Σύνταγμα είναι το δίκιο των δικαστών;
Του Πασχου Mανδραβελη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Στην Ελλάδα η νομιμότητα θεωρείται ένα αλισβερίσι με την Πολιτεία. Πολλοί δηλώνουν ότι φοροδιαφεύγουν, διότι το κράτος δεν έχει «καλούς δρόμους».
Αλλοι, πάλι, αφήνουν το αμάξι τους πάνω σε ράμπες αναπήρων διότι «η Πολιτεία δεν νοιάστηκε να φτιάξει πάρκινγκ». Αλλοι πετούν τα σκουπίδια τους όπου βρουν διότι «το εκπαιδευτικό σύστημα δεν φρόντισε ποτέ να τους κάνει καλούς ανθρώπους». Γενικώς, για κάθε παρανομία υπάρχει μία και μόνη δικαιολογία: η κακούργα Πολιτεία...
Θα περίμενε κανείς ότι αυτό είναι σύμπτωμα των Χρυσαυγιτών που θεωρούν ότι δικαιούνται να μαχαιρώνουν μελαψούς διότι «η Πολιτεία δεν φρόντισε να λύσει εγκαίρως το μεταναστευτικό». Ή έστω εκείνων που κατεβάζουν βιτρίνες διότι «η κοινωνία ασπάζεται τον καταναλωτισμό». Κάθε είδους παρανομία στην Ελλάδα φέρνει ως δικαιολογία παράπονα από τη «συμπεριφορά της Πολιτείας», όπως λένε οι παραβάτες.
Φευ! Δεν είναι οι μόνοι. Μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας σήμερα είναι οι ηγεσίες του τόπου που αντί να διδάσκουν την αξία της έννομης τάξης, μαθαίνουν στις νέες γενιές τις δικαιολογίες για να παρανομούν.
Δεν θα αναφερθούμε στους πρυτάνεις, που αποφάσισαν να εφαρμόζουν όποιο νόμο τους βολεύει, αλλά και στους δικαστές που καταστρατηγούν το άρθρο 23 του Συντάγματος. Αυτό το οποίο ρητώς αναφέρει: «Aπαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς». Παρά την ρητή αυτή πρόβλεψη του Συντάγματος, πολλοί δικαστές κατεβαίνουν από τις έδρες τους στις 11 π.μ., δημιουργώντας επιπλέον προβλήματα σε μια χώρα όπου η έννομη τάξη καταρρέει και το μέλλον της παραμένει σκοτεινό.
Aυτήν την παράνομη στάση εργασίας των δικαστών η αρεοπαγίτης κ. Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου δικαιολόγησε με σχετικό της άρθρο ως εξής: «Ο συνταγματικός νομοθέτης, ο οποίος προέβλεψε στο άρθρο 23 ότι απαγορεύεται η απεργία υπό οιανδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς, ασφαλώς θεωρούσε αυτονόητη προϋπόθεση ότι και οι λοιπές εξουσίες του κράτους θα τηρούν από τη δική τους πλευρά τις υποχρεώσεις τους, τις οποίες προβλέπει το Σύνταγμα, ακριβώς προς προστασία των δικαστικών λειτουργών.
»Με δεδομένο όμως, ότι το κράτος, με τις επιβληθείσες υπερβολικού ύψους μειώσεις των αποδοχών των δικαστών (μη αναγκαίες και μη ανάλογες), παραβιάζει αυτό πρώτο τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις (26, 87, 88) και θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των δικαστών, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να τίθεται θέμα παραβίασης του Συντάγματος από τους τελευταίους, οι οποίοι, αντιθέτως, έχουν υποχρέωση να υπερασπιστούν το κύρος και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, με όποιο μέσον αντίδρασης θεωρούν ως πλέον πρόσφορο». («Δικαστική Ανεξαρτησία», «Τα Νέα» 3.12.2012).
Ο δημόσιος υπάλληλος
Ας προσπεράσουμε το αστήρικτο περί «μη αναγκαίων μειώσεων των αποδοχών των δικαστών» και ας φανταστούμε την απολογία κάποιου δημοσίου υπαλλήλου που χρηματίστηκε. Αυτός μπορεί να σηκωθεί στο δικαστήριο και να πει: «Ο κοινός νομοθέτης, ο οποίος προέβλεψε ότι απαγορεύεται ο χρηματισμός δημοσίων λειτουργών, ασφαλώς θεωρούσε αυτονόητη προϋπόθεση ότι και οι λοιπές εξουσίες του κράτους θα τηρούσαν από τη δική τους πλευρά τις υποχρεώσεις τους τις οποίες προβλέπει το Σύνταγμα, όπως το άρθρο 4 παρ. 5 το οποίο προβλέπει ότι “οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους”. Με δεδομένα α) την αδυναμία των δημοσίων υπαλλήλων να φοροδιαφύγουν, β) την εκτεταμένη φοροδιαφυγή των ελευθέρων επαγγελματιών και επιχειρήσεων, η συνταγματική αυτή υποχρέωση δεν τηρείται. Επιπλέον με τις επιβληθείσες υπερβολικού ύψους μειώσεις των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων (μη αναγκαίες και μη ανάλογες), το κράτος παραβιάζει πρώτο τη συνταγματική διάταξη (22 παρ. 1) που προβλέπει ότι “όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας”, αφού όλοι ξέρουμε ότι στον ιδιωτικό τομέα, εργασία ίσης αξίας αμείβεται πολύ καλύτερα».
Είναι προφανές ότι αν κληθεί να εκδικάσει μια τέτοια περίπτωση η κ. Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου, θα πρέπει να αθωώσει τον κατηγορούμενο. Το άρθρο 235 του Ποινικού Κώδικα, που προβλέπει ότι «τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος που απαιτεί ή δέχεται ή προσφέρεται να δεχθεί δώρα ή άλλα ανταλλάγματα, που δεν δικαιούται, ή την υπόσχεση τέτοιων δώρων ή ανταλλαγμάτων, για ενέργεια ή παράλειψή του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, η οποία είναι αντίθετη στα καθήκοντά του ή ανάγεται στην υπηρεσία του», δεν πρέπει να διαβάζεται αυτόνομα, αλλά η απόφαση πρέπει να λάβει υπόψη της ότι άλλες υποχρεώσεις του κράτους δεν έχουν τηρηθεί.
Το άρθρο καταλήγει με μια πιο επικίνδυνη απόφανση. Σύμφωνα με την κ. Χριστοφίλου, «είναι σαφές ότι (σ.σ.: για την ημιαπεργία των δικαστών) δεν μπορεί να τίθεται θέμα παραβίασης του Συντάγματος από τους [δικαστές], οι οποίοι, αντιθέτως, έχουν υποχρέωση να υπερασπιστούν το κύρος και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, με όποιο μέσον αντίδρασης θεωρούν ως πλέον πρόσφορο».
Η σχετικοποίηση ρητών νομικών κανόνων στο όνομα κάποιων «υπέρτερων αγαθών» (όπως τα ορίζουν οι παραβάτες του νόμου), δυστυχώς, δεν είναι καινούργια. Τείνει να γίνει κανόνας στην ελληνική κοινωνία. Εχει γίνει και σύνθημα: «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» ή του αγρότη ή του φοιτητή ή του εργολαβικού υπαλλήλου που καταλαμβάνει το κτίριο της διοίκησης του ΑΠΘ. Για την ακρίβεια, αυτή την ελαστικοποίηση των νόμων στο όνομα του όποιου «δίκαιου αγώνα» καλούνται συχνά να αντιμετωπίσουν οι δικαστές. Πώς θα τιμωρήσει μια παράνομη κατάληψη ένας λειτουργός της Θέμιδος όταν οι καταληψίες ισχυρίζονται ότι προασπίζονται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην εργασία και ζητούν πρόσληψη στο Δημόσιο επειδή δεν τους πληρώνει ο εργολάβος;
Ολα είναι σχετικά
Ο κ. Αλέξης Τσίπρας, ερωτηθείς αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα έκανε κατάληψη στο Harvard επειδή διδάσκει εκεί ο κ. Γιώργος Παπανδρέου, θεωρητικοποίησε την παραβίαση του νόμου ως εξής: «Η κλίμακα της αντίστασης», είπε, «και της διαμαρτυρίας νομιμοποιείται από την αποδοχή της από το κοινωνικό σύνολο και από το δημοκρατικό των διαδικασιών μας μέσα από τις οποίες λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις...».
Κι εντάξει! Ο κ. Τσίπρας είναι πολιτικός μηχανικός κι ενδεχομένως να μη μπορεί να κατανοήσει ότι η σχετικοποίηση των κανόνων, με επίκληση διαδικασιών εκτός των νόμων της συντεταγμένης Πολιτείας, αφήνει χώρο και στη Χρυσή Αυγή. Αυτή διατείνεται ότι έχει την «αποδοχή από το κοινωνικό σύνολο» για τις ενέργειές της. Μπορεί να «νομιμοποιήσει» τις εφόδους της αν προηγηθούν συνεδριάσεις και ψηφοφορίες των τοπικών οργανώσεών της;
Ο πολιτικός μηχανικός κ. Τσίπρας δεν μπορεί να καταλάβει πόσο ολισθηρός είναι ο δρόμος της ανομίας και πως η μία παρανομία ανοίγει τον δρόμο για την επόμενη. Η αρεοπαγίτης και πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κ. Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου γιατί το προσπερνάει τόσο απερίσκεπτα;
Οι ηγεσίες και η τήρηση των νόμων
Και αν το Σώμα των δικαστών θεωρήσει ως πλέον «πρόσφορο μέσο αντίδρασης» στην περικοπή των μισθών και στη φαλκίδευση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης την ένοπλη πάλη, τι θα γίνει; Θα ταμπουρωθούν στον Αρειο Πάγο;
Αναφέρουμε την «ένοπλη πάλη» ως υπερβολή για να καταδείξουμε πού μπορεί να καταλήξει η ελαστικοποίηση των κανόνων στο όνομα «υπέρτερων δικαίων», αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: υπάρχουν πολλοί λειτουργικά αγράμματοι νέοι οι οποίοι θεωρούν ότι σήμερα παραβιάζονται τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος και διαλέγουν «δυναμικές μορφές» αντίστασης απέναντι στο «η χούντα δεν τελείωσε το ’73...». Ισχυρίζονται μάλιστα ότι διά των παρανομιών τους προασπίζονται το δημοκρατικό Σύνταγμα τηρώντας το ακροτελεύτιο άρθρο 120 που θέλει: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
Δυστυχώς και αυτή η παρερμηνεία του Συντάγματος γίνεται κοινός τόπος και χρησιμοποιήθηκε πολλάκις ως επιχείρημα για την τσάμπα παραβίαση κανόνων και νόμων. Διοικητικός υπάλληλος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας αρνήθηκε να κάνει τη δουλειά του, διότι όπως είπε προασπιζόταν το Σύνταγμα και τη νομιμότητα όπως αυτός ή ομοϊδεάτες του την ερμήνευαν. Ετερος -ακόμη πιο «επαναστάτης»- ξεκινούσε αντάρτικο δίνοντας συμβουλές για ένοπλη αυτοοργάνωση στις γειτονιές προς υπεράσπιση της Δημοκρατίας, όπως αυτός την ερμήνευε.
Ενα μεγάλο μέρος της ανομίας (ειδικά των νέων) έχει καλές προθέσεις και τερατώδη άγνοια των βασικών δημοκρατικών κανόνων, όπως π.χ. ότι η πολιτική πάλη επιβάλλεται σε μια δημοκρατία, αλλά πάντα στο πλαίσιο των κανόνων που επιβάλλει αυτή η δημοκρατία. Αυτοί οι νέοι δεν έμαθαν ποτέ ότι η τήρηση των νόμων είναι το θεμέλιο της συμβίωσης σε μια κοινωνία, ότι υπάρχουν «άδικοι νόμοι», οι οποίοι όμως αλλάζουν μόνο με νόμιμη διαδικασία. Από πού όμως να τα μάθουν όλα αυτά όταν οι ηγεσίες αυτού του τόπου σε κάθε επίπεδο διδάσκουν εμπράκτως την ανομία;