Η επάνοδος Ντε Γκωλ
ΣΟΦΙΑ ΠΑΠΑΣΤΑΜΚΟΥ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Την 1η Ιουνίου 1958, ο στρατηγός Ντε Γκωλ σχημάτισε την τελευταία κυβέρνηση της Τέταρτης Γαλλικής Δημοκρατίας με αποστολή την προετοιμασία νέου Συντάγματος.
Με τον τρόπο αυτό, έθεσε τέρμα στην κοινοβουλευτική κρίση που διαρκούσε από τον Απρίλιο και η οποία στο μεταξύ είχε λάβει διαστάσεις εθνικού διχασμού, αφότου στις 13 Μαΐου οι στρατιωτικές αρχές και ο γαλλικός πληθυσμός της Αλγερίας στασίασαν εναντίον του Παρισιού. Με δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 28 Σεπτεμβρίου, το νέο Σύνταγμα εγκρίθηκε από τον γαλλικό λαό με ποσοστό 79,25%. Τα γεγονότα αυτά σήμαναν το πέρασμα από την Τέταρτη στην Πέμπτη Δημοκρατία, της οποίας πρώτος πρόεδρος εκλέχθηκε ο Ντε Γκωλ. Παρά τις ταραχώδεις συνθήκες που σημάδεψαν τη σύστασή της, τις πολυάριθμες συνταγματικές τροποποιήσεις που υπέστη στη συνέχεια, καθώς και τις κριτικές που της απευθύνονται, η Πέμπτη Δημοκρατία έπεται μόλις της Τρίτης (1870-1940) ως το μακροβιότερο πολίτευμα της μετεπαναστατικής Γαλλίας. Για να κατανοήσει κανείς την εγκαθίδρυσή της, θα πρέπει να έχει υπόψη τις διαφορετικές χρονικότητες που συνέτρεξαν και όρισαν το πλαίσιο στο οποίο αυτή η αλλαγή έλαβε χώρα: την κρίση του 1958, τον πόλεμο της Αλγερίας, τις θεσμικές αδυναμίες της Τέταρτης Δημοκρατίας. Επιπλέον, τον ρόλο του βασικού πρωταγωνιστή, του στρατηγού Ντε Γκωλ, κατά την κρίση του 1958, καθώς και τη γενικότερη στάση που είχε τηρήσει από το 1947 και εξής.
Η μόλις δωδεκαετής Τέταρτη Δημοκρατία
Η σύσταση της Τέταρτης Δημοκρατίας το 1946 υπήρξε η απάντηση των αντιστασιακών δυνάμεων και του πολιτικού κόσμου της μεταπολεμικής Γαλλίας στην κατάλυση του πολιτεύματος, την ιδεολογία της αντίδρασης και τη συνεργασία με τη χιτλερική Γερμανία, που είχε ενσαρκώσει η εγκαθίδρυση του λεγόμενου Γαλλικού Κράτους (État Français) υπό τον στρατάρχη Πετέν το 1940. Το νέο, μετά το 1946, πολίτευμα ήταν προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, στην οποία ο πρόεδρος διέθετε μόνο συμβουλευτικό ρόλο. Η άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας ήταν κατά βάση έργο της κυβέρνησης, στο πλαίσιο της οποίας ο πρωθυπουργός –επίσημα, πρόεδρος του [Υπουργικού] Συμβουλίου– ήταν ουσιαστικά πρώτος μεταξύ ίσων. Η οργάνωση της εκτελεστικής εξουσίας κατ’ αυτόν τον τρόπο αποδείχθηκε τελικά αναποτελεσματική, στον βαθμό που συνδυάστηκε με ένα εκλογικό σύστημα που ενθάρρυνε τον πολυκομματισμό και τις κυβερνήσεις συνασπισμού. Ετσι, κατά την περίοδο 1946-1958, συγκροτήθηκαν 24 κυβερνήσεις, εκ των οποίων η μακροβιότερη διήρκεσε 17 μήνες (κυβέρνηση Γκι Μολέ, Ιανουάριος 1956 - Μάιος 1957). Οι ενδημικές αυτές αδυναμίες εντάθηκαν περαιτέρω υπό το βάρος των περιστάσεων που κλήθηκε να αντιμετωπίσει το νέο πολίτευμα, όπως η οικονομική ανόρθωση της χώρας μετά τον πόλεμο, η διαμόρφωση μιας νέας εξωτερικής πολιτικής στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου (συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, ευρωπαϊκή ενοποίηση) και, κυρίως, η αποδόμηση του γαλλικού αυτοκρατορικού οικοδομήματος (πόλεμος της Ινδοκίνας, ανεξαρτησία των προτεκτοράτων του Μαρόκου και της Τυνησίας, πόλεμος της Αλγερίας).
Αποχή από την πολιτική
Κατά την περίοδο της Τέταρτης Δημοκρατίας, ο Ντε Γκωλ, επικεφαλής των Ελεύθερων Γάλλων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και της προσωρινής κυβέρνησης της Γαλλικής Δημοκρατίας μετά την απελευθέρωση, έλαμψε κυριολεκτικά διά της απουσίας του. Ο στρατηγός είχε εκφράσει ανοιχτά τις διαφωνίες του σχετικά με τη μελλοντική μορφή του νέου πολιτεύματος στον λόγο του στο Bayeux (16 Ιουνίου 1946), καθώς ήταν πεπεισμένος ότι η αποτελεσματική διακυβέρνηση της χώρας απαιτούσε τη σύσταση ισχυρής προσωποπαγούς εκτελεστικής εξουσίας υπό τη μορφή προεδρικής δημοκρατίας. Οι απόψεις του δεν επικράτησαν και ο Ντε Γκωλ προτίμησε να αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική ζωή, ελπίζοντας ότι μία κρίση του πολιτεύματος, την οποία θεωρούσε αναπόφευκτη, θα επέτρεπε αργά ή γρήγορα την επιστροφή του. Βέβαια, ιδρύοντας το πολιτικό μόρφωμα «Συναγερμός του γαλλικού λαού» (Rassemblement du peuple français), ο Ντε Γκωλ παρέμεινε έμμεσα παρών στην πολιτική ζωή του τόπου μέσω των εκλεγμένων μελών του κινήματος. Ο συγκεκριμένος σχηματισμός έπαυσε να υφίσταται ουσιαστικά από το 1953 και ο ίδιος ο Ντε Γκωλ αποσύρθηκε εντελώς από τις πολιτικές δραστηριότητες μετά το 1954, αν και διάφοροι οπαδοί του, όπως ο Ζακ Σαμπάν-Ντελμάς, συνέχισαν να είναι ενεργοί στην πολιτική αρένα ασκώντας δριμεία αντιπολίτευση.
Η κρίση της 13ης Μαΐου
Την άνοιξη του 1958, ένα σύνολο περιστάσεων, οι οποίες συνδέονταν άμεσα με τον πόλεμο της Αλγερίας, προκάλεσε την κρίση που οδήγησε τελικά στην επάνοδο του Ντε Γκωλ. Η ένοπλη εξέγερση του αλγερινού Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης (Front de libération nationale, FLN) την 1η Νοεμβρίου 1954, με στόχο την ανεξαρτησία της Αλγερίας, είχε εγκαινιάσει μία εμπόλεμη περίοδο που διήρκεσε συνολικά οκτώ χρόνια και σημάδεψε ανεξίτηλα τη γαλλική ιστορία. Ο πόλεμος της Αλγερίας ξέσπασε αμέσως μετά τη λήξη αυτού της Ινδοκίνας και ήταν ταυτόχρονα, τόσο για τους Αλγερινούς όσο και για τους Γάλλους, ένας εθνικός διχασμός που έφτανε στα όρια του εμφυλίου. Το 1958, το Αλγερινό έφερε στην επιφάνεια όλες τις δομικές αδυναμίες της Τέταρτης Δημοκρατίας οδηγώντας τελικά στην κατάρρευσή της.
Την ευθύνη για τη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Αλγερία μοιράζονταν κυρίως τα υπουργεία Αμυνας και Εσωτερικών καθώς και οι στρατιωτικές αρχές που στάθμευαν στην Αλγερία, η οποία αποτελούσε διαμέρισμα της μητροπολιτικής γαλλικής επικράτειας. Ηδη από το 1955, ήταν ορατοί οι τριγμοί που το θέμα προκαλούσε στα πλαίσια του κυβερνητικού συμβουλίου. Η κρίση του Σουέζ το 1956 έδειξε σαφέστατα ότι το Αλγερινό υποθήκευε την εξωτερική πολιτική της χώρας και έθετε σε δοκιμασία τις συμμαχίες της. Τον Φεβρουάριο του 1958, οι γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις βομβάρδισαν το μεθοριακό χωριό Σακιέτ Σίντι Γιουσέφ, τμήμα της επικράτειας της Τυνησίας, το οποίο χρησίμευε ως βάση ανεφοδιασμού των Αλγερινών μαχητών. Η επιχείρηση προκάλεσε 69 θύματα μεταξύ του άμαχου πληθυσμού και ο Τυνήσιος πρόεδρος Χαμπίμπ Μπουργκίμπα προσέφυγε στον ΟΗΕ. Το θέμα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στο γαλλικό Κοινοβούλιο και οδήγησε τελικά στην πτώση της κυβέρνησης Γκαγιάρ στα μέσα Απριλίου. Ακολούθησε μία περίοδος παρατεταμένης κρίσης, καθώς επί ένα μήνα οι προσπάθειες του Προέδρου της Δημοκρατίας, Ρενέ Κοτί, να ορίσει νέα κυβέρνηση στέφθηκαν από αποτυχία.
Τελεσίγραφο
Στη φάση αυτή, το όνομα του Ντε Γκωλ βρισκόταν επί τάπητος. Δεν ήταν μόνο οι πιστοί γκωλικοί, όπως ο βουλευτής και πρώην γενικός κυβερνήτης της Αλγερίας Ζακ Σουστέλ ή ο τότε γερουσιαστής Μισέλ Ντεμπρέ, οι οποίοι ενεργοποιούνταν υπέρ του. Πολιτικοί του διαμετρήματος του Πιερ Μεντές Φρανς, για παράδειγμα, ήταν πεπεισμένοι ότι ο στρατηγός μπορούσε να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Ο Κοτί διερεύνησε τις προθέσεις του Ντε Γκωλ, οι όροι όμως που ο στρατηγός έθεσε για να σχηματίσει κυβέρνηση ήταν αδύνατο να γίνουν δεκτοί, καθώς ζητούσε να του απευθυνθεί γραπτή αίτηση σχηματισμού κυβέρνησης, την οποία τα πολιτικά κόμματα θα είχαν εκ των προτέρων δεσμευτεί να υπερψηφίσουν, χωρίς ο ίδιος να παρουσιαστεί στη Βουλή. Η κοινοβουλευτική κρίση έδειξε να φτάνει στο τέλος της όταν τελικά στις 8 Μαΐου ο Πιερ Φλεμλέν κατόρθωσε να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση. Ο διορισμός του νέου πρωθυπουργού, εν μέσω οργίου φημών ότι θα επιδίωκε πολιτική λύση του Αλγερινού, προκάλεσε την άμεση αντίδραση του γαλλικού στρατού και την ανοιχτή επέμβασή του. Την επομένη, πράγματι, ο διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων της Αλγερίας, στρατηγός Ραούλ Σαλάν, απηύθυνε τηλεγράφημα στον Κοτί, μέσω του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, στρατηγού Ελί, προειδοποιώντας ότι ο στρατός θα αντιδρούσε σε περίπτωση που ο πολιτικός κόσμος επιχειρούσε διπλωματική λύση στο Αλγερινό.
Οι εξελίξεις αυτές όρισαν το πλαίσιο της κρίσης της 13ης Μαΐου. Ο επίσημος σχηματισμός της κυβέρνησης Φλεμλέν τη μέρα αυτή, συνοδεύτηκε από την κήρυξη γενικής απεργίας στο Αλγέρι και διαδηλώσεις που οργανώθηκαν από ένα συνονθύλευμα επιτροπών απόμαχων στρατιωτικών, αυτόκλητων πατριωτικών σχηματισμών και ακροδεξιών ομάδων. Επί τόπου σχηματίστηκε η Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας (Comité de salut public) υπό τους στρατηγούς Σαλάν και Μασί, η οποία περιελάμβανε στρατιωτικούς, πολίτες, οπαδούς του Ντε Γκωλ και διάφορες ομάδες, με αίτημα τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας που θα διασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα της Γαλλίας, αποκλείοντας έτσι λύση ανεξαρτησίας για το Αλγερινό. Είχε επέλθει αδιέξοδο: αφενός, η κυβέρνηση Φλεμλέν αδυνατούσε να ελέγξει τον στρατό, αφετέρου ο στρατός δεν διέθετε τα πολιτικά ερείσματα που θα του επέτρεπαν να ρυθμίσει εντελώς την πολιτική ζωή. Επιπλέον, η κυβέρνηση δεν μπορούσε να βασιστεί ούτε στην αστυνομία της μητρόπολης, η οποία στην καλύτερη περίπτωση ενέκρινε λύση Ντε Γκωλ, στη χειρότερη στήριζε τη δράση των «πατριωτικών» επιτροπών και τις θέσεις των στρατιωτικών.
Ενα «δημοκρατικό πραξικόπημα»
Η υπάρχουσα ιστοριογραφία αναγνωρίζει ομόφωνα ότι ο ρόλος του Ντε Γκωλ υπήρξε αμφιλεγόμενος: αν και ο ίδιος δεν ενθάρρυνε προσωπικά τη δράση των οπαδών του, ωστόσο δεν έθεσε φρένο στη δράση τους. Ουσιαστικά, ήταν έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο που θα επέτρεπε την επάνοδό του στην εξουσία σε βάρος του καθεστώτος το οποίο είχε εξαρχής αποδοκιμάσει. Οπως το θέτει ο Ρ. Αρόν στα Απομνημονεύματά του: « [ο στρατηγός] λέρωσε το λιγότερο δυνατό τα χέρια του, αν και ήταν γνώστης και των προθέσεων και των πράξεων ορισμένων συνωμοτών. Αναλόγως πώς το βλέπει κανείς, υπήρξε σωτήρας των εκλεγμένων αντιπροσώπων ή, αντίθετα, ενεργοποίησε μία από τις βόμβες της 13ης Μαΐου. Στην πραγματικότητα, διαδραμάτισε και τους δύο ρόλους». Ουσιαστικά, ο Ντε Γκωλ έπαιξε στα όρια της δημοκρατικής νομιμότητας εκμεταλλευόμενος μία στρατιωτική στάση που του επέτρεψε να εγκαθιδρύσει την Πέμπτη Δημοκρατία. Ή, όπως το θέτει η υπάρχουσα ιστοριογραφία, ήταν τελικά ένα «δημοκρατικό πραξικόπημα», το οποίο νομιμοποίησαν εκ των υστέρων η αποδοχή του από τον γαλλικό λαό στο δημοψήφισμα αλλά και το αποτυχημένο πραξικόπημα των στρατιωτικών της Αλγερίας εναντίον του Ντε Γκωλ το 1961.
* Η κ. Σοφία Παπαστάμκου είναι ιστορικός, υπεύθυνη Digital Humanities στο Maison Européenne des Sciences de l’Homme et de la Société στη Λιλ της Γαλλίας.
(Στην φωτογραφία : «Je vous ai compris» – η περίφημη φράση του Ντε Γκωλ στο Αλγέρι, κατά την ομιλία του προς τους Γαλλοαλγερινούς, στις 4 Ιουνίου 1958. Ηταν μια ένδειξη της αποφασιστικότητάς του να διατηρήσει υπό έλεγχο τις εξελίξεις)