στοιχείο της στρατηγικής του SNP. Η ρητορική του ήταν ένα μεταμοντέρνο είδος εθνικισμού, πολυπολιτισμικού, σοσιαλδημοκρατικού και φιλο-ευρωπαϊκού. Σύντομα, όμως, οι πολιτικές κατευθύνσεις του κόμματος ενδιέφεραν λιγότερο από ό,τι τα πολιτικά συμφραζόμενα. Για μία ακόμη φορά, η βρετανική εκλογική πολιτική έγινε το όχημα για τα συμφέροντα της Σκωτίας. Το 1997, η κυβέρνηση Μπλερ, θέλοντας να στερήσει το SNP από το βασικό έρεισμα της πολιτικής του πλατφόρμας και να διασφαλίσει μακροπρόθεσμα νίκες για τους Εργατικούς στη Σκωτία, οργάνωσε ένα νέο δημοψήφισμα για την αποκέντρωση. Τα τρία τέταρτα των Σκωτσέζων ψηφοφόρων τάχθηκαν υπέρ της αποκατάστασης περιφερειακού κοινοβουλίου και δύο χρόνια μετά η νέα βουλή εγκαταστάθηκε στο Χόλιρουντ του Εδιμβούργου.
Οι εκλογές για το κοινοβούλιο της Σκωτίας αρχικά ωφέλησαν τους Εργατικούς και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, τους παραδοσιακούς νικητές στις εκλογικές περιφέρειες της Σκωτίας. Όμως, η δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων με τις κυβερνήσεις Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν, σε συνδυασμό με τη δεύτερη ώθηση που γνώρισε το SNP λόγω αποκέντρωσης, διαφοροποίησαν το εκλογικό τοπίο. Μετά τις εκλογές του 2011 για το Χόλιρουντ, οι Σκωτσέζοι εθνικιστές κέρδισαν περισσότερα παρά ποτέ στο παρελθόν. Απέκτησαν την πλειοψηφία των εδρών στο περιφερειακό κοινοβούλιο, τον εκτελεστικό έλεγχο στην κυβέρνηση της Σκωτίας και το μήνυμα ότι το κράτος-πρόνοιας υπερτερεί της εθνικής κληρονομιάς. Ανέδειξαν, επίσης, έναν σημαιοφόρο στο πρόσωπο του Σάλμοντ, που αναμφισβήτητα είναι ο πιο χαρισματικός πολιτικός στρατηγικός αναλυτής της γενιάς του. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, βλέπουμε μια Σκωτία να βαδίζει ολοταχώς προς δημοψήφισμα για το μέλλον της εντός Ηνωμένου Βασιλείου, έχοντας ελάχιστη αίσθηση των συνεπειών για την ίδια, για τη χώρα και για την υπόλοιπη Ευρώπη.
ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
Υπερασπιζόμενοι τις θέσεις τους υπέρ της ανεξαρτησίας, οι ηγέτες του SNP βρέθηκαν στη δύσκολη θέση να προπαγανδίζουν τη σπουδαιότητα ενός δημοψηφίσματος και παράλληλα να ελαχιστοποιούν τα προσδοκώμενα αποτελέσματά του. Ο Σάλμοντ έχει επανειλημμένα τονίσει το δικαίωμα του σκοτικού λαού να καθορίζει ο ίδιος τη μοίρα του, αλλά έχει επισημάνει ότι η κοινωνική ένωση της Σκωτίας με το υπόλοιπο βασίλειο (ιστορικοί δεσμοί, γλώσσα και πολιτισμός) θα διαρκέσει για πολύ καιρό μετά την κατάργηση της πολιτικής ένωσης. Επιπροσθέτως, υπογραμμίζει, μια κυρίαρχη Σκωτία με σταθερή θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πιθανότατα στο ΝΑΤΟ, θα ελαχιστοποιούσε το κόστος από τη διάλυση του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το Χόλιρουντ και το Ουεστμίνστερ προετοιμάζονται για έντονες, παρατεταμένες και πολυσύνθετες διαπραγματεύσεις, που αναμφίβολα θα ακολουθήσουν μετά το δημοψήφισμα του 2014. Ακόμη κι αν το SNP αποτύχει στην προσπάθειά του να λάβει την έγκριση του λαού για πλήρη ανεξαρτησία της Σκωτίας, αυτή και μόνη η διενέργεια του δημοψηφίσματος θα αποτελεί μια νίκη. Η Σκωτία θα έχει παγιώσει το δικαίωμα να οργανώνει δημοψηφίσματα και θα έχει αποδείξει ότι οι Σκωτσέζοι τάσσονται υπέρ της διευρυμένης αποκέντρωσης. Το SNP θα έχει επίσης κερδίσει πόντους για τις μελλοντικές εκλογές του σκοτικού κοινοβουλίου, του βρετανικού κοινοβουλίου και του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, σε όλα δηλαδή τα βήματα διαλόγου, από όπου θα μπορεί να προωθεί το αποσχιστικό του μήνυμα.
Ο αγώνας δρόμου ως το 2014 έχει ήδη ξεκινήσει στο Λονδίνο. Νομοθεσία που ψηφίστηκε πρόσφατα, προβλέπει την εκχώρηση φορολογικών εξουσιών στο Χόλιρουντ. Ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη για παραχωρήσεις που θα έσβηναν τη δίψα των εθνικιστών για δημοψήφισμα. Η οικοδόμηση αυτού που το SNP αποκαλεί «κουλτούρα ανεξαρτησίας», προσδιόρισε τη συμπεριφορά του ως κόμματος εξουσίας, το οποίο προτίθεται να περάσει τα επόμενα δύο χρόνια σε ένα είδος διαρκούς προεκλογικής εκστρατείας. Μια τέτοια αποφασιστική προάσπιση των θέσεων του SNP, θα εμποδίσει τους Σκωτσέζους να κάνουν μια ανεπηρέαστη εκτίμηση του κόστους και των πλεονεκτημάτων που θα έχει μια ενδεχόμενη απόφασή τους να εγκαταλείψουν την ένωση.
Οι σημερινές συνθήκες στη Σκωτία είναι ανάμικτες. Όσον αφορά ορισμένους δείκτες, όπως η παιδική φτώχια, οι Σκωτσέζοι τα πάνε καλύτερα από τους υπόλοιπους Βρετανούς. Σε άλλους, όπως η διατροφή, τα πάνε χειρότερα. Είναι προτιμότερο να είσαι ηλικιωμένος στη Σκωτία παρά στην Αγγλία, λόγω των πιο γενναιόδωρων μακροχρόνιων παροχών υγειονομικής περίθαλψης στα βόρεια των συνόρων. Θα είσαι, όμως, ηλικιωμένος για μικρότερο χρονικό διάστημα: το προσδόκιμο ζωής είναι χαμηλότερο στη Σκωτία, και ιδιαίτερα στη Γλασκόβη, όπου οι άνδρες στις πιο φτωχές συνοικίες πεθαίνουν μια δεκαετία νωρίτερα από ό,τι οι άνδρες σε άλλα μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το κατά πόσον αυτή η εικόνα μπορεί ν’ αλλάξει σε μια ανεξάρτητη Σκωτία, εξαρτάται από το τι θα πάρει μαζί της η περιφέρεια αυτή αποχωρώντας από την ένωση. Οι ηγέτες του SNP ισχυρίζονται ότι τα έσοδα από την εκμετάλλευση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου της Βόρειας Θάλασσας δικαιωματικά ανήκουν στον λαό της Σκωτίας, αφού εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος των υπεράκτιων πεδίων του Ηνωμένου Βασιλείου. Εάν λάβει ένα δίκαιο μερίδιο αυτών των εσόδων (το 90%, ας πούμε), η Σκωτία θα γίνει μια από τις πλουσιότερες χώρες στον κόσμο, με κριτήριο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Και αν εισέρρεε περισσότερο χρήμα απευθείας στο Εδιμβούργο, η Σκωτία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει καλύτερα τους βασικούς κινδύνους που απειλούν την ανάπτυξη, όπως είναι ο αδύναμος βιομηχανικός τομέας και η βαθιά ριζωμένη αστική φτώχεια.
Το SNP σκιαγραφεί το όραμα μιας ανεξάρτητης Σκωτίας που θα είναι πιο δίκαιη, πιο πράσινη και πιο προοδευτική, ακόμη κι αν παραμείνει ενωμένη με τους γείτονές της. Οι άνθρωποι θα διαβαίνουν τα σύνορα με μεγαλύτερη ευκολία και οι Σκωτσέζοι θα συνεχίσουν να μοιράζονται κοινό βασίλειο, νόμισμα και άμυνα με την υπόλοιπη ένωση Αγγλίας, Ουαλίας και Βόρειας Ιρλανδίας.
Αλλά η επίτευξη αυτού του ελκυστικού οράματος περί ενός μεταμοντέρνου πολιτειακού καθεστώτος θα απαιτούσε ενίσχυση αυτών των ίδιων τειχών που υποτίθεται ότι επρόκειτο να πέσουν μετά την ανεξαρτησία. Αντί για απλή εναρμόνιση του φορολογικού και του κανονιστικού καθεστώτος με την υπόλοιπη ένωση, η Σκωτία θα πρέπει να τα δημιουργήσει εξαρχής, με τέτοιο σχεδιασμό που να διασφαλίζει ότι τα έσοδα και η λήψη των αποφάσεων θα παραμείνουν στο Εδιμβούργο. Κατά πάσα πιθανότητα, η κυβέρνηση θα διατηρήσει την πολιτική της παροχής δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για τους Σκωτσέζους, αλλά όχι για φοιτητές από την Αγγλία ή την Ουαλία, οι οποίοι θα πρέπει να πληρώνουν από την τσέπη τους αν θέλουν να φοιτούν σε σκωτσέζικα πανεπιστήμια. Θα πρέπει, επίσης, να δημιουργήσει ένα νέο κρατικό σύστημα συνταξιοδότησης και ένα αναπτυξιακό ταμείο για να διοχετεύονται τα έσοδα από τους πόρους της χώρας στους Σκωτσέζους εργαζομένους, την ίδια ώρα που θα αποπέμπονται από την ουρά οι μη Σκωτσέζοι. Το να παραμείνουν τα χρήματα και οι άνθρωποι στη Σκωτία είναι ακριβώς το ζητούμενο της ανεξαρτησίας, αλλά η πραγματικότητα που η ανεξαρτησία συνεπάγεται έρχεται σε αντίθεση με το διεθνιστικό πνεύμα του SNP.
Η προοπτική της ανεξαρτησίας εγείρει, εξάλλου, ακανθώδη ζητήματα όσον αφορά την εξωτερική και την αμυντική πολιτική. Η μεταρρύθμιση που πραγματοποίησε η Βρετανία στον αμυντικό τομέα δημιούργησε ήδη, με τη συγχώνευση μικρότερων μονάδων, ένα θεωρητικά χωριστό ένοπλο σώμα, το Βασιλικό Σύνταγμα της Σκωτίας. Αλλά το SNP, το οποίο αντιτίθεται στα πυρηνικά όπλα, δεν έχει ανακοινώσει τι σκοπεύει να πράξει σχετικά με τα πυρηνικά υποβρύχια του Ηνωμένου Βασιλείου που σταθμεύουν κοντά στη Γλασκόβη. Με δεδομένο αυτό το θολό τοπίο, δεν είναι ν’ απορεί κανείς που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι απλοί Σκωτσέζοι δεν είναι ενθουσιώδεις με την ιδέα της πλήρους ανεξαρτησίας. Σε γενικές γραμμές, η αποσχιστική τάση του σκωτικού πληθυσμού κυμαίνεται μεταξύ 30% και 39%, ενώ ένα 70% των ψηφοφόρων δηλώνει ότι θα προτιμούσε μια «μείζονα αποκέντρωση» (maximum devolution ή «devo-max», για συντομία). Δηλαδή, σημαντικά αυξημένες εξουσίες για το Χόλιρουντ και όχι πλήρη εθνική κυριαρχία. Συνολικά, οι Σκωτσέζοι φαίνεται να πιστεύουν ότι η ανεξαρτησία θα προκαλέσει μείωση των ατομικών εισοδημάτων τους και θα καταστήσει επισφαλείς τις θέσεις εργασίας τους, ενώ παράλληλα να υποβαθμίσει τη διεθνή θέση της Σκωτίας. Με άλλα λόγια, δεν φαίνεται να υποστηρίζουν θερμά τα σχέδια του SNP.
ΚΛΗΣΗ ΑΠΟ ΛΟΝΔΙΝΟ;
Ανεξαρτήτως του τι πρόκειται να συμβεί μέσα στα δύο επόμενα χρόνια, το διαρκές αποτέλεσμα θα είναι η διευρυμένη αποκέντρωση εξουσιών προς τη Σκωτία. Είτε η αλλαγή αυτή καταλήξει σε μια ένωση πιο σφιχτά δεμένη είτε πυροδοτήσει τις εθνικιστικές φιλοδοξίες, αυτό θα εξαρτηθεί περισσότερο από το Ουεστμίνστερ και λιγότερο από το Χόλιρουντ. Οι διαδοχικές φάσεις συνταγματικών μεταρρυθμίσεων έχουν μετασχηματίσει το Ηνωμένο Βασίλειο σε μια ντε φάκτο ομοσπονδία, αλλά μια ομοσπονδία με ελάχιστους νομικούς και πολιτικούς μηχανισμούς, που έχουν επιτρέψει τη λειτουργία και την επιβίωση άλλων περιπτώσεων δημοκρατικών ομοσπονδιών.
Τα συνήθη ομοσπονδιακά συστήματα προβλέπουν συνεχείς διαπραγματεύσεις μεταξύ των πολλαπλών επιπέδων διακυβέρνησης. Τα κρατίδια ή οι περιφέρειες ζητούν, σε γενικές γραμμές, περισσότερες εξουσίες. Οι κεντρικές κυβερνήσεις συχνά ανθίστανται. Για να διατηρηθεί η ενότητα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση οφείλει να πείσει τις πολιτικές ελίτ της περιφέρειας ότι έχουν μερίδιο συμμετοχής σε ό,τι συμβαίνει στην πρωτεύουσα της χώρας.
Η αποκέντρωση στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει συνοδευτεί από δημιουργική σκέψη σχετικά με το πώς αυτός ο σκοπός μπορεί να επιτευχθεί. Εύλογα το κοινοβούλιο μεταβίβασε εξουσίες σε μερικές από τις συνιστώσες του βασιλείου, αλλά αυτή η διαδικασία δεν είναι μόνο ζήτημα τοπικής διακυβέρνησης. Αντιθέτως, επηρεάζει τα ίδια τα θεμέλια της βρετανικής πολιτικής ζωής. Το να δώσεις στο Χόλιρουντ αυτό που ζητά χωρίς παράλληλα να μεταρρυθμίσεις τα κεντρικά θεσμικά όργανα, θα έχει ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ Εδιμβούργου και Λονδίνου. Ως επακόλουθο θα διαπιστώναμε την αποδυνάμωση κάθε εναλλακτικής πολιτικής φωνής στα βόρεια των συνόρων, καθώς το SNP θα εδραίωνε μακροπρόθεσμα την εκλογική κυριαρχία του και θα βλέπαμε την εκπροσώπησή του στο βρετανικό κοινοβούλιο να λειτουργεί μάλλον σαν πρεσβεία σε ξένη χώρα παρά ως κοινοβουλευτική ομάδα σε ένα ενιαίο νομοθετικό σώμα.
Μια τέτοια έκβαση, ωστόσο, είναι ίσως αναπόφευκτη. Η πολιτική ποικιλομορφία στη Σκωτία ενδέχεται να πληγεί ανεξαρτήτως του τι θα συμβεί το 2014, δεδομένου ότι το SNP επιθυμεί μια σταθερή πλειοψηφία στο σκωτικό κοινοβούλιο, είτε η Σκωτία γίνει πλήρως ανεξάρτητη ή, απλώς, πιο ανεξάρτητη από ό,τι σήμερα. Ο αγώνας υπέρ της ένωσης αναμένεται να εξασθενίσει, αφού οι Εργατικοί και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες πολιτικοί, ειδικά εκείνοι που θα θελήσουν να αποτρέψουν τη συρρίκνωση της σκωτσέζικης εκλογικής πελατείας τους, δεν θα αισθάνονται βολικά τυλιγμένοι με τη σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον θα πρέπει, από την πλευρά του, να έχει υπόψη του μια δελεαστική πιθανότητα: ότι αποχαιρετώντας τους Σκωτσέζους ψηφοφόρους θα μπορούσε να οδηγήσει τη Βουλή των Κοινοτήτων προς μια ισχυρή συντηρητική πλειοψηφία.
Αν λογαριάσει κανείς όλα αυτά τα στρεβλά ελατήρια, ίσως οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ανέκαθεν μια λανθασμένη ακολουθία ως προς την ταυτότητά του: από μοναρχία έγινε ομοσπονδία ενώ ονειρευόταν να γίνει ένωση και, καθώς ονειρευόταν, απλώς έπαψε να υφίσταται. Σε βάθος χρόνου, η άνοδος του SNP έχει καταστήσει το τέλος του Ηνωμένου Βασιλείου μια κατανοητή πρόταση. Αυτό το τελευταίο, και όχι τόσο η έκβαση του δημοψηφίσματος, είναι που δίνει στο σκωτσέζικο παράδειγμα το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον κόσμο έξω από τα βρετανικά νησιά.
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΩΤΙΑ
Παρά το γεγονός ότι το SNP εστιάζει την προσοχή του στην επόμενη διετία, η ηγεσία του έχει επισημάνει το ευρύτερο νόημα της σκωτικής περίπτωσης. «Μια ανεξάρτητη Σκωτία θα μπορούσε να γίνει ένας φάρος για την προοδευτική κοινή γνώμη στα νότια των συνόρων και ακόμη πιο μακριά», είπε ο Σάλμοντ τον Ιανουάριο. Και συνέχισε λέγοντας ότι οι προοδευτικοί θα πρέπει να πολιτεύονται «σύμφωνα με τις ειδικές συνθήκες και επιθυμίες στο πλαίσιο των άλλων δικαιοδοσιών αυτών των νησιών και όχι μόνο». Η προσεκτική φρασεολογία του Σάλμοντ κρύβει μια επαναστατική αντίληψη για την αυτοδιάθεση: ότι οι βραχυπρόθεσμες πολιτικές διαφορές παρέχουν στους πολιτικούς επαρκή αιτία για να αποσπάσουν τις περιφέρειές τους από τα υφιστάμενα κράτη.
Ο Σάλμοντ αναφέρεται συχνά στις υπάρχουσες διαφορές βορείως των συνόρων, από τις πιο παλιές, όπως είναι το μοναδικό νομικό σύστημα της Σκωτίας, μέχρι τις πιο σύγχρονες, όπως είναι η τιμολογιακή πολιτική στα οινοπνευματώδη ποτά, με την οποία αποθαρρύνεται η υπερβολική κατανάλωση. Με δεδομένο, όμως, ότι το SNP έχει απορρίψει τη φολκλορική εκδοχή της σκωτσέζικης ταυτότητας, ο αγώνας για την ανεξαρτησία αναδύει άρωμα ιδιοτέλειας. Οι σοσιαλδημοκράτες του κόσμου θα πρέπει να ενωθούν, σε μια ρεαλιστική προοπτική, με θυσίες ιδίων συμφερόντων, ούτως ώστε να μπορέσουν να διασφαλίσουν μόνιμη διακυβέρνηση στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Υπ’ αυτήν την έννοια, η περίπτωση της Σκωτίας προσφέρει και μια νέα φιλοσοφία αυτοδιοίκησης και ένα παράθυρο στον τρόπο με τον οποίο πραγματικά δουλεύει ο εθνικισμός. Τα κινήματα ανεξαρτησίας δεν γεννιούνται επειδή κάποια μέρα τα μέλη μιας εθνικής μειονότητας ξυπνούν και αποφασίζουν να υψώσουν μια σημαία ή, ακόμη χειρότερα, να πάρουν τα όπλα. Αντιθέτως, τα κινήματα αυτά είναι προϊόν υπολογισμένων ενεργειών των πολιτικών ελίτ, μέσα στο πλαίσιο των υφισταμένων θεσμών. Αρχίζουν συνήθως με την απλή διαβεβαίωση ότι η τοπική νομοθεσία θα υπερισχύει εκείνης που ψηφίζεται από άλλους βουλευτές, κάπου μακριά. Προχωρούν με πιο ριζοσπαστικά αιτήματα για τον έλεγχο των τοπικών φυσικών πόρων ή για τον τερματισμό της στρατιωτικής θητείας εκτός των συνόρων τους. Το επιστέγασμα δεν είναι οι χαρμόσυνες ιαχές επιτυχίας αλλά ότι η παλιά πρωτεύουσα συνειδητοποιεί με θλίψη ότι τα οφέλη από την ένωση δεν αξίζουν πλέον το απαιτούμενο κόστος.
Ο μόνος αξιόλογος προγνωστικός δείκτης για την έναρξη αυτής της πορείας σε ορισμένες χώρες δεν είναι η εθνική διαφορά ή μια μακρά σειρά αδικιών ή η πολιτική καταδυνάστευση. Αντιθέτως, αυτό που δίνει το έναυσμα για το αίτημα της ανεξαρτησίας είναι η παρουσία ενός συνόλου θεσμών (τοπικό κοινοβούλιο, διοικητική διάρθρωση, μια χωριστή στρατιωτική δύναμη, ακόμη και γραμμές στον χάρτη, που χωρίζουν ένα κομμάτι γης από ένα άλλο), που επιτρέπουν στους εθνικιστές να μεταφράζουν τις προσδοκίες σε πολιτική δράση.
Εξάλλου, και άλλες δημοκρατίες της κοινοπολιτείας έχουν μακρά εμπειρία στη διαχείριση εθνικιστικών διεκδικήσεων. Όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, έτσι και ο Καναδάς έχει τους δικούς του αυτονομιστές, οι οποίοι σταδιακά βρήκαν στήριξη στην ομοσπονδιακή πρωτεύουσα. Όμως, το αίτημα του Κεμπέκ για ανεξαρτησία αφορά μια θρησκευτική και γλωσσική μειονότητα, η οποία επιδιώκει να διασφαλίσει την υπόστασή της έναντι της θεωρούμενης ως αγγλόφωνης κυριαρχίας. Η σε ομοσπονδιακό επίπεδο δέσμευση του Καναδά για διγλωσσία και πολυπολιτισμικότητα μείωσε τις εντάσεις που θα πήγαζαν από την παραμονή στην ομοσπονδία. Νέα μεταναστευτικά κύματα για το Κεμπέκ (από την Αφρική, την Ασία και αλλού) περιέπλεξαν τις παλιές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε αγγλόφωνα και γαλλόφωνα συμφέροντα. Η οικονομική ανάπτυξη προσέφερε στους ψηφοφόρους του Κεμπέκ ένα σταθερά ικανοποιητικό μερίδιο στο ισχύον status quo.
Η Σκωτία είναι διαφορετική περίπτωση. Όχι μόνο είναι σήμερα δύσκολο να ορίσεις τη «σκωτσέζικη εθνικότητα», αλλά και το SNP αντιλήφθηκε ότι η μεγαλύτερη ελπίδα για διαφοροποίηση της Σκωτίας από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο είναι να ενστερνιστεί τις αξίες και όχι την εθνικότητα, ως το κυρίαρχο στοιχείο ταυτότητας της περιοχής. Αν και η κυβέρνηση της Σκωτίας δημοσιεύει τα επίσημα έγγραφα στα γαελικά (σ.σ.: τοπική διάλεκτος), τα μεταφράζει επίσης στα κινεζικά και στα ουρντού. Το 2014 θα εορτασθούν τα 700 χρόνια από τη μάχη του Μπάνοκμπερν, όπου ο σκωτσέζικος στρατός κατατρόπωσε τον αγγλικό, αλλά τη σύμπτωση αυτή τη θυμίζουν μάλλον οι δημοσιογράφοι παρά οι πολιτικοί. Η πρόκληση για το SNP θα είναι να ισορροπήσει πάνω σε μια στενή γέφυρα ανάμεσα στην υπεράσπιση της πολυπολιτισμικότητας και της δημοκρατίας και στον ισχυρισμό ότι αυτές οι αξίες υπηρετούνται καλύτερα εκτός βασιλείου, όπου ήδη είναι ιερές. Η πρόκληση για το Ουεστμίνστερ είναι να φροντίσει να περιβάλει με πάθος και πειθώ την αφήγηση για έναν τέταρτο αιώνα ενιαίας κυβέρνησης, αντί να στοιχηματίζει για το αν η «devo-max» θα είναι αρκετή ως παρελκυστική τακτική.
Ένα εθνικιστικό κίνημα επιδιώκει τη δική του χώρα. Ένα εθνικιστικό κόμμα επιδιώκει μια χώρα που θα συνεχίσει να το ψηφίζει. Το SNP, με τη βοήθεια του ίδιου του ιστορικού της αποκέντρωσης, έχει οργανώσει τον δημόσιο διάλογο με τρόπους που δυσκολεύουν τους ψηφοφόρους να ξεχωρίσουν αυτά τα δύο αιτήματα. Μόλις τώρα συνειδητοποιούν οι Σκωτσέζοι ότι τα ζητήματα που υποτίθεται ότι επρόκειτο να λύσει η αποκέντρωση (ανάπτυξη, απασχόληση, εκπαίδευση), σύντομα πρόκειται να επισκιαστούν από μια προεκλογική εκστρατεία που στόχο έχει να τους πείσει για τη δική τους φυσική καταγωγή. Το ανησυχητικό δίδαγμα είναι ότι η απόσχιση, ακόμη και απογυμνωμένη από τα εξωτερικά εθνικά χαρακτηριστικά της, μπορεί και πάλι να είναι μια γοητευτική στρατηγική για περιφερειακά κόμματα που είναι δυσαρεστημένα από την πολιτική των κεντρικών κυβερνήσεών τους.
Σε μια εποχή σκληρών προγραμμάτων λιτότητας και αντιδημοφιλών προγραμμάτων διάσωσης, αυτή η στρατηγική μπορεί να αγκαλιαστεί από τους Φλαμανδούς του Βελγίου, τους Καταλανούς της Ισπανίας, τους Πιεμοντέζους της Ιταλίας και τους Τρανσυλβανούς της Ρουμανίας. Ο εθνικισμός του SNP είναι σίγουρα πιο εύπεπτος από την εκδοχή που δίνει έμφαση στο δίδυμο αίμα-γη. Όμως, το παράδειγμά του είναι δύο φορές ατυχές. Για τους ανήσυχους τοπικιστές, η Σκωτία είναι ένα παράδειγμα που διδάσκει το πώς ένα αποσχιστικό κόμμα μπορεί να κερδίσει αυτοδυναμία με το να κατανοήσει τους υφιστάμενους θεσμούς καλύτερα από εκείνους που θα έπρεπε να είναι οι πιο αφοσιωμένοι στο έργο της διατήρησής τους. Για τις κεντρικές κυβερνήσεις είναι μια προειδοποίηση όσον αφορά την υπερβολική εκχώρηση κυριαρχικής εξουσίας στις περιφερειακές ελίτ. Στη Σκωτία ήταν άλλοτε διαδεδομένη η πεποίθηση ότι η τοπική ιδιαιτερότητα, η ενιαία διακυβέρνηση και οι δημοκρατικές πρακτικές ήταν τομείς της δημόσιας ζωής που ενίσχυαν ο ένας τον άλλον. Θα ήταν κρίμα το σκωτσέζικο μοντέλο να εξελιχθεί σε κάτι διαφορετικό: ένα εγχειρίδιο για τον μετασχηματισμό ενός ισχυρού τοπικισμού σε ιδεολογία εδαφικής αυτονομίας.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/138012/charles-king/the-scottish