Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Εξαιρετικός Τ. Θεοδωρόπουλος για το τέλος εποχής της μεσαίας τάξης


Τέλος εποχής
Τάκης Θεοδωρόπουλος 
Στη «Μεγάλη χίμαιρα», το αριστούργημα του Ζαν Ρενουάρ, υπάρχει μια σκηνή όπου ο Γερμανός αξιωματικός επικεφαλής του πύργου όπου κρατούνται Γάλλοι αιχμάλωτοι κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καλεί στο δωμάτιό του τον Γάλλο ομόλογό του. Ο ένας είναι ο Εριχ φον Στρόχαϊμ και ο άλλος ο Πιερ Φρενέ. Είναι και οι δύο αριστοκράτες και η συζήτηση μεταξύ τους είναι άκρως πολιτισμένη, όπως και γενικά ο τρόπος με τον οποίον συμπεριφέρεται ο Γερμανός αξιωματικός στους αιχμαλώτους του. Μιλούν με τον κώδικα της τιμής που τους συνδέει ως Ευρωπαίους αριστοκράτες, οι οποίοι μπορούν να πάρουν τις αποστάσεις τους από τη βρωμιά του πολέμου. Κάποια στιγμή ο Στρόχαϊμ, το όνομα του χαρακτήρα είναι Φον Ράουφενστεν, λέει στον Ντε Μποελντιέ, τον Γάλλο αξιωματικό που υποδύεται ο Πιερ Φρενέ: «Οποια κι αν είναι η έκβαση του πολέμου, όποιος κι αν τον κερδίσει, εμείς ή εσείς, εσείς κι εγώ θα είμαστε οι χαμένοι. Οι κερδισμένοι θα είναι αυτοί». Με αυτούς εννοεί τους υπόλοιπους αιχμαλώτους, κυρίως δε τον υπερδραστήριο και εκπληκτικό Ζαν Γκαμπέν στον ρόλο του προλετάριου, ο οποίος, αν δεν κάνω λάθος, είναι και ο μόνος που καταφέρνει στο τέλος να δραπετεύσει. Τηρουμένων όλων των ιστορικών αναλογιών, πιστεύω πως η σκέψη αυτή ταιριάζει απόλυτα στη μοίρα των μεσαίων τάξεων στη σημερινή Ευρώπη, κατεξοχήν δε και δυστυχώς στην Ελλάδα, τη χώρα που ανέλαβε τον ρόλο της πρωτοπορίας στη σημερινή κρίση.
Τώρα, καθώς κλείνει ο πρώτος κύκλος της δοκιμασίας, καθώς οι αιτήσεις αναστολής των πολιτικών και οικονομικών αδιεξόδων απορρίπτονται η μία μετά την άλλη, μπορούμε νομίζω να συμπεράνουμε πως αν κάτι άλλαξε στην Ελλάδα αυτά τα πέντε χρόνια είναι η μοίρα και η κοινωνική θέση των λεγόμενων μεσαίων τάξεων. Αναφέρομαι στον πληθυντικό, διότι στις μεσαίες τάξεις περιλαμβάνονται ετερόκλητες κοινωνικές ομάδες, με αντικρουόμενα συμφέροντα, οι οποίες όμως μέχρι να ξεσπάσει η κρίση είχαν τη συνείδηση της κοινής ένταξης σε ένα σύνολο, το οποίο, παρά τις οικονομικές διαφορές και τις μεγάλες αποκλίσεις από την κορυφή στη βάση, συμμετείχε στην οικοδόμηση της κοινωνικής πυραμίδας. Στις μεσαίες τάξεις συνυπάρχουν ο αυτοαπασχολούμενος στο μικρεμπόριο της οικογενειακής επιχείρησης με τον μεγαλέμπορο, ο δημόσιος υπάλληλος με τον αγρότη, ο καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης με τον επιτυχημένο γιατρό κι ένα σωρό άλλες κατηγορίες που απολάμβαναν τα κοινωνικά προνόμια. Σε αυτές απευθυνόταν το σύστημα της εκπαίδευσης, για να ενισχυθεί το αίσθημα της κοινής ένταξης οργανώθηκε το σύστημα υγείας και αυτές πάλευαν να γοητεύσουν οι περίφημοι κομματικοί ογκόλιθοι του δικομματισμού. Αυτές στήριξαν το «πελατειακό» σύστημα ως πυλώνα της δημοκρατίας, και αυτές έκριναν το αποτέλεσμα των εκλογικών αναμετρήσεων. Υπήρχε φτώχεια, όμως δεν υπήρχε εξαθλίωση, και απόδειξη της ελεύθερης επικοινωνίας των στρωμάτων είναι ότι πολλοί ζούσαν πέρα από τις δυνάμεις τους χωρίς κανείς να εντυπωσιάζεται γι’ αυτό. Τα παιδιά των μεσαίων τάξεων είχαν όλα δικαίωμα για μια θέση στην ανώτατη εκπαίδευση ή για τη συμμετοχή τους, τα καλοκαίρια, στη δημοκρατία της Μυκόνου.
Χρειάστηκε το ξέσπασμα της κρίσης για να συνειδητοποιήσουν πως είναι εντελώς ανυπεράσπιστες. Το περίφημο «πού είναι το κράτος;» μεταφράστηκε σε «σιγά το κράτος», το συμβόλαιο που είχαν υπογράψει με την πολιτική τους εκπροσώπηση αποδείχθηκε συμβόλαιο αναξιοπιστίας και, το χειρότερο, συνειδητοποίησαν, όσοι και όπως το συνειδητοποίησαν, πως η εκπαίδευσή τους δεν τους είχε δώσει τα όπλα για να κρίνουν αυτό που τους συνέβη. Τα περίφημα χαρτιά για τα οποία ξοδεύονταν οι ίδιοι και ίδρωναν τα παιδιά τους αποδείχθηκαν σκέτα χαρτιά, μετοχές χωρίς καμία αξία. Στράφηκαν οι μεν εναντίον των δε, οι ιδιοκτήτες ταξί έριχναν λάδια στους δρόμους όπου κινδύνευε ενδεχομένως να σκοτωθεί ο οδοντογιατρός τους, κι όταν κουράστηκαν και είδαν ότι δεν βγαίνει τίποτε περιορίστηκαν να κάνουν υπομονή και να παλεύουν να μαζέψουν χρήματα για να πληρώσουν τα δάνεια, τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές. Αν η Ελλάδα δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπληρώσει το χρέος της είναι μάλλον σαφές πως η ελληνική κοινωνία δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπληρώσει τους φόρους της. Η μόνη ουσιαστική μεταρρύθμιση που συντελέστηκε αυτά τα χρόνια είναι η ακύρωση της κοινωνικής δυναμικής των μεσαίων τάξεων, του κύριου ιστού της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Το ερώτημα είναι αν η κοινοβουλευτική δημοκρατία μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί χωρίς τις μεσαίες τάξεις, με δεδομένο ότι ιστορικά τουλάχιστον υπήρξε παιδί τους, αν δηλαδή οι βασικοί πυλώνες της, οι πολιτικές δυνάμεις του κεντρώου χώρου, κεντροδεξιά και κεντροαριστερά, θα μπορέσουν να ανασυσταθούν μετά την εξάντληση, την καταρράκωση της αξιοπιστίας τους. Δύσκολο, και ακόμη δυσκολότερο αν σκεφτεί κανείς πως τα χρόνια αυτά της κρίσης ανέδειξαν στην επιφάνεια τις χειρότερες πλευρές του εαυτού μας, τη βλακώδη αδιαλλαξία, την επιδειξιομανία της βεβαιότητας, τη δύσοσμη επιβράβευση της αποτυχίας, βασικό συστατικό της κοινωνικής αδικίας, την πολιτική υποκρισία, την αδιαφορία για τη συλλογική μοίρα, τον κυνισμό. Μέχρι την κρίση ο μικροαστός αισθανόταν ικανός να αγοράσει Καγιέν, τώρα ο ίδιος βρίζει τους Γερμανούς που παράγουν Καγιέν και νομίζει πως είναι προλετάριος μόνο που δεν έχει βιομηχανία. Κανείς και τίποτε δεν βρίσκεται στη θέση του, με αποτέλεσμα το εκκρεμές της κοινωνικής διάθεσης να ταλαντεύεται ανάμεσα στον ριζοσπαστισμό του ΣΥΡΙΖΑ και σε μια ακροδεξιά που περιμένει τη αποτυχία του. Οποια κι αν είναι η έκβαση, πάντως, οι μεσαίες τάξεις, ο ιστός της δημοκρατίας, θα είναι οι χαμένες.