Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Άρθρο της Le Monde diplomatique για την απειλή της Ιντιφάντα στη Δυτική Όχθη


Η απειλή της Ιντιφάντα στη Δυτική Όχθη
Αποστολή, par Pironet Olivier, [Χρυσοβέργης Γιάννης (μτφ)]
(Πηγή : http://www.monde-diplomatique.gr)
Βομβαρδίζοντας τη Γάζα για πενήντα ημέρες, οι Ισραηλινοί προκάλεσαν τις χειρότερες ζημιές από την εποχή του πολέμου του 1967 και περισσότερους από δυο χιλιάδες νεκρούς, πεντακόσιοι από τους οποίους ήταν παιδιά.
Την ίδια στιγμή, στη Δυτική Όχθη, η Παλαιστινιακή Αρχή συνεχίζει τη συνεργασία της σε θέματα ασφάλειας με τον στρατό κατοχής, παρά την απουσία προόδου στην κατεύθυνση της δημιουργίας πραγματικού παλαιστινιακού κράτους.
Φθάνοντας στη Ναπλούς, στο βόρειο τμήμα της Δυτικής Όχθης, μας πνίγει η δυσωδία από τα λάστιχα που καίγονται. Οι μαύρες στήλες καπνού και οι πέτρες στο έδαφος υποχρεώνουν τον οδηγό του μίνι βαν να επιβραδύνει. Δεκάδες Παλαιστίνιοι, στην πλειονότητά τους σεμπάμπ (νεαροί), διαμαρτύρονται για τη δολοφονία, δυο μέρες νωρίτερα, του Αλάα Αουάντ, ενός εμπόρου 30 ετών, πατέρα δύο παιδιών. Δολοφονήθηκε από Ισραηλινούς στρατιώτες, ενώ περνούσε πεζός μπροστά από το στρατιωτικό φυλάκιο της Ζαατάρα –ένα από τα μικρά φρούρια, τα οποία έχει εγκαταστήσει το Ισραήλ στα περίχωρα της Ναπλούς για να « προστατέψει » τους οικισμούς εποίκων που περιβάλλουν την πόλη [1]-, κοντά στο οποίο έπρεπε να παραλάβει ένα φορτίο από κινητά τηλέφωνα. « Ισχυρίζονται ότι τους πυροβόλησε κι ότι αυτοί απάντησαν, αλλά είναι ψέμα. Λένε ό,τι τους βολεύει », φωνάζει οργισμένος ο οδηγός, με τους συνεπιβάτες μας να συμφωνούν μαζί του.
Παραταγμένοι σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων και προστατευμένοι από τις πέτρες μέσα στα επιβλητικά θωρακισμένα τζιπ τους, οι Ισραηλινοί στρατιώτες παρατηρούν, με ειρωνικό βλέμμα, τους διαδηλωτές, χωρίς όμως να χαλαρώνουν την επαγρύπνησή τους. Η συγκέντρωση θα διαλυθεί μετά από πολλές ρίψεις δακρυγόνων.
Συνεχείς επιθέσεις του στρατού και των εποίκων
Μερικοί από τους οργισμένους σεμπάμπ που διαδηλώνουν είναι από το στρατόπεδο προσφύγων της Μπαλάτα. Συναντάμε εκεί τον Φαγιέζ Αραφάτ, έναν από τους υπεύθυνους του στρατοπέδου. Αυτός ο πενηντάχρονος πατέρας εννέα παιδιών, διευθύνει το πολιτιστικό κέντρο Γιάφα, που « παρέχει κοινωνική, εκπαιδευτική και ψυχολογική υποστήριξη στους νέους του στρατοπέδου και προσπαθεί να τους ευαισθητοποιήσει στο θέμα της επιστροφής των Παλαιστινίων προσφύγων στις εστίες τους ». Χτισμένη το 1950 για να φιλοξενήσει χωρικούς που είχαν εκδιωχτεί από την περιοχή της Γιάφα, κοντά στο Τελ Αβίβ, η Μπαλάτα βρίσκεται στη ζώνη Α, το τμήμα εκείνο της Δυτικής Όχθης που « κυβερνάται » από την Παλαιστινιακή Αρχή, στο οποίο όμως ο ισραηλινός στρατός παρεμβαίνει κατά βούληση, παραβιάζοντας τα προβλεπόμενα από τη Συνθήκη του Όσλο [2]. Στο στρατόπεδο συναντώνται συμπυκνωμένα όλα τα προβλήματα των Παλαιστινίων προσφύγων. Εδώ η φτώχεια (55% των κατοίκων), η ανεργία (53%, που φτάνει στο 65% για τους νέους πτυχιούχους), το στοίβαγμα των ανθρώπων σε ελάχιστο χώρο και η απουσία υποδομών υγιεινής πλήττουν σχεδόν όλα τα νοικοκυριά. Περίπου 28.000 κάτοικοι, το 60% των οποίων είναι κάτω των 25 ετών, έχουν στοιβαχτεί σε ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο –ένα ρεκόρ στη Δυτική Όχθη, σε ό,τι αφορά στην πυκνότητα του πληθυσμού. Επιβιώνουν όπως μπορούν σε οικήματα πολύ μικρών διαστάσεων, χτισμένα το ένα επάνω στο άλλο κατά μήκος σοκακιών, μερικά από τα οποία είναι τόσο στενά (μόλις μερικές δεκάδες εκατοστά του μέτρου στο πλάτος), που το φως της μέρας δεν είναι δυνατό να μπει μέσα.
Γνωστό για την αντίστασή του στην κατοχή από το 1976, θεωρούμενο από τους Ισραηλινούς « προπύργιο των τρομοκρατών » και συνεχώς υπό στενή παρακολούθηση, το στρατόπεδο έχει πληρώσει βαρύ τίμημα τα τελευταία χρόνια : « Περίπου τετρακόσιοι νεκροί από την εποχή που ξέσπασε η δεύτερη Ιντιφάντα (2000-2005) και χιλιάδες τραυματίες. Περίπου τριακόσιοι κάτοικοι του στρατοπέδου είναι αυτή τη στιγμή φυλακισμένοι στο Ισραήλ », μας επισημαίνει ο Αραφάτ, που έχει κι ο ίδιος φυλακιστεί κατ’ επανάληψη. Ο ισραηλινός στρατός εισβάλλει συστηματικά στην Μπαλάτα, για να « συλλάβει αυτούς που συμμετέχουν στις διαδηλώσεις ή καταζητούνται για την πολιτική τους δράση ή ακόμα για να ‘’απομονώσει’’ τη γειτονιά, λόγω της εγγύτητάς της με τον τάφο του Γιουσούφ» – ένα μαυσωλείο ιερό για εβραίους και μουσουλμάνους.
Δεχόμενοι συνεχώς επιθέσεις από τον στρατό κατοχής και τους εποίκους, οι κάτοικοι έχουν φθάσει « στα όρια της αντοχής τους », ομολογεί ο Αραφάτ. « Μπορούμε να βασιστούμε μονάχα στους εαυτούς μας. Όταν οι Ισραηλινοί εισβάλλουν για να κάνουν έρευνες σε σπίτια ή να συλλάβουν πολιτικούς ακτιβιστές, προσπαθούμε να τους εμποδίσουμε, είμαστε όμως ανίσχυροι. Υπάρχουν ακόμα όπλα εδώ, όμως οι άνθρωποι δεν τα χρησιμοποιούν πλέον. Η παλαιστινιακή αστυνομία που θα έπρεπε να μας προστατεύει από τους εποίκους –οι οποίοι είναι πολυάριθμοι γύρω από τη Ναπλούς και από τους πλέον επιθετικούς- δεν κάνει τίποτα ». Με βάση τις ισραηλο-παλαιστινιακές συμφωνίες για θέματα ασφάλειας, που υπογράφηκαν το 1993, η αστυνομία της Παλαιστινιακής Αρχής δεν έχει δικαίωμα προσφυγής στη βία κατά των εποίκων σε περίπτωση επίθεσης και υποχρεούται να αναθέσει την αντιμετώπισή τους στις ισραηλινές αρχές. Είναι επίσης υποχρεωμένη να συνεργάζεται για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των Παλαιστινίων ακτιβιστών που συνιστούν « εν δυνάμει κίνδυνο » για το Ισραήλ –κυρίως μελών της Χαμάς, του Ισλαμικού Τζιχάντ και του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (FPLP, αριστερό), αλλά ακόμα και αντιφρονούντες της Φατάχ, του κόμματος του προέδρου της Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς.
«Ο στρατός κατοχής, οι έποικοι, αλλά και οι παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας μάς έχουν υπό συνεχή πίεση. Γίνεται, λοιπόν, εύκολα αντιληπτό, γιατί οι άνθρωποι είναι εξοργισμένοι », συνεχίζει ο Αραφάτ. « Είμαστε ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Οι εκπρόσωποι της “Sulta” [3], που δεν έχουν καμιά αξιοπιστία στα μάτια μας, θα βρεθούν ενδεχομένως στο στόχαστρο ».
Ίδιες διαπιστώσεις και ίδια παράπονα στο στρατόπεδο προσφύγων της Αΐντα, στη Βηθλεέμ, έναν θύλακα επτακοσίων τετραγωνικών μέτρων δίπλα στο διαχωριστικό τείχος που έχει χτίσει το Ισραήλ, το οποίο περιβάλλει την πόλη και, σε ορισμένα σημεία, φθάνει τα οκτώ μέτρα ύψος. « Περίπου έξι χιλιάδες άνθρωποι ζουν εδώ, οι περισσότεροι από τους μισούς κάτω των 25 ετών. Εκατόν πενήντα από τους νέους μας –μεταξύ των οποίων και ένα παιδί 13 ετών- κρατούνται στις ισραηλινές φυλακές, χωρίς να λογαριάσουμε τους κρατούμενους που σαπίζουν σ’ αυτές εδώ και δεκαετίες. Μεγάλος αριθμός πολιτικών στελεχών και μαχητών της αντίστασης συνελήφθησαν επίσης στη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα », επισημαίνει ο Νιντάλ Αλ-Αζράκ, συντονιστής δραστηριοτήτων του κέντρου προσφύγων στην Αΐντα, του οποίου ο μεγαλύτερος αδελφός απελευθερώθηκε το 2013, μετά από 23 χρόνια κράτησης. Ο ισραηλινός στρατός, του οποίου ένας πύργος ελέγχου, από αυτούς που επιτηρούν το στρατόπεδο, πυρπολήθηκε τον περασμένο χρόνο από τους σεμπάμπ, « κάνει σχεδόν καθημερινά νυκτερινές επιχειρήσεις », προσθέτει ο Αλ- Αζράκ. Πριν από μερικούς μήνες, κατά παράβαση των συμφωνιών του Όσλο, « οι κατοχικές αρχές αποφάσισαν να μεταφέρουν την Αΐντα από τη ζώνη Α στη ζώνη C, δηλαδή να τη θέσουν υπό τον απόλυτό έλεγχό τους, και στη συνέχεια κήρυξαν την περίμετρό της “κλειστή στρατιωτική ζώνη” », μας γνωστοποιεί ο Σαλάζ Αζαρμά, διευθυντής του κέντρου. Η παλαιστινιακή αστυνομία δεν έχει πλέον δικαίωμα να μπει στο στρατόπεδο, ούτε και να περιπολεί γύρω από αυτό. Αλλά και αν μπορούσε, θα βρισκόταν αμέσως αντιμέτωπη με την εχθρότητα των προσφύγων, οι σχέσεις της με τους οποίους έχουν επιδεινωθεί, εξαιτίας των πολυάριθμων συλλήψεων αντιφρονούντων που έχει πραγματοποιήσει τα τελευταία χρόνια –« μερικές φορές εκτελώντας απ’ ευθείας εντολές των Ισραηλινών », σύμφωνα με τον Αζαρμά, ο οποίος γνώρισε τη φυλακή σε ηλικία 14 ετών. « Πώς μπορούμε να την εμπιστευτούμε, τη στιγμή που η ύπαρξή της επαφίεται στην καλή θέληση του κατακτητή και επιπλέον συνιστά απειλή για εμάς ; » Στις αρχές του 2013, οι κάτοικοι κατέστρεψαν τον αστυνομικό σταθμό του στρατοπέδου και έδιωξαν τους αστυνομικούς. « Έχουμε την εντύπωση ότι μονάχα η παλαιστινιακή σημαία, υπό την οποία υπηρετούν, τους ξεχωρίζει από τους ισραηλινούς στρατιώτες », επισημαίνει.
Τις κριτικές αυτές συμμερίζεται μεγάλο μέρος της παλαιστινιακής κοινωνίας και των κύριων πολιτικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου και μέρους της Φατάχ. Παρ’ όλα αυτά, η διακοπή της συνεργασίας για θέματα ασφάλειας μεταξύ της αστυνομίας της Αρχής και του ισραηλινού στρατού δεν εξετάζεται, όπως υπενθύμισε ο Αμπάς στις 28 του περασμένου Μαΐου, σε μια ομάδα Ισραηλινών δημοσιογράφων, ειρηνιστών ακτιβιστών και επιχειρηματιών που υποδέχθηκε στη Ραμάλα : « Ο συντονισμός σε θέματα ασφάλειας είναι ιερός, ιερός. Θα συνεχιστεί είτε διαφωνούμε με τους Ισραηλινούς, είτε όχι » [4] –δηλώσεις που έφεραν σε δύσκολη θέση ένα μέρος των υπευθύνων της Φατάχ.
Δυνάμεις ασφαλείας που αριθμούν περίπου τριάντα χιλιάδες άνδρες
Η διμερής αυτή συνεργασία, προβλέπεται από τις συμφωνίες του Όσλο του 1993, και τέθηκε σε εφαρμογή μετά τη συμφωνία που υπογράφηκε στο Κάιρο, τον Μάιο του 1994 (Όσλο Ι). Η τελευταία προβλέπει ότι οι παλαιστινιακές δυνάμεις της τάξης οφείλουν « να ενεργούν συστηματικά ενάντια σε κάθε υποκίνηση της τρομοκρατίας και της βίας » εναντίον του Ισραήλ, « να εμποδίζουν κάθε εχθρική ενέργεια » εναντίον των οικισμών των εποίκων και « να συντονίζουν τις δραστηριότητές [τους] » με τον ισραηλινό στρατό, κυρίως μέσω ανταλλαγής πληροφοριών και κοινών επιχειρήσεων [5]. Η πολιτική αυτή, που είχε διακοπεί στη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα και τέθηκε πάλι σε εφαρμογή από τον Αμπάς, μετά την εκλογή του στην ηγεσία της Αρχής, στις 9 Ιανουαρίου 2005, πήρε νέα ώθηση με τη μεταρρύθμιση των δυνάμεων ασφαλείας, που προώθησε ο πρώην πρωθυπουργός Σαλάμ Φαγιάντ (2007-2013) [6]. Πληθωρικές, οι διάφορες δυνάμεις της αστυνομίας και της χωροφυλακής αριθμούν περίπου τριάντα χιλιάδες άνδρες– δηλαδή ένα όργανο της τάξης για κάθε ογδόντα κατοίκους της Δυτικής Όχθης, μια από τις υψηλότερες αναλογίες στον κόσμο (στη Γαλλία η αναλογία είναι ένας αστυνομικός για 356 κατοίκους). Αναδιοργανώθηκαν σε βάθος από τους Αμερικανούς, που εκπαίδευσαν τις ειδικές μονάδες, τις οποίες εξόπλισαν με σύγχρονα οχήματα, τεχνολογία αιχμής και όπλα πολλαπλών δυνατοτήτων. Οι δυνάμεις ασφαλείας, που χρηματοδοτούνται εν μέρει από την Ουάσιγκτον και τους Ευρωπαίους [7], απορροφούν περισσότερο από το 30% του ετήσιου προϋπολογισμού της Αρχής –που ανερχόταν σε 3,2 δισεκατομμύρια ευρώ το 2014– ποσό που υπερβαίνει τις δαπάνες, αθροιστικά, για την παιδεία, την υγεία και τη γεωργία [8]. « Συνιστούν την κινητήρια δύναμη της Παλαιστινιακής Αρχής », εξηγεί ο Παλαιστίνιος κοινωνιολόγος Σμπέιχ Σμπέιχ. « Οι συμφωνίες του Όσλο τη μετέτρεψαν σε υπεργολάβο της ισραηλινής κατοχής ». Μήπως αυτός δεν ήταν, άλλωστε, ένας από τους στόχους ; Το 1993, ο ισραηλινός πρωθυπουργός Ιτζάκ Ράμπιν ανακοίνωνε ότι η μεταφορά ορισμένων καθηκόντων του τομέα της ασφάλειας στους Παλαιστίνιους θα επέτρεπε « την απαλλαγή –και αυτό είναι το πιο σημαντικό– του ισραηλινού στρατού από την υποχρέωση να τα εκπληρώσει αυτός » [9].
Υφαρπαγή του πλούτου από τις μεγάλες οικογένειες
Επικεφαλής του μηχανισμού συντονισμού ασφάλειας από το 2009 ώς το 2014, ο Παλαιστίνιος πρώην υπουργός Εσωτερικών Σαΐντ Αμπού Αλί έχει μια εντελώς διαφορετική οπτική. Μας υποδέχεται περιστοιχιζόμενος από δύο συμβούλους του, στο ευρύχωρο γραφείο του στο υπουργικό μέγαρο, στη Ραμάλα. « Η πολιτική συντονισμού συνιστά επιτυχία και για τα δύο μέρη », δηλώνει, πανευτυχής, ο Αμπού Αλί. « Οι προσπάθειες που έχουμε κάνει για την αποκατάσταση της τάξης, τα τελευταία χρόνια, μας επέτρεψαν να εγγυηθούμε μια σχετική σταθερότητα στη Δυτική Όχθη και να βάλουμε φραγμό στην τρομοκρατία και στον εξτρεμισμό. Μερικοί καταδικάζουν τη συνεργασία των υπηρεσιών μας με το Ισραήλ και μας θεωρούν “δωσίλογους”, αλλά αυτό δεν έχει απολύτως καμία βάση. Ο στόχος μας είναι να χτίσουμε ένα Κράτος και η ασφάλεια είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες του ». Μια « σταθερότητα » και μια « ασφάλεια » σχετικές : Το 2013, περισσότεροι από 4.600 Παλαιστίνιοι πολίτες συνελήφθησαν στη Δυτική Όχθη από τον ισραηλινό στρατό, στη διάρκεια περίπου 4.000 επιχειρήσεων. Και περίπου τριάντα σκοτώθηκαν. Την ίδια χρονιά, οι πράξεις βίας των εποίκων (397 κρούσματα) σημείωσαν αύξηση 8% σε σχέση με το 2012, προκαλώντας μια εκατοντάδα τραυματιών, στην πλειονότητά τους Παλαιστίνιους χωρικούς [10]· σε ό,τι δε αφορά στην αστυνομία της Αρχής, κατηγορείται συστηματικά για βιαιότητες και αυθαίρετη κράτηση πολιτικών αντιπάλων, (όπως άλλωστε και η αντίστοιχη της Γάζα, που ελέγχεται από τη Χαμάς).
Εξάλλου, το Ισραήλ κάθε χρόνο κάνει πολλές εκατοντάδες επιχειρήσεων σε συνεργασία με τις παλαιστινιακές υπηρεσίες [11]. « Αυτή η πολιτική ασφάλειας, που οι ηγέτες μας τη δικαιολογούν στο όνομα ενός μελλοντικού κράτους, στην πραγματικότητα χρησιμεύει για την παροχή εγγυήσεων στη "διεθνή κοινότητα", από την οποία η Αρχή εξαρτάται οικονομικά, και για να εμποδίσει κάθε ανάφλεξη στις κατεχόμενες περιοχές », εκτιμά ο Αμπαχέρ Αλ-Σακκά, καθηγητής της κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Μπιρ Ζέιτ (Ραμάλα). « Αλλά έχει ως αποτέλεσμα να εξοργίζει συνεχώς αυξανόμενο αριθμό Παλαιστινίων ».
Η κοινωνική κατάσταση στη χώρα δεν βοηθάει να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Ο πληθυσμός κινητοποιήθηκε έντονα στο 2011 και στο 2012 για να καταγγείλει την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, που εισήγαγε ο Φαγιάντ από το 2007, με την υποστήριξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Παγκόσμιας Τράπεζας και των χωρών – δωρητών, έθεσε τομείς ολόκληρους της οικονομίας της μικρής περιοχής υπό τον έλεγχο του ιδιωτικού τομέα. Στο όνομα της ανάπτυξης, και για την προσέλκυση επενδυτών, ο πρώην πρωθυπουργός έθεσε σε εφαρμογή μια « θεραπεία σοκ » : κατάργηση σαράντα χιλιάδων θέσεων δημοσίων υπαλλήλων (οι οποίοι εκτιμώνται σε εκατόν πενήντα χιλιάδες σήμερα), μείωση των κοινωνικών προϋπολογισμών, συμπίεση των μισθών, αναδιάρθρωση της κοινωνικής προστασίας, μεταρρύθμιση του τραπεζικού τομέα κ.λπ.. Τα μέτρα αυτά συνέβαλαν στη χειροτέρευση των ανισοτήτων, κατάργησαν θέσεις εργασίας και προκάλεσαν μια βίαιη αύξηση του κόστους ζωής.
Η απογείωση της οικονομίας στα τέλη της δεκαετίας του 2000 (7% ανάπτυξη το 2008, έναντι μόλις 1,5% το 2013) –που οφειλόταν αποκλειστικά στην ξένη βοήθεια, η οποία καλύπτει το μισό του προϋπολογισμού της Αρχής– ήταν μονάχα μια οφθαλμαπάτη. Το « οικονομικό μπουμ » του « παλαιστινιακού τίγρη », που εγκωμίασαν οι δυτικοί ειδικοί, οδήγησε σε μια οικονομική κρίση χωρίς προηγούμενο, ευθύς μόλις στέρεψαν οι εισφορές των χρηματοδοτών, το 2010. Η ανεργία είναι εξαιρετικά υψηλή (μεταξύ 20% και 30% στη Δυτική Όχθη, ανάλογα με την πηγή, και άνω του 40% στη Γάζα), η φτώχεια πλήττει περισσότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού (20% των Παλαιστινίων ζει με λιγότερο από 1,50 ευρώ την ημέρα), ενώ τα εισοδήματα των πιο πλούσιων αυξήθηκαν κατά 10% από το 2010 [12]. « Το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας της χώρας έχει συγκεντρωθεί στα χέρια των μεγάλων οικογενειών και των νεόπλουτων, που είναι στην πλειοψηφία τους συνδεδεμένες με την εξουσία και επωφελούνται των δικτύων της », εξηγεί ο Αλ-Σακκά. « Είναι επικεφαλής των εταιρειών που ελέγχουν τους τομείς της τηλεφωνίας, των κατασκευών, της ενέργειας, της διατροφής κ.λπ.. Μερικοί από αυτούς επενδύουν στην ισραηλινή αγορά και στους βιομηχανικούς οικισμούς εποίκων. Σε αντάλλαγμα επωφελούνται των προνομίων που απονέμει το Ισραήλ, όπως η δυνατότητα να περνούν κατά προτεραιότητα από τα σημεία ελέγχου, όπως και οι αξιωματούχοι της Αρχής [13] ». Ειδικότερα στη Ραμάλα, αυτοί οι VIP, που παρελαύνουν στο κέντρο της πόλης στο τιμόνι των πολυτελών τους αυτοκινήτων, κατοικούν σε πολυτελείς συνοικίες, που απέχουν έτη φωτός από τον κόσμο των στρατοπέδων προσφύγων.
Πάνω απ’ όλα, η οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Όχθης παρεμποδίζεται από την κατοχή, το διαχωριστικό τείχος και το πλήθος των σημείων ελέγχου που περνούν από ψιλό κόσκινο την περιοχή. Στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου του Παρισιού (1994), που συνιστά τον χρηματοοικονομικό τροφοδότη των συμφωνιών του Όσλο, οι Ισραηλινοί ασκούν επίσης έλεγχο στις εμπορικές δραστηριότητες των Παλαιστινίων –οι οποίοι εισάγουν το 70% των προϊόντων τους από το Ισραήλ και εξάγουν σε αυτό περισσότερο από το 85% των εμπορευμάτων τους. Επίσης, οι αρχές του Τελ Αβίβ εισπράττουν τους τελωνειακούς δασμούς που αντιστοιχούν στην Αρχή. Μπορούν να τους κατασχέσουν κατά βούληση, για λόγους εκβιασμού ή αντιποίνων. « Υφιστάμεθα μια διπλή κατοχή, στρατιωτική και οικονομική », διαπιστώνει με θλίψη ο Σμπέιχ. « Η πολιτική ασφάλειας και η οικονομική καταπίεση είναι δυο όψεις της ίδιας λογικής, που εφαρμόζεται από την εποχή του Όσλο ».
Ο Ναμπά Αλάσσι ζει στο στρατόπεδο προσφύγων του Ντέισεχ (Βηθλεέμ). Ο τριαντάχρονος αυτός άνδρας που έχει δει έναν από τους φίλους του να πεθαίνει στα χέρια του, δολοφονημένος από τους Ισραηλινούς στρατιώτες σε μια διαδήλωση, αφήνει την οργή του να ξεσπάσει ενάντια « στην Αρχή και στους προστατευόμενούς της » : « Οι ελίτ και οι καπιταλιστές της Ραμάλα, που περιφέρονται μέσα στις Μερσέντες μεγάλου κυβισμού και στα 4x4, δεν μας εκπροσωπούν ! Μας αποκαλούν "τρομοκράτες" και "εξτρεμιστές", ενώ το μόνο που κάνουμε είναι αντίσταση στην κατοχή ! Πρέπει να διαλύσουμε την Αρχή. Δε χρησιμεύει σε τίποτα, εκτός από τη διεξαγωγή μάταιων διαπραγματεύσεων, που, κατά βάθος, είναι ο μόνος λόγος της ύπαρξής της, οι μπίζνες της ! ».
Εδώ και είκοσι χρόνια, σύνοδοι κορυφής, διασκέψεις, στρογγυλά τραπέζια, διπλωματικές περιοδείες έχουν γεννήσει διακηρύξεις αρχών, διεθνή ψηφίσματα και μεγαλοπρεπείς υποσχέσεις. Όλες έχουν μείνει νεκρό γράμμα. « Σε τι ταιριάζει η συνέχιση του διαλόγου με τους εχθρούς μας, οι χαμογελαστές πόζες δίπλα τους στις φωτογραφίες που απευθύνονται στη "διεθνή κοινότητα" και οι χειραψίες ενόσω διατηρούν τον έλεγχο της γης μας ; Ποιος ωφελείται από αυτές τις στείρες διαπραγματεύσεις εκτός από τους Ισραηλινούς ; », ρωτάει ο Αζαρμά. « Πρέπει κάθε φορά να ικανοποιούμαστε με τα ψίχουλα που μας πετούν στο τραπέζι και να λέμε ευχαριστώ. Το ζήτημα ενός ανεξάρτητου κράτους δεν υπήρχε καν στην ημερήσια διάταξη των τελευταίων διαπραγματεύσεων, θαρρείς και η κατοχή ήταν αυτονόητη », προσθέτει ο Αμπντελφαττάχ Αμπουσρούρ, διευθυντής του πολιτικοκοινωνικού κέντρου Αλ-Ροββάντ, στην Αΐντα.
Οι τελευταίες διαπραγματεύσεις (Ιούλιος 2013 – Απρίλιος 2014) μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Αρχής, που ήταν υπό την αιγίδα του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Τζον Κέρρυ, δεν ξέφυγαν από τον κανόνα. Και πώς θα μπορούσαν να μην είναι καταδικασμένες στην αποτυχία, όταν το Ισραήλ αρνήθηκε να παγώσει τον εποικισμό των κατεχόμενων περιοχών και η Ουάσιγκτον παραιτήθηκε της άσκησης πίεσης στο Τελ-Αβιβ ; « Οι ΗΠΑ δεν κατόρθωσαν να θέσουν σε εφαρμογή καμιά συμφωνία από την εποχή του Όσλο. Από την πλευρά των Ισραηλινών, δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα από μια κυβέρνηση συστρατευμένη με τους έποικους », εξηγεί ο Ναμπίλ Σαάτ, ένα ανώτατο στέλεχος της Φατάχ και πρώην επικεφαλής των Παλαιστίνιων διαπραγματευτών, που υπήρξε ένας από τους δημιουργούς των συμφωνιών ειρήνης και κυρίως του σχετικού με την ασφάλεια σκέλους τους. « Πριν ακόμα αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, είχα ενημερώσει για τις επιφυλάξεις μου τον Μαχμούντ Αμπάς και τον είχα ρωτήσει για ποιον λόγο δεχόταν να επιστρέψει, υπό αυτές τις συνθήκες, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. "Δεν έχω άλλη επιλογή", μου απάντησε». «Από την πλευρά μας, ήμασταν απολύτως αντίθετοι με την επανέναρξη των συνομιλιών. Τις χρησιμοποιεί το Ισραήλ για να μας χειραγωγεί και να δημιουργεί τετελεσμένα γεγονότα », μας λέει ο Χασάν Γιουσέφ, ένας από τους κύριους ηγέτες της Χαμάς στη Δυτική Όχθη, τον οποίο συναντήσαμε στη Ραμάλλα λίγες ημέρες πριν από τη σύλληψή του από τους Ισραηλινούς, στις 16 Ιουνίου 2014.
«Θα μείνουμε σε αυτή τη γη που είδε τη γέννησή μας»
Η συνέχιση των εποικισμών, η διατήρηση του καθεστώτος της στρατιωτικής κατοχής, οι αποτυχίες των διαπραγματεύσεων και η απαξίωση που πλήττει την Αρχή, τροφοδοτούν φήμες για μια τρίτη Ιντιφάντα. Ωστόσο, αυτή « έχει λίγες πιθανότητες να εκδηλωθεί βραχυπρόθεσμα », εκτιμά ο καθηγητής Αλ-Σακκά. Για τρεις λόγους : τις παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας, που, μολονότι επιτρέπουν τη διεξαγωγή ελεγχόμενων διαδηλώσεων με συγκεκριμένα αιτήματα, κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να εμποδίσουν μια γενική εξέγερση· τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις που συνεχίζονται, παρά τη συγκρότηση κυβέρνηση εθνικής ενότητας, τον Ιούνιο του 2014, η οποία προέκυψε από τη « συμφιλίωση » ανάμεσα στη Φατάχ και στη Χαμάς· την απουσία ενός σχεδίου και μιας πολιτικής στρατηγικής ικανών να κινητοποιήσουν την παλαιστινιακή κοινωνία. « Οι μοναδικές ελπίδες μας, προς το παρόν, είναι η διεθνής εκστρατεία για μποϊκοτάζ του Ισραήλ και το ενδεχόμενο δικαστικών προσφυγών, όπως στο διεθνές ποινικό δικαστήριο, ώστε να δικαστούν οι πολιτικοί και στρατιωτικοί τους ηγέτες », εκτιμά ο κοινωνιολόγος. « Αλλά θα αρκούσε μια σπίθα, ένα γεγονός που θα γινόταν καταλύτης, για να ξεσπάσει μια νέα Ιντιφάντα ».
«Είμαστε αφιερωμένοι στην Ιντιφάντα », επιβεβαιώνει και ο Αϋμάν Αμπού Ζουλόφ, πρώην μέλος του FPLP, που φυλακίστηκε έξι φορές ανάμεσα στο 1989 και στο 1993 και σήμερα είναι ξεναγός και διερμηνέας. Το σπίτι του στο Μπέιτ Σαχούρ, ένα χριστιανικό χωριό στα περίχωρα της Βηθλεέμ, βρίσκεται απέναντι στον οικισμό εποίκων της Χαρ Χόμα, που χτίστηκε σε γη της κοινότητας. Αυτό το κάστρο από μπετόν υψώνεται στην κορυφή ενός λόφου, που άλλοτε καλυπτόταν από δάσος, όπου του άρεσε να παίζει όταν ήταν παιδί. Οι Ισραηλινοί το έκοψαν το 1997, όταν κατέσχεσαν τη γη.
Η Βηθλεέμ, η πόλη που, κατά την παράδοση, γεννήθηκε ο Ιησούς, είναι περικυκλωμένη από είκοσι οικισμούς εποίκων, που συνεχώς επεκτείνονται. « Χτίζουν, αλλά χτίζουμε κι εμείς και θα συνεχίσουμε να χτίζουμε », λέει ο Αμπού Ζουλόφ κοιτάζοντας την κοιλάδα με τους διάσπαρτους ελαιώνες. « Θα μείνουμε εδώ, σε αυτή τη γη που γέννησε κι εμάς και τους προγόνους μας. Θα αγκιστρωθούμε εδώ, ενάντια σε όλους και σε όλα. Έτσι δίνουμε τον καθημερινό αγώνα ».

P.-S.
PS 1
Περιορισμένη αυτονομία
Οι συμφωνίες μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, γνωστές ως συμφωνίες του Όσλο ΙΙ, χωρίζουν τη Δυτική Όχθη σε τρεις ζώνες που κατανέμονται σήμερα ως εξής: • η ζώνη Α (18% της έκτασης της Δυτικής Όχθης), όπου ασκείται η παλαιστινιακή « αυτονομία »
η ζώνη Β (21%), όπου η πολιτική διοίκηση ανήκει στους Παλαιστίνιους, αλλά η ευθύνη της ασφάλειας στους Ισραηλινούς
η ζώνη C (61%), υπό τον πλήρη έλεγχο των Ισραηλινών.
Οι οικισμοί εποίκων, με εξαίρεση αυτούς της ανατολικής Ιερουσαλήμ, βρίσκονται πρακτικά όλοι μέσα στη ζώνη C.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Παλαιστινίων ζει στις ζώνες Α και Β.
PS 2
Μια « αγκίθα στα πισινά » για τους Ισραηλινούς
Η πολιτική συγκυρία δεν επιτρέπει καμιά ελπίδα στους Παλαιστίνιους. Η κυβέρνηση συνασπισμού του Μπενιαμίν Νετανιάχου, με κύριο κορμό το Λικούντ ( εθνικιστική δεξιά) και στην οποία συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, δύο κόμματα της ακροδεξιάς, είναι από τις πλέον αρνητικές σε συμβιβασμούς που έχει γνωρίσει η χώρα. Η αριστερά είναι σε υποχώρηση, η εξωκοινοβουλευτική αριστερά σχεδόν δεν ακούγεται, το στρατόπεδο των ειρηνιστών κομμάτια και θρύψαλα. « Χαμένη υπόθεση », παραδέχεται ένας Ισραηλινός, γνώστης της κατάστασης που προτιμά την ανωνυμία. « Η δεξιά και οι έποικοι έχουν νικήσει. Ακόμα και αν αύριο, φωτισμένος από τη "Θεία χάρη" ο Νετανιάχου αποφάσιζε να ιδρύσει ένα παλαιστινιακό κράτος, δεν θα μπορούσε. Τα τελευταία χρόνια, η ισραηλινή κοινωνία έχει ριζοσπαστικοποιηθεί και κλειστεί στον εαυτό της. Ο θρησκευτικός σιωνισμός και το υπερεθνικιστικό κίνημα έχουν καταλάβει όλα τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Ο στόχος τους στη Δυτική Όχθη είναι να καταλάβουν γη και τίποτε άλλο. Πρόκειται πάνω απ’ όλα για μια πολιτική τετελεσμένων γεγονότων ». Ο Γιακόμπ Μπεν Εφράτ, αναλυτής στο ηλεκτρονικό αραβοεβραϊκό περιοδικό Challenge, συμμερίζεται αυτή την άποψη : « Η κυβέρνηση αυτή αδιαφορεί για τις επικρίσεις σχετικά με την αποτυχία της ειρηνευτικής διαδικασίας. Κάνει μοναχικό αγώνα κόντρα στο ρεύμα. Και γνωρίζει ότι μπορεί να βασιστεί, για πολύ καιρό ακόμα, στην υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών ».
Η ισραηλινή κοινή γνώμη είναι ικανοποιημένη από το status quo. Ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για τις εντάσεις στα σύνορά της (Αίγυπτος, Λίβανος, Συρία) και ανησυχεί για την καλή κατάσταση της οικονομίας της χώρας, που έχει μείνει σχετικά αλώβητη από την παγκόσμια οικονομική κρίση, αλλά διακρίνεται από μεγάλες ανισότητες [14], παρά για το παλαιστινιακό ζήτημα. Τελευταία, χρειάστηκε να γίνει η επιχείρηση στη Δυτική Όχθη, μετά από την απαγωγή και τη δολοφονία τριών νεαρών εποίκων, τον περασμένο Ιούνιο, ή ο πόλεμος στη Γάζα το καλοκαίρι του 2014, για να εστιαστεί σε αυτό το ζήτημα η προσοχή όλης της χώρας. Σε φυσιολογικές συνθήκες, η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αδιάφορη για τη σύγκρουση με τους Παλαιστίνιους. Αυτοί φαίνεται να είναι μονάχα « μια αγκίθα στα πισινά », όπως τους χαρακτήρισε ο υπουργός Οικονομίας, Ναφταλί Μπένετ [15]. « Η κατάσταση στα κατεχόμενα είναι γι’ αυτούς κάτι σαν έκζεμα : κάποτε προκαλεί φαγούρα, ενοχλεί, εκνευρίζει λιγάκι », εξηγεί ο Μισέλ Μαρσάβσκι, δημοσιογράφος και ειρηνιστής με έδρα την Ιερουσαλήμ. « Όμως είναι ένα θέμα τήρησης της τάξης, εσωτερικής πολιτικής ». Η Παλαιστίνη, που ωστόσο είναι μόλις μερικά χιλιόμετρα μακριά, παραμένει για τους Ισραηλινούς μια μακρινή υπόθεση. Αλλά δεν είναι έτοιμη « να βουλιάξει στη θάλασσα [16] », όπως ευχόταν το 1992 ο Ιτζάκ Ράμπιν για τη Γάζα.

Notes
[1] Πεντακόσια σημεία ελέγχου και τριακόσιοι οικισμοί εποίκων είναι διάσπαρτοι στη Δυτική Όχθη, καταλαμβάνοντας συνολική έκταση ανάλογη αυτής του διαμερίσματος Σεν-Μαρν (Παρίσι).
[2] Βλ. το σχετικό ένθετο.
[3] “Αρχή’’ στα αραβικά
[4] « Abbas in firing line over security cooperation with Israel », Middle East Eye, 10 Ιουλίου 2014.
[5] Βλ. Julien Salingue, « Oslo, vingt ans après », 10 Ιουλίου 2014.
[6] Βλ. την έκθεση του International Crisis Group, « Squaring the circle : Palestinian security reform under occupation », 7 Σεπτεμβρίου 2010.
[7] Το 2013, οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση διέθεσαν αντιστοίχως 330 και 468 εκατομμύρια ευρώ στην Παλαιστινιακή Αρχή, στο πλαίσιο του προγράμματος βοήθειας για την οικονομία και για την ασφάλεια. Βλ. Human Rights Watch, « World Report 2014 ».
[8] Βλ. Tariq Dana, « The beginning of the end of Palestinian security coordination with Israel ? », Jadaliyya, 4 Ιουλίου 2014
[9] Yediot Aharonot, Τελ Αβίβ, 7 Σεπτεμβρίου 1993.
[10] « Fragmented lives. Humanitarian overview, 2013 », έκθεση του γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τον συντονισμό των ανθρωπιστικών υποθέσεων, Μάρτιος 2014.
[11] Βλ. Tariq Dana, στο ίδιο.
[12] Adam Hanieh, « The Oslo illusion », Jacobin Magazine, Νέα Υόρκη, Νο 10, Απρίλιος 2013.
[13] Σχετικά με την προνομιακή μεταχείριση των VIP Παλαιστινίων, βλ. κυρίως Roger Heacock, « La Palestine. Un kaléidoscope disciplinaire », CNRS Editions, Παρίσι, 2011, σ. 17-19.
[14] Βλ. Yaël Lerer, « Indgnation (selective) dans les rues d’Israel », Le Monde diplomatique, Σεπτέμβριος 2011.
[15] Shimon Shiffer, « Netanyahu versus Bennett : it’s a matter of time until the next coalition crisis », Ynet, 30 Ιανουαρίου 2014.
[16] « Rabin expresses his frustration with Palestinian stance in talks », Jewish Telegraphic Agency (JTA), 4 Σεπτεμβρίου 1992.