Η τρομοκρατία των εποίκων
Οι άλλοι βίαιοι εξτρεμιστές της Δυτικής Όχθης
By Daniel Byman και Natan Sachs
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Στα τέλη του περασμένου Ιουνίου, μια ομάδα Ισραηλινών εποίκων βεβήλωσε και έβαλε φωτιά σε ένα τζαμί του μικρού χωριού Τζαμπάα στη Δυτική Όχθη.
Τα συνθήματα που έγραψαν οι βάνδαλοι στους τοίχους προειδοποιούσαν για «πόλεμο» αν υλοποιηθεί η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ισραήλ για εκκένωση μιας χούφτας παράνομα χτισμένων σπιτιών σε ιδιωτική παλαιστινιακή γη κοντά στον ισραηλινό οικισμό Μπέιτ Ελ. Η πυρπόληση του τζαμιού ήταν η τέταρτη παρόμοια επίθεση μέσα στον τελευταίο ενάμιση χρόνο και η έκφραση μιας ευρύτερης τάσης εγκαθίδρυσης βίας ρουτίνας, προερχόμενης από φανατικούς εποίκους σε βάρος αθώων Παλαιστινίων, ανδρών των σωμάτων ασφαλείας του Ισραήλ και των παραδοσιακών αρχηγών των εποίκων, με στόχο τον εκφοβισμό αυτών που θεωρούνται εχθροί του εποικιστικού προγράμματος.
Η βία δεν μάστιζε ανέκαθεν την κοινότητα των εποίκων. Αν και πολλοί είναι εκείνοι που χαρακτηρίζουν συλλήβδην τους Ισραηλινούς εποίκους ως εξτρεμιστές (συνδέοντάς τους με τη συχνά δικαιολογημένη κριτική κατά της πολιτικής της ισραηλινής κυβέρνησης στη Δυτική Όχθη), η μεγάλη πλειοψηφία των εποίκων αντιτίθεται στις επιθέσεις κατά Παλαιστινίων πολιτών ή Ισραηλινών κρατικών υπαλλήλων. Στο παρελθόν, οι ισραηλινές αρχές και οι ηγέτες των εποίκων συνεργάστηκαν για ν’ αποτρέψουν τέτοιες επιθέσεις και να κρατήσουν τον φανατισμό υπό έλεγχο. Τα τελευταία χρόνια, εντούτοις, το εποικιστικό κίνημα υπέστη ένα βαθύ ρήγμα στην πειθαρχία, με αποτέλεσμα οι εξτρεμιστές να έχουν ξεφύγει από τα όρια τόσο της νομιμότητας που θέτει το κράτος όσο και της πειθαρχίας που ζητούν οι αρχηγοί τους.
Τίποτα δεν δικαιολογεί τη βία των κάθε λογής εξτρεμιστών. Αλλά για να σταματήσει, θα πρέπει πρώτα να γίνει κατανοητή. Η άνοδος του εποικιστικού φανατισμού προέρχεται από μια σειρά παραγόντων: αύξηση του εποικιστικού πληθυσμού στη διάρκεια της περασμένης γενιάς, διαφοροποίηση των θρησκευτικών και ιδεολογικών συσχετισμών στους κόλπους των εποίκων και αίσθημα προδοσίας μετά την αποχώρηση του Ισραήλ από τη λωρίδα της Γάζας το 2005. Ο ισραηλινός στρατός και άλλες υπηρεσίες ασφαλείας θα πρέπει τώρα να επιβάλουν τον έλεγχο σε ομάδες που πλέον δείχνουν να μη σέβονται ούτε το κράτος ούτε την παραδοσιακή ηγεσία των εποίκων. Όμως, την ίδια ώρα που οι φανατικοί έποικοι γίνονται απειλητικοί, η παραδοσιακή ισραηλινή κοινωνία έχει γίνει πιο αδιάφορη από ποτέ όσον αφορά τη μοίρα των Παλαιστινίων. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων παραμένουν σε αδιέξοδο και στο ορατό μέλλον δεν διαφαίνεται εποικοδομητική επανάληψή τους, πόσω μάλλον κάποια προοπτική επιτυχίας τους. Ως εκ τούτου, η ισραηλινή κυβέρνηση δεν υφίσταται πολιτικές ή διπλωματικές πιέσεις για να αντιμετωπίσει τους εξτρεμιστές.
Ενώ, όμως, η ειρηνευτική διαδικασία έχει παγώσει, ενδιαφέρουν πιο πολύ αυτά που συμβαίνουν υπό τον ισραηλινό έλεγχο. Καθώς είναι πιθανό οι Ισραηλινοί να διατηρήσουν υπό τη διακυβέρνησή τους ορισμένα τμήματα της Δυτικής Όχθης για κάποιο διάστημα, δεν είναι δυνατόν να αποποιούνται των υποχρεώσεών τους, δηλαδή να προστατεύουν όχι μόνο τους δικούς τους πολίτες αλλά και τους Παλαιστινίους, ισχυριζόμενοι ότι επίκειται λύση «δύο κρατών» και ότι σύντομα οι Παλαιστίνιοι θα αναλάβουν πλήρη ευθύνη των εαυτών τους. Εάν το Ισραήλ επιθυμεί να διατηρήσει ζωντανή την πιθανότητα μιας ειρήνευσης μέσω διαπραγματεύσεων, οφείλει να ασχοληθεί με το πρόβλημα προτού να είναι πολύ αργά. Κάθε φορά που εξτρεμιστές έποικοι καταστρέφουν παλαιστινιακή ιδιοκτησία ή βεβηλώνουν μουσουλμανικά τεμένη, ενισχύουν τους φανατικούς Παλαιστινίους σε βάρος των μετριοπαθών, ναρκοθετώντας τη στήριξη μιας συμφωνίας και καθυστερώντας τη σύναψη μιας πιθανής συνθήκης. Από την άλλη, κάθε φορά που οι Ισραηλινοί ηγέτες ενδίδουν στις απαιτήσεις των φανατικών εποίκων, δικαιώνουν την τακτική τους και ενθαρρύνουν περαιτέρω την αναίσχυντη συμπεριφορά τους, γεγονός που εντείνει την παράλυση της κυβέρνησης. Με άλλα λόγια, η ισραηλινή βία στη Δυτική Όχθη υπονομεύει τόσο την ικανότητα του Ισραήλ να εφαρμόσει μια δυνητική συμφωνία με τους Παλαιστινίους και εγείρει ζητήματα σχετικά με το κατά πόσον είναι σε θέση να επιβάλει τον νόμο στο εσωτερικό της χώρας.
Πρόσφατα άρχισαν να αναγνωρίζουν το πρόβλημα και οι Ισραηλινοί ηγέτες. Ύστερα από έναν χρόνο βανδαλισμών από εξτρεμιστικά στοιχεία, ορισμένοι Ισραηλινοί στρατηγοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι άρχισαν να χαρακτηρίζουν ως τρομοκράτες τους φανατικούς εποίκους. Τώρα είναι η ώρα για την κυβέρνηση να μεταφράσει σε αποφασιστική δράση τη σκληρή της ρητορική. Θα πρέπει ν’ αρχίσει ανακηρύσσοντας επισήμως ως τρομοκράτες τους υπαιτίους βίαιων ενεργειών και να αποτρέψει με μεγαλύτερο δυναμισμό τη δράση τους. Ύστερα, οι υπηρεσίες ασφαλείας θα πρέπει να επιβάλουν τον ισραηλινό νόμο, διώκοντας δικαστικά τους εξτρεμιστές εποίκους, όπως θα έκαναν για κάθε τρομοκράτη, Παλαιστίνιο ή Ισραηλινό. Και, προκειμένου να ανακόψουν το κύμα του φανατισμού, οι Ισραηλινοί ηγέτες θα πρέπει να καταγγείλουν τους εξτρεμιστές και να περιφρονήσουν τους εκπροσώπους τους, ασκώντας ιδιαίτερη πίεση στους θρησκευτικούς ηγέτες που υποκινούν τη βία. Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ και άλλες χώρες που επιθυμούν την αναθέρμανση των ειρηνευτικών συνομιλιών, θα πρέπει να παροτρύνουν το Ισραήλ να προβεί σε αυτά τα βήματα προτού επιδεινωθεί η κατάσταση. Αλλά και η ίδια η Ουάσιγκτον οφείλει να μελετήσει την πιθανότητα να χαρακτηρίσει τρομοκράτες τους φανατικούς βιαιοπραγούντες εποίκους και να πιέσει το Ισραήλ να λάβει σκληρότερα μέτρα σε βάρος τους. Ο εποικιστικός εξτρεμισμός αμαυρώνει το όνομα του Ισραήλ και διακυβεύει το μέλλον του. Οι φίλοι του Ισραήλ, η ισραηλινή κυβέρνηση, αλλά ακόμη και όσοι τάσσονται υπέρ του εποικισμού της Δυτικής Όχθης, θα πρέπει να αγωνιστούν κατά του επικίνδυνου αυτού φαινομένου.
Η ΑΓΡΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΟΧΘΗ
Οι ριζοσπάστες Εβραίοι ακτιβιστές έχουν και στο παρελθόν πραγματοποιήσει επιθέσεις με πολιτικά κίνητρα κατά Παλαιστινίων ή φιλειρηνιστών Ισραηλινών. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, για παράδειγμα, μια οργάνωση γνωστή ως Jewish Underground, διενήργησε σειρά βομβιστικών επιθέσεων κατά Αράβων δημάρχων και δολοφόνησε τρεις Άραβες φοιτητές στη Δυτική Όχθη. Και το 1995, ένας Ισραηλινός φοιτητής της Νομικής, ο Γιγκάλ Αμίρ, δολοφόνησε τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Γιτζάκ Ράμπιν, τορπιλίζοντας έτσι την ειρηνευτική διαδικασία. Οι ισραηλινές αρχές διενήργησαν ανακρίσεις και οδήγησαν ενώπιον της δικαιοσύνης τους ενεχόμενους σε τέτοιες επιχειρήσεις, αποτρέποντας άλλες επιθέσεις προτού πραγματοποιηθούν. Ωστόσο, δεν κατόρθωσαν να αποφύγουν βιαιότητες μικρότερης έκτασης, όπως εμπρησμούς και φθορές. Σύμφωνα με στοιχεία από έρευνες των Ηνωμένων Εθνών, το 2011, εξτρεμιστές έποικοι πραγματοποίησαν σχεδόν 300 επιθέσεις κατά παλαιστινιακής περιουσίας, με θύματα περίπου 100 Παλαιστινίους, ενώ κατέστρεψαν ή προκάλεσαν φθορές σε περίπου 10.000 δένδρα Παλαιστινίων αγροτών. Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ , τα βίαια επεισόδια κατά Παλαιστινίων πολλαπλασιάστηκαν, από 200 επιθέσεις που καταγράφηκαν το 2009, σε περισσότερα από 400 το 2011. Κι όλα αυτά, την ίδια εποχή που η παλαιστινιακή τρομοκρατία σημείωνε δραματική πτώση.
Για να είμαστε ξεκάθαροι, ο εμπρησμός και η καταστροφή των δένδρων δεν εντάσσονται στην ίδια κατηγορία με τις επιθέσεις αυτοκτονίας. Έτσι, με το να χρησιμοποιεί κανείς τη λέξη «τρομοκρατία» για να περιγράψει τέτοιες πράξεις βανδαλισμού, διακινδυνεύει την ηθική εξίσωσή τους. Εντούτοις, ως «τρομοκρατία» ορίζεται όχι μόνο η ίδια η πράξη αλλά και ο σκοπός της, που είναι η πρόκληση ενός ψυχολογικού φαινομένου, του τρόμου, ως μέσου προώθησης πολιτικών επιδιώξεων. Ο όρος «τρομοκρατία» ταυτίζεται με τους σκοπούς των εξτρεμιστών εποίκων, οι οποίοι συχνά υπογράφουν με τη λέξη «Κόστος» στον τόπο του εγκλήματος, αφήνοντας στους αντιπάλους τους το σαφές μήνυμα ότι θα πληρώνουν αντίτιμο για κάθε ενέργεια σε βάρος τους. Τέτοιου είδους επιθέσεις στοχοποιούν αθώους Παλαιστινίους ως απάντηση -αλλά και αποτρεπτικό μέσο - στην παλαιστινιακή τρομοκρατία. Στόχος είναι εξίσου οι Παλαιστίνιοι, οι φιλειρηνιστές Ισραηλινοί και οι Ισραηλινοί στρατιώτες, ως υπεύθυνοι για τα δήθεν αντι-εποικιστικά μέτρα που λαμβάνει η ισραηλινή κυβέρνηση. Επιδιώκοντας να τρομοκρατήσουν έναν αντίπαλο πληθυσμό και να εκφοβίσουν μια κυβέρνηση, οι εξτρεμιστές επαναλαμβάνουν τις γνωστές σε όλο τον κόσμο τυπικές μεθόδους των τρομοκρατικών οργανώσεων.
Η ισραηλινή κυβέρνηση δεν ενθαρρύνει ούτε παραβλέπει τη βία των εποίκων, αλλά έχει αποτύχει στην ικανοποιητική καταπολέμησή της. Λέγεται ότι οι στρατιώτες είναι απλοί παρατηρητές στα ξεσπάσματα της βίας και ότι ενίοτε, μετά το συμβάν, δεν κάνουν το παν για να βρουν τους δράστες. Σύμφωνα με την ισραηλινή οργάνωση Γιες Ντιν, που μάχεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, από τα 781 περιστατικά κακοποίησης με δράστες εποίκους από το 2005, οι ισραηλινές αρχές έκλεισαν το 90% των υποθέσεων χωρίς ν’ απαγγελθεί κατηγορία. Η ισραηλινή εφημερίδα Χααρέτζ ανέφερε ότι ο ισραηλινός στρατός εξετάζει αυτήν την εποχή 15 υποθέσεις, για περιστατικά που συνέβησαν μεταξύ Σεπτεμβρίου του 2000 και Δεκεμβρίου του 2011, και όλα αφορούν περιπτώσεις Ισραηλινών στρατιωτών που απέφυγαν να επέμβουν σε συγκρούσεις μεταξύ εποίκων και Παλαιστινίων.
Η χλιαρή αντίδραση του Ισραήλ απέναντι στη βία των εποίκων, είναι εν μέρει αποτέλεσμα των θεμελιακών ανωμαλιών που σχετίζονται με τη διοίκηση του στρατού. Σε αντίθεση με την Ανατολική Ιερουσαλήμ ή τα υψίπεδα του Γκολάν και άλλα εδάφη που το Ισραήλ κατέκτησε με τον πόλεμο του 1967, η Δυτική Όχθη ποτέ δεν προσαρτήθηκε από το Ισραήλ και εκεί το ισραηλινό αστικό δίκαιο ισχύει μόνο για τους Ισραηλινούς πολίτες. Παρά το γεγονός ότι οι ποινικές υποθέσεις εποίκων ανήκουν στη δικαιοδοσία της ισραηλινής αστυνομίας, ο στρατός είναι εκείνος που κυριαρχεί στα περισσότερα επίπεδα της δημόσιας ζωής, από την ασφάλεια μέχρι τις οικοδομικές άδειες. Μετά την υπογραφή των ειρηνευτικών συνομιλιών του Όσλο, η κυριαρχία ορισμένων τμημάτων της Δυτικής Όχθης πέρασε στην Παλαιστινιακή Αρχή, αλλά το Ισραήλ εξακολουθεί να έχει υπό τον έλεγχό του την «Περιοχή C», στην οποία περιλαμβάνονται όλοι οι εποικισμοί, το 4% του παλαιστινιακού πληθυσμού και το 60% του συνόλου των γαιών. Εντός αυτών των εδαφών, ο ισραηλινός στρατός οφείλει να εκτελέσει το εξαιρετικά δύσκολο έργο να προστατεύει τόσο τους Ισραηλινούς όσο και τους Παλαιστινίους. Οι δυνάμεις ασφαλείας του Ισραήλ μπορεί να κατάφεραν να περιορίσουν δραστικά την παλαιστινιακή τρομοκρατία, αλλά ο στρατός παραμένει επιφυλακτικός απέναντι στη Χαμάς και άλλες οργανώσεις ενόπλων. Όπως είναι δε αναμενόμενο, ως κύριο καθήκον του θεωρεί την προστασία των Ισραηλινών πολιτών.
Από την άλλη, ο στρατός δεν πιέζεται από την ισραηλινή κοινή γνώμη για να προστατεύσει και τους Παλαιστινίους που τελούν υπό τη δικαιοδοσία του. Αν και οι Ισραηλινοί είχαν δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για την ειρηνευτική διαδικασία κατά την εποχή των διαπραγματεύσεων του Όσλο, οι επιθέσεις αυτοκτονίας, η κατάρρευση των διαπραγματεύσεων το 2000 και η σφαγή της δεύτερης ιντιφάντα που επακολούθησε, τους προκάλεσαν σύγχυση, αγανάκτηση και δυσπιστία ως προς τις προθέσεις των Παλαιστινίων. Στα μάτια των περισσοτέρων Ισραηλινών, οι Παλαιστίνιοι ηγέτες απέτυχαν να διαπραγματευθούν με καλή πίστη και απάντησαν στην καλή πίστη του Ισραήλ με κύμα τρομοκρατίας. Παρότι η πλειοψηφία των Ισραηλινών υποστηρίζει μια καταρχήν συμφωνία και αμφισβητεί την ορθότητα της δημιουργίας εποικισμών, δεν παύει να κατηγορεί τους Παλαιστινίους για τη συνέχιση της σύγκρουσης και να παραμένει επιφυλακτική απέναντι στις πιθανότητες σύναψης συμφωνίας στο εγγύς μέλλον. Με τον περιορισμό των βιαιοτήτων και την απομάκρυνση της ειρήνης, οι Ισραηλινοί έγιναν αδιάφοροι για την κατάσταση που επικρατεί στη Δυτική Όχθη και εμφανίζονται κορεσμένοι από το παλαιστινιακό ζήτημα εν γένει, προτιμώντας να περιορίσουν ή και να αγνοήσουν το πρόβλημα, ει δυνατόν. Καθώς το φιλειρηνικό στρατόπεδο εμφανίζεται εξουδετερωμένο και την κυβέρνηση έχουν οι συντηρητικοί, αποκτούν επιρροή στην ισραηλινή πολιτική ζωή πολιτικοί με ακροδεξιά αντανακλαστικά, ιδιαίτερα όσον αφορά το ζήτημα των εποικισμών. Τα τελευταία χρόνια, η ακροδεξιά έχει διεισδύσει ακόμη και στο Λικούντ, το κόμμα του πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου, αναδεικνύοντας το εποικιστικό ζήτημα σε κίνδυνο για όποιον πολιτικό του Λικούντ θα τολμούσε να εναντιωθεί.
Όταν η ισραηλινή κυβέρνηση φθάνει στο σημείο να συγκρουστεί με τους εξτρεμιστές εποίκους, τότε βρίσκεται σε μειονεκτική θέση από πολιτική άποψη. Οι ακροδεξιοί έποικοι αντιλαμβάνονται γιατί το Ισραήλ αντιδρά τόσο χλιαρά στις ενέργειές τους και επιδιώκουν να εκμεταλλευθούν αυτήν την απροθυμία. Και η βίαιη δράση τους πολύ συχνά πέτυχε να αλλάξει ή και να αποτρέψει κυβερνητικές αποφάσεις που τους έβρισκαν αντίθετους.
ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΙ ΥΠΕΡΑΝΩ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Η αύξηση της βίας των εξτρεμιστών εποίκων πηγάζει από βαθιές αλλαγές που έχουν συμβεί στις τάξεις των εποίκων γενικότερα, ιδιαιτέρως με τη δραματική αύξηση του πλήθους τους και τη μετατόπιση της ιδεολογικής τους βάσης. Ισραηλινοί πολίτες άρχισαν να μετοικούν στη Δυτική Όχθη και στη Γάζα λίγο μετά τον πόλεμο του 1967, όταν το Ισραήλ κατέκτησε και τις δύο περιοχές. Μερικοί Εβραίοι θέλησαν να επιστρέψουν σε εβραϊκά χωριά που καταστράφηκαν από στρατούς των Αράβων στον πόλεμο του 1948 και λίγοι ακόμη έλπισαν να αποκαταστήσουν την εβραϊκή παρουσία κοντά σε ιερούς τόπους, όπως η Χεβρώνα, η οποία σύμφωνα με την εβραϊκή αλλά και τη μουσουλμανική παράδοση, είναι ο τόπος ταφής του πατριάρχη Αβραάμ. Η ισραηλινή κυβέρνηση επεδίωξε, επίσης, να δημιουργήσει αρκετές εστίες μικρών οικισμών, για λόγους ασφαλείας. Επρόκειτο, δηλαδή, για τακτική «τετελεσμένων γεγονότων», που θα επέτρεπαν στο Ισραήλ να διατηρήσει αρκετά στρατηγικά σημεία στη Δυτική Όχθη, στο πλαίσιο μιας ειρηνευτικής συμφωνίας, και, όπως υποστήριξαν ορισμένοι, να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε περίπτωση αραβικής εισβολής. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η κοινότητα των εποίκων ήταν ακόμη μια σχετικά μικρή, συνεκτική και πειθαρχημένη κοινωνία περίπου 24.000 ανθρώπων. Ορισμένοι έποικοι ήταν λαϊκοί, αλλά κάποιοι άλλοι είχαν ταχθεί ιδεολογικά στο Γκους Εμουνίμ (συνασπισμός των πιστών), ένα θρησκευτικο-πολιτικό κίνημα που είχε σκοπό να εκπληρώσει αυτό που θεωρούσε ως θεία αποστολή, δηλαδή να ενοποιήσει τη Γη του Ισραήλ, την επικράτεια που οι Εβραίοι πιστεύουν ότι τους υποσχέθηκε ο Θεός. Σ’ αυτήν την επικράτεια περιλαμβάνεται και η Δυτική Όχθη.
Αν και το Γκους Εμουνίμ αντιτίθεται σθεναρά σε κάθε κυβερνητική πολιτική που ενδεχομένως περιορίσει το εποικιστικό πρόγραμμα, εντούτοις δείχνει σεβασμό στον κυρίαρχο ρόλο του κράτους. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, για παράδειγμα, όταν η ισραηλινή κυβέρνηση, εφαρμόζοντας τις διατάξεις ειρηνευτικής συνθήκης με την Αίγυπτο, εκκένωσε όλους οικισμούς στο Σινά, το Γκους Εμουνίμ εξέφρασε τη διαμαρτυρία του αλλά δεν κάλεσε τα μέλη του να πάρουν τα όπλα (αν και τότε αρκετοί προχώρησαν στον σχηματισμό του Jewish Underground). Κατά την άποψη των θρησκευόμενων εθνικιστών εποίκων, το κράτος εξακολουθεί να παραμένει όργανο της θείας πρόνοιας, που εκτελεί την αποστολή που του έχει αναθέσει ο Θεός, δηλαδή να υπεραμυνθεί της εβραϊκής κυριαρχίας και να προστατεύσει την εβραϊκή θρησκευτική ζωή στη Γη του Ισραήλ. Οι υποστηρικτές του Γκους Εμουνίμ πίστευαν ότι η ίδια η σωτηρία θα εκπορευόταν από το κράτος και γι’ αυτόν τον λόγο δεν αμφισβήτησαν την πολιτική εξουσία του. Ο στρατός και οι ηγέτες των εποίκων διατήρησαν στενή επαφή και συντονισμό, με τρόπο ώστε οι στρατιωτικοί να εμπιστευθούν στην ηγεσία των εποίκων την αστυνόμευση των περιοχών τους και οι ίδιοι να αφοσιωθούν στην πρόληψη της παλαιστινιακής τρομοκρατίας.
Από τότε, το κίνημα των εποίκων έχει υποστεί δραστικές αλλαγές. Στη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας, ο αριθμός των εποίκων στη Δυτική Όχθη υπερδεκαπλασιάστηκε, φθάνοντας στα περίπου 300.000 άτομα. Σήμερα, οι περισσότεροι ζουν σε μεγάλες κοινότητες που λειτουργούν σαν προάστια της Ιερουσαλήμ ή του ευρύτερου Τελ Αβίβ. Οι κάτοικοι των οικισμών αυτών εκπροσωπούν όλα τα κοινωνικά στρώματα της ισραηλινής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων κοσμικών και υπερ-ορθόδοξων Εβραίων, που δεν συμμερίζονται τον εθνικιστικό ζήλο του Γκους Εμουνίμ. Πολλοί από αυτούς τους Ισραηλινούς μετοίκησαν στη Δυτική Όχθη για οικονομικούς, κυρίως, λόγους και όχι για πολιτικούς: οι εποικισμοί επιδοτούνται από την κυβέρνηση και συνεπώς είναι πολύ πιο συμφέρον να ζει κανείς εκεί, παρά σε πόλεις μέσα από την Πράσινη Γραμμή. Οι περισσότεροι πολιτικοί στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ δεν θεωρούν ότι αυτοί οι συγκεκριμένοι εποικισμοί αποτελούν ανυπέρβλητα εμπόδια σε μια ειρηνευτική συμφωνία με τους Παλαιστινίους. Στο παρελθόν, οι ηγέτες των Παλαιστινίων είχαν συζητήσει την πιθανότητα να δεχθούν ανταλλαγή εδαφών, που θα επέτρεπε στο Ισραήλ να κρατήσει τμήματα αυτών των εποικισμών σε αντάλλαγμα δικών τους εκτάσεων. Πολλοί από τους συγκεκριμένους εποίκους είναι πιθανόν να έβλεπαν θετικά το ενδεχόμενο αποζημίωσής τους σε περίπτωση που διατάσσονταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, στο πλαίσιο μιας ειρηνευτικής συμφωνίας.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι εξελίξεις στους κόλπους της κοινότητας των εποίκων οδήγησαν επίσης και στην ανάπτυξη μιας μικρής αλλά σημαντικής περιθωριακής ομάδας νεαρών εξτρεμιστών, γνωστών ως «νεολαία του λόφου», που δεν δείχνουν σεβασμό στο κράτος ή έστω στους ηγέτες των εποίκων. Το Γκους Εμουνίμ μπορεί να αντιτάχθηκε σθεναρά στην κυβερνητική πολιτική, αλλά πάντα απέφυγε την αυτόκλητη βίαιη προστασία της έννομης τάξης. Την ενστερνίστηκαν, όμως, αυτοί οι νεαροί ριζοσπάστες, που στην πλειοψηφία τους ζουν σε εποικισμούς στα βάθη της Δυτικής Όχθης και δεν συμμορφώνονται προς τις παραδοσιακές θρησκευτικές αρχές. Οι έποικοι αυτοί, που δεν είναι περισσότεροι από δύο χιλιάδες πάνω-κάτω, συνιστούν μια μικρή αλλά επικίνδυνη μειονότητα εντός της ευρύτερης κοινότητας και είναι αυτοί που οργανώνουν τις επιθέσεις «Κόστους» εναντίον αμάχων Παλαιστινίων και Ισραηλινών στρατιωτών. Δεν πιστεύουν ότι το κράτος, με τη σημερινή ηγεσία του, είναι το όργανο για την εδραίωση στη Γη του Ισραήλ. Αντιθέτως, στο κράτος βλέπουν ένα εμπόδιο που ορθώνεται απέναντι στο θέλημα του Θεού.
Παρότι ο ισραηλινός στρατός κατά παράδοση συνεργάζεται στενά με τους επικεφαλής των εποίκων για τη διατήρηση της ασφάλειας, αυτή η νέα γενιά ριζοσπαστών αψηφά αυτήν τη συνεργασία, θεωρώντας ότι η ηγεσία των εποίκων είναι συνένοχη στα εγκλήματα που διαπράττει η κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα, ο έλεγχος που ασκείται επί των πλέον προβληματικών μελών της κοινότητας των εποίκων είναι ελάχιστος. Πράγματι, οι εξτρεμιστές έχουν βάλει στο στόχαστρο ορισμένα από τα κεντρικά πρόσωπα του εποικιστικού κινήματος, όπως ο Ζεέβ Χεβέρ, ο οποίος ηγείται του κατασκευαστικού κλάδου της εποικιστικής επιχείρησης. Ο Χεβέρ, άλλοτε μέλος του Jewish Underground, είναι ίσως ο βασικός υπεύθυνος της εποικιστικής εξάπλωσης που πραγματοποιήθηκε με τη σύμπραξη της ισραηλινής κυβέρνησης. Εντούτοις, τον περασμένο Ιούνιο, οι εξτρεμιστές έσκισαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου του, θέλοντας να εκφράσουν την οργή τους για τη συνεχιζόμενη συνεργασία των αρχηγών με τις κρατικές υπηρεσίες.
Αυτή η νέα γενιά εξτρεμιστών βγήκε μέσα από την τραυματική για το Ισραήλ εμπειρία του 2005, με την απομάκρυνση των Ισραηλινών από τη λωρίδα της Γάζας, γνωστή στους κύκλους των εποίκων ως «διωγμός». Στα τέλη του 2003, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Αριέλ Σαρόν, άλλοτε υπέρμαχος του εποικιστικού κινήματος, είχε ανακοινώσει ότι προγραμμάτιζε τη διάλυση των ισραηλινών εποικισμών στη Γάζα. Η μεταστροφή του Σαρόν συγκλόνισε τους εποίκους. Αισθάνθηκαν προδομένοι και άρχισαν να θέτουν υπό αμφισβήτηση την εξουσία του κράτους. Ενώ άλλοτε οι αρχηγοί των εποίκων μπορούσαν να παρουσιάσουν τη δράση κατά εγκαταστάσεων ή ατόμων ως ελιγμούς τακτικής, τώρα αντιλαμβάνονταν ότι η «αποδέσμευση» του Σαρόν, όπως έγινε γνωστή στο Ισραήλ, ήταν μια θεμελιώδης ρήξη με τη θρησκευτική τους αποστολή.
Παρ’ όλα αυτά, η δημογεροντία των εποίκων υπεραμύνθηκε της ιερότητας του κράτους και προέταξε μια -κατά κύριο λόγο- μη βίαιη αντίσταση. Ξεκίνησαν μια εκστρατεία δημοσίων σχέσεων, με στόχο να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως καταπιεσμένη μειοψηφία και δανείστηκαν το πορτοκαλί χρώμα από την επανάσταση στην Ουκρανία το 2004, ώστε να ενισχύσουν το προφίλ τους ως φιλειρηνικού κινήματος. Όταν έγινε σαφές ότι η αντίδραση των εποίκων στην αποδέσμευση δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας, οι περισσότεροι ηγέτες των εποίκων κάλεσαν τους Εβραίους της Γάζας ν’ αποφύγουν τη βία κατά των Ισραηλινών στρατιωτών και δεν πίεσαν τους στρατιώτες (ούτε τους εποίκους που υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία) να μη πειθαρχήσουν στις διαταγές εκκένωσης. Με άλλα λόγια, η αντίθεση απέναντι στην αποχώρηση παρέμεινε μέσα στα όρια του ισραηλινού πολιτικού διαλόγου και του σεβασμού των εποίκων προς το κράτος.
Όταν, όμως, πλησίαζε ο καιρός για την αποδέσμευση, μια πιο ριζοσπαστική κατηγορία εποίκων άρχισε να εκφράζεται ανοιχτά κατά της συγκαταβατικότητας των αρχηγών. Μερικοί ραβίνοι, μάλιστα, έλεγαν ότι με θεϊκή παρέμβαση της τελευταίας στιγμής, η αποχώρηση έμελλε να ματαιωθεί. Ωστόσο, το καλοκαίρι του 2005, το Ισραήλ απομάκρυνε όλους τους εποίκους του από τη λωρίδα της Γάζας (περίπου 8.600 ανθρώπους) και τερμάτισε τη στρατιωτική παρουσία του εκεί. Ο ισραηλινός στρατός απομάκρυνε δυναμικά τις οικογένειες από τα σπίτια τους, κατεδάφισε χωριά και μετέφερε ολόκληρες κοινότητες (σπίτια, συναγωγές, κοιμητήρια και σχολεία) στο καθαυτό Ισραήλ. Ούτε η μη βίαιη αντίσταση των εποίκων ούτε η θεϊκή παρέμβαση στάθηκαν ικανές να εμποδίσουν την κυβέρνηση. Οι φανατικοί είδαν τον διωγμό από τη Γάζα σαν μια προφανή αποτυχία των αντιλήψεων της παλιάς φρουράς. Όχι μόνο το κράτος του Ισραήλ δεν αποτελούσε πλέον το μέσον για την απολύτρωση, αλλά και είχε ουσιαστικά υποχωρήσει από το πιο σημαντικό όραμα του σύγχρονου εβραϊκού θρησκευτικού εθνικισμού: την εδραίωση στην Γη του Ισραήλ. Οι έποικοι ένιωσαν διπλά προδομένοι, υπό την έννοια ότι η κυβέρνηση απέτυχε να τους ενσωματώσει σωστά στο Ισραήλ, τους εφοδίασε με ανεπαρκείς πόρους για τη μεταστέγασή τους και, κατά την άποψή τους, ουσιαστικά τους παραμέλησε όταν τελείωσε η διαδικασία απομάκρυνσης.
Έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν αυτό που οι φανατικοί έποικοι έβλεπαν ως επιλογή ανάμεσα στο κράτος και στους εποικισμούς, επέλεξαν το δεύτερο. Προκειμένου ν’ αποσοβήσουν τον κίνδυνο επανάληψης μιας αποδέσμευσης οποιουδήποτε είδους, αποφάσισαν να ασκήσουν αντίποινα σε τυχόν απόπειρα της ισραηλινής κυβέρνησης να πάρει σκληρότερα μέτρα σε βάρος του κινήματος. Από εκεί πήγασαν και οι επιθέσεις «Κόστους». Μέσα σε αυτό το κλίμα, η παραδοσιακή ηγεσία του εποικιστικού κινήματος και η εξουσία της ισραηλινής κυβέρνησης έχουν τη μικρότερη σχέση από ποτέ.
ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΤΩΝ ΦΑΝΑΤΙΚΩΝ
Αναμφίβολα, η βία των εποίκων φέρνει αποτέλεσμα. Κατέστησε δυσκολότερη τη διακυβέρνηση στη Δυτική Όχθη για τον στρατό και κατακερμάτισε το εποικιστικό κίνημα, εξασθενίζοντας την επιρροή των πλέον μετριοπαθών στοιχείων που θα αποδέχονταν τη νομιμότητα του ισραηλινού κράτους ακόμη και αν επρόκειτο να προχωρήσει και άλλη απομάκρυνση. Το δόγμα του «Κόστους», λοιπόν, έχει καταστήσει απαγορευτικές ακόμη και τις πιο συμβολικές μετακινήσεις εποίκων. Η βία έχει κάνει τους Ισραηλινούς πολιτικούς να φοβούνται πως η όποια υποχώρηση, είτε στο πλαίσιο ειρηνευτικής συμφωνίας είτε ως μονομερής απόφαση, θα οδηγήσει σε σύγκρουση. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί πρόβλημα στην κυβέρνηση. Εάν αγνοήσει τους φανατικούς, θα υπονομεύσει την εξουσία της και την όποια καλή θέληση θα δημιουργούσε στους Παλαιστινίους μια απόσυρση από κατεχόμενα εδάφη. Από την άλλη, μια σύγκρουση μαζί τους διακινδυνεύει ένα δημόσιο θέαμα με πρωταγωνιστές αστυνομικούς να σέρνουν έξω από τα σπίτια τους κοπέλες συντηρητικά ντυμένες, πράγμα που ισοδυναμεί με πολιτική καταστροφή για οποιαδήποτε ισραηλινή κυβέρνηση.
Η πρώτη μετά τη Γάζα απόσυρση, η διάλυση του οικισμού της Αμόνα το 2006, δικαιολόγησε απολύτως τους φόβους των Ισραηλινών πολιτικών. Στη διάρκεια των κατεδαφίσεων εννέα ακατοίκητων σπιτιών, που ήταν χτισμένα σε γη προορισμένη να αποδοθεί στους Παλαιστινίους, χιλιάδες έποικοι συγκρούστηκαν με άνδρες των ισραηλινών σωμάτων ασφαλείας, κατέλαβαν σπίτια και γειτονικές περιοχές, επιτέθηκαν σε αξιωματικούς με πέτρες, μπουκάλια και τσιμεντόλιθους. Στις ταραχές τραυματίστηκαν 200 άτομα, εκ των οποίων 80 ήταν αστυνομικοί και δύο βουλευτές της Κνεσέτ, που παρευρίσκονταν για να συμπαρασταθούν στους εποίκους.
Αν και από τεχνικής απόψεως η αποστολή πέτυχε, η βία που την συνόδευσε ενίσχυσε την αντίληψη ότι οποιαδήποτε απόσυρση, οσοδήποτε περιορισμένη κι αν είναι, ενέχει τον κίνδυνο ν’ ανοίξει βαθιά ρήγματα στην ισραηλινή κοινωνία. Το περιστατικό έκανε την ισραηλινή ηγεσία πιο επιφυλακτική απέναντι σε μελλοντικές εκκενώσεις περιοχών και πιο πρόθυμη να νομιμοποιήσει αναδρομικά τους εναπομείναντες οικισμούς στη Δυτική Όχθη. Πράγματι, όταν τον περασμένο Ιούνιο το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας εξέδωσε απόφαση για τη διάλυση αρκετών οικισμών χτισμένων σε παλαιστινιακή γη, η Κνεσέτ συζήτησε την ψήφιση νομοσχεδίου με το οποίο θα καταστρατηγούσε τη δικαστική απόφαση και θα νομιμοποιούσε πολλά σπίτια στις περιοχές αυτές. Επρόκειτο για μια κίνηση με πολύ σοβαρές νομικές συνέπειες. Το νομοσχέδιο απερρίφθη μόνον ύστερα από απευθείας παρέμβαση του Νετανιάχου. Ως αντίδραση, διαδηλωτές στην Ιερουσαλήμ έκαψαν δημόσια κτήρια και εξτρεμιστικά στοιχεία βανδάλισαν το μικτό αραβο-ισραηλινό χωριό Νέβε Σαλόμ, στα ισραηλινά εδάφη, γράφοντας συνθήματα όπως «Θάνατος στους Άραβες».
Εκτός από την υπονόμευση του κράτους δικαίου και την τρομοκράτηση των Ισραηλινών πολιτικών, οι ακροδεξιοί έποικοι έχουν σταδιακά αλλάξει τον τρόπο με τον οποίον οι Παλαιστίνιοι βλέπουν τους Ισραηλινούς στο σύνολό τους. Από το 1967, όταν το Ισραήλ απέκτησε τον έλεγχο της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, οι δύο κοινότητες είχαν τακτική συνεργασία. Οι Ισραηλινοί ψώνιζαν στη Δυτική Όχθη και εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστινίων εργάζονταν στο Ισραήλ. Όμως, η δεύτερη ιντιφάντα έκανε τους Ισραηλινούς να σταματήσουν να μπαίνουν απρομελέτητα σε παλαιστινιακές περιοχές και, ως απάντηση προς την παλαιστινιακή τρομοκρατία, το Ισραήλ επέβαλε πολιτικές που κατέστησαν δυσκολότερη την εργασία για τους Παλαιστινίους εντός του Ισραήλ. Η κατάσταση αυτή κορυφώθηκε με την κατασκευή του τείχους ασφαλείας. Σήμερα, η μόνη επαφή Παλαιστινίων με Ισραηλινούς είναι ουσιαστικά με στρατιώτες και εποίκους, τους οποίους οι Παλαιστίνιοι βλέπουν ως εκπροσώπους όλων των Ισραηλινών. Αυτό σημαίνει ότι οι σχέσεις μεταξύ εποίκων, Ισραηλινών στρατιωτών και Παλαιστινίων αμάχων θα πρέπει να είναι σήμερα πιο σημαντικές από ποτέ.
Με το να εξαθλιώνουν τους Παλαιστινίους γείτονές τους, οι ακροδεξιοί έποικοι ενδυναμώνουν αυτό που πιο πολύ φοβούνται: την παλαιστινιακή τρομοκρατία. Η Χαμάς αυτοπροσδιορίζεται ως αντιστασιακή οργάνωση, που υπερασπίζεται τον παλαιστινιακό λαό και χρησιμοποιεί τις πιο εξτρεμιστικές επιθέσεις κατά Παλαιστινίων (όπως τη σφαγή 29 μουσουλμάνων Παλαιστινίων προσκυνητών στη Χεβρώνα από τον Μπαρούχ Γκολντστάιν, το 1994), για να δικαιολογήσει τη δική της τρομοκρατία ως αυτοάμυνα. Ασφαλώς, τέτοιοι ισχυρισμοί είναι υποκριτικοί: οργανώσεις σαν τη Χαμάς θα επιχειρούσαν να δολοφονήσουν Ισραηλινούς ούτως ή άλλως. Όμως, οι επιθέσεις των εποίκων κάνουν την προπαγάνδα της Χαμάς πιο αξιόπιστη στην παλαιστινιακή κοινή γνώμη.
Ο εποικιστικός φανατισμός αποδυναμώνει και δυσφημεί εκείνους τους Παλαιστινίους που αντιτίθενται στην τρομοκρατία, όπως ο πρόεδρος Μαχμούντ Αμπάς και ο πρωθυπουργός Σαλάμ Φαγέντ. Η αδυναμία τους να πείσουν το Ισραήλ ν’ αποτρέψει τους πολίτες του από επιθέσεις κατά Παλαιστινίων, τους κάνει να δείχνουν υποτονικοί ενώ παράλληλα ναρκοθετεί την αντίληψη ότι αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να διαπραγματευθούν μια δίκαιη συνθήκη με το Ισραήλ. Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί φέρνει στον νου την πίκρα που ένιωσαν οι Ισραηλινοί όταν, ενώ διαπραγματεύονταν με τον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ, συνεχίζονταν οι παλαιστινιακές βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας: ή ήταν ικανός να σταματήσει τη βία επιλέγοντας τη μη βία ή δεν ήταν ικανός να τη σταματήσει, οπότε δεν υπήρχε και λόγος για συνομιλίες. Τώρα, λοιπόν, που η βία των εποίκων αυξάνει, οι Παλαιστίνιοι θ’ αρχίσουν να λένε τα ίδια για την ηγεσία του Ισραήλ.
ΑΝΤΙΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ενώ, λοιπόν, η ειρηνευτική διαδικασία βρίσκεται σε αδιέξοδο και ο ισραηλινός έλεγχος στη Δυτική Όχθη δεν φαίνεται να τερματίζεται σύντομα, η κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοεί την ανυποχώρητη βία των εποίκων, με το σκεπτικό ότι το εποικιστικό ζήτημα πρόκειται σύντομα να λυθεί ως μέρος μιας ειρηνευτικής συμφωνίας. Όπως οι Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι οφείλουν να καταπολεμήσουν την παλαιστινιακή τρομοκρατία, έτσι και το Ισραήλ οφείλει να πατάξει την τρομοκρατία των εποίκων. Η λήψη κατασταλτικών μέτρων κατά της βιαιοπραγίας των ακροδεξιών εποίκων δεν πρόκειται να προσφέρει στους Παλαιστινίους την πολιτική αναγνώριση που επιθυμούν, ούτε πρόκειται να οδηγήσει σε ειρήνευση. Θα συμβάλει, όμως, στη νομιμοποίηση των μετριοπαθών Παλαιστινίων ηγετών και θα βελτιώσει τη ζωή των απλών Παλαιστινίων. Οι δύο αυτές παράμετροι είναι σημαντικές για να παραμείνει ζωντανή η πιθανότητα μιας ειρήνευσης κατόπιν διαπραγματεύσεων. Η άρση της εξτρεμιστικής βίας στη Δυτική Όχθη θα αποβεί πολύ πιο σημαντική από τη στιγμή που επαναληφθούν με σοβαρές προθέσεις οι ειρηνευτικές συνομιλίες. Εάν η ισραηλινή κυβέρνηση σκοπεύει να αποσυρθεί από τα προσαρτηθέντα εδάφη, η τρομοκρατία των εποίκων ενδέχεται να αυξηθεί, αποσπώντας από την κυβέρνηση ένα βαρύ πολιτικό τίμημα και πιθανόν δυναμιτίζοντας την ειρήνη.
Κατά τους τελευταίους μήνες, οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι άρχισαν να λαμβάνουν πιο σοβαρά υπόψη τους το πρόβλημα που θέτει η τρομοκρατία των εποίκων, τουλάχιστον φραστικά. Πέρυσι, ο Ισραηλινός στρατηγός Νιτσάν Αλόν, που έχει στην ευθύνη του τη Δυτική Όχθη, χρησιμοποίησε τη λέξη «τρομοκρατία» για να χαρακτηρίσει τις βιαιότητες και ζήτησε από τον στρατό να «κάνει περισσότερα για να τη σταματήσει». Ακόμη και το προεδρείο του Συμβουλίου Γεσά, οργάνου μέσω του οποίου εκφράζεται συνήθως η κοινότητα των εποίκων, κατήγγειλε πρόσφατα το «τρομερό και επαίσχυντο φαινόμενο κουκουλοφόρων Εβραίων με σφεντόνες και πέτρες στα χέρια» και με σκληρή γλώσσα επιτίμησε την επικρατούσα τάση στους κύκλους των εποίκων να σιωπούν γύρω από το θέμα. Ύστερα, μάλιστα, από τον περυσινό βανδαλισμό στη βάση του ισραηλινού στρατού στη Δυτική Όχθη, οι υπουργοί Άμυνας, Νομικών Υποθέσεων και Εσωτερικής Ασφάλειας, συζήτησαν επίσημα το ενδεχόμενο να ανακηρύξουν τη «νεολαία των λόφων» τρομοκρατική οργάνωση. Αν η κυβέρνηση προχωρούσε σ’ αυτό το βήμα θα διευκόλυνε μια συντονισμένη εκστρατεία πληροφόρησης και επιβολής του νόμου επί της βίας. Τα δικαστήρια του Ισραήλ δεν θα πρέπει στο εξής να μεταχειρίζονται τους ακροδεξιούς σαν πατριώτες που παραστράτησαν υπεραμυνόμενοι του Ισραήλ, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να τους καταδικάζουν με σκληρές ποινές κάθειρξης, ώστε ν’ αποτρέψουν άλλους από το να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους. Εν τω μεταξύ, οι παραδοσιακοί ραβίνοι, θα πρέπει ν’ αποδοκιμάσουν τους ακροδεξιούς αδελφούς τους και να καταδείξουν πως οι πρακτικές τους αντιβαίνουν σε αιώνες θρησκευτικής παράδοσης. Όταν οι εξτρεμιστές ραβίνοι υποκινούν τη βία, θα πρέπει να διώκονται ποινικά.
Κατά την εφαρμογή του ανωτέρω προγράμματος, η κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να επιχειρήσει να συνεργαστεί με την παραδοσιακή ηγεσία των εποίκων. Η χρονική στιγμή είναι ίσως κατάλληλη: έχοντας βιώσει βιαιοπραγίες σε βάρος ηγετών όπως ο Χεβέρ, οι έποικοι αξιωματούχοι συνειδητοποιούν ότι οι ακροδεξιοί έχουν πάρει φόρα και εκφράζουν φόβους ότι το κύμα βίας του «Κόστους» θα αμαυρώσει το εποικιστικό πρόγραμμα στο σύνολό του και θα στοιχίσει δεκαετίες προσπαθειών προσέλκυσης περισσότερων Ισραηλινών στον αγώνα τους. Οι παραδοσιακοί ηγέτες είναι σε θέση να εξοστρακίσουν τα πλέον εξτρεμιστικά στοιχεία της κοινότητας των εποίκων και να ταχθούν πιο δυναμικά κατά της βίας. Με τη βοήθεια των επικεφαλής του κινήματος, η κυβέρνηση μπορεί ν’ αντλήσει πληροφόρηση ζωτικής σημασίας για τους φανατικούς.
Προκειμένου ν’ αποφευχθεί μια νέα έκρηξη εξτρεμισμού, το Ισραήλ θα πρέπει επίσης να προετοιμαστεί για έναν πιο ήπιο χειρισμό πιθανής εκκένωσης οικισμών στο μέλλον. Αρχικά θα πρέπει να ενθαρρύνει εποίκους απομακρυσμένων περιοχών να μετοικήσουν στο καθαυτό Ισραήλ, ανεξαρτήτως της ειρηνευτικής διαδικασίας ή της όποιας αναγκαστικής απόσυρσης. Στο Ισραήλ είναι αρκετοί εκείνοι που, όπως ο Άμι Αγιαλόν, πρώην επικεφαλής της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, έχουν προτείνει ένα ευρύ πρόγραμμα που σκοπό έχει να δελεάσει χιλιάδες εποίκους να μετοικήσουν στο Ισραήλ με τη θέλησή τους. Μέχρι τώρα, όμως, η πρόταση δεν έχει γίνει δεκτή από το εποικιστικό κατεστημένο και την κυβέρνηση. Και ασφαλώς, όταν υλοποιηθεί η εκκένωση των οικισμών, όπως το Ισραήλ θα οφείλει να πράξει συμμορφούμενο στην όποια ειρηνευτική συμφωνία, θα πρέπει να διαθέσει ικανούς πόρους για να αποζημιώσει τους εποίκους.
Οι ΗΠΑ έχουν επίσης έναν ρόλο να παίξουν. Η Ουάσιγκτον ανέκαθεν έλπιζε πως τα ζητήματα που σχετίζονται με τη βία των εποίκων θα λύνονταν μετά την εφαρμογή μιας ειρηνευτικής συμφωνίας. Δεδομένου, όμως, ότι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις τώρα δεν υφίστανται, η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να αποσοβήσει την ένταση μεταξύ των δύο μερών. Προβάλλοντας το πρόβλημα του εποικιστικού εξτρεμισμού, οι ΗΠΑ μπορούν να πιέσουν το Ισραήλ για πιο αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Επιπλέον, όπως και το ίδιο το Ισραήλ, θα πρέπει να σκεφθούν να χαρακτηρίσουν ως τρομοκράτες εκείνους που έχουν βιαιοπραγήσει κατά Παλαιστινίων. Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα επιτρέψει στις αμερικανικές Αρχές να εμποδίσουν τη χρηματοδότηση από Αμερικανούς πολίτες, αλλά και θ’ ανοίξει τον δρόμο να υποστηριχθούν εκείνοι οι Ισραηλινοί που θέλουν να εμποδίσουν την άνοδο του εξτρεμισμού.
Σχεδόν κάθε τι που σχετίζεται με την ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη απαιτεί πολύπλοκα ανταλλάγματα και ιεράρχηση ανάμεσα σε αντιτιθέμενες και συχνά εξίσου θεμιτές διεκδικήσεις. Ωστόσο, η άρση της εποικιστικής βίας είναι ένα ζητούμενο σαφώς επιβεβλημένο από ηθική και πολιτική άποψη. Οι Ισραηλινοί, που γνωρίζουν τη φρίκη της τρομοκρατίας καλύτερα από τους πολίτες οποιασδήποτε άλλης δημοκρατίας, θα πρέπει να δείξουν ιδιαίτερη κατανόηση για την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η εξτρεμιστική βία δεν θα καταστρέψει τις ζωές των Παλαιστινίων και δεν θα εμποδίσει το Ισραήλ να κάνει δύσκολες αλλά αναγκαίες επιλογές για το μέλλον του. Είτε η διένεξη συνεχιστεί επ’ αόριστον είτε οι ειρηνευτικές συνομιλίες ξαναρχίσουν σύντομα, το Ισραήλ οφείλει ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα που θέτει η εγγενής τρομοκρατία.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/138033/daniel-byman-and-natan-sac...