Μετατρέποντας την πτώση του αργού σε ευκαιρία
ΗΛΙΑΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Ελληνες εφοπλιστές και Πεκίνο, οι μεγαλύτεροι μεταφορείς και ο μεγαλύτερος εισαγωγέας αργού πετρελαίου αντίστοιχα, εμφανίζονται να μετατρέπουν την κρίση στην αγορά πετρελαίου σε ευκαιρία.
Η σημαντική τόνωση της ζήτησης για αργό, απόρροια του χαμηλότερου κόστους προμήθειας, αυξάνει και τη ζήτηση για τη θαλάσσια μεταφορά του οδηγώντας σε υψηλά τεσσάρων και πλέον ετών τα ημερήσια έσοδα των μεγάλων δεξαμενοπλοίων. Η αρμάδα αυτή που ταξιδεύει κατάφορτη, κυρίως από τη Μέση Ανατολή προς την Ασία, δαπανά σημαντικά χαμηλότερα ποσά για τα καύσιμά της από ό,τι πριν από μερικούς μήνες αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα των μεταφορών. Παράλληλα, μαζί με τη ζήτηση για δεξαμενόπλοια μεταφοράς αργού αυξάνεται και η ζήτηση για ναυλώσεις δεξαμενοπλοίων μεταφοράς διυλισμένων πετρελαιοειδών.
Ο ελληνόκτητος στόλος κατέχει την πρώτη θέση στον κόσμο όσων αφορά τη συνολική χωρητικότητα και σύμφωνα με την κινεζική πρεσβεία στην Αθήνα πραγματοποιεί το 60% των μεταφορών του εισαγόμενου αργού πετρελαίου της Κίνας, ενώ διακινεί το 50% των εξαγόμενων προϊόντων της. Αυτός είναι και ο λόγος που η κινεζική πολιτική ηγεσία έχει επανειλημμένα χαρακτηρίσει τη σχέση της με την Αθήνα ως στρατηγική.
Στις αρχές της εβδομάδας περισσότερα από 80 πολύ μεγάλα δεξαμενόπλοια μεταφοράς αργού πετρελαίου, γνωστά και ως VLCC, από τα αρχικά του Very Large Crude Carriers, έπλεαν καθ’ οδόν προς κινεζικά λιμάνια, μεταφέροντας περισσότερα από 160 εκατ. βαρέλια πετρελαίου. Ο αριθμός αυτός είναι ο μεγαλύτερος από τον Οκτώβριο του 2011, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg. Και αποδίδεται στην πολιτική αγορών του Πεκίνου με στόχο την αύξηση των αποθεμάτων. Πολιτική που είναι σε εξέλιξη τους τελευταίους λίγους μήνες και βαίνει κλιμακούμενη, καθώς η ενεργοβόρος κινεζική οικονομία σπεύδει να αγοράσει πετρέλαιο σε χαμηλές τιμές.
Σε αυτό το περιβάλλον το κόστος ναύλωσης των ποντοπόρων πλοίων αυξήθηκε στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 4,5 ετών, σύμφωνα με τον ναυλομεσιτικό οίκο Clarkson Research Services. Μέσα σε μια μόνον εβδομάδα η αύξηση στους ναύλους των VLCC έφτασε κατά μέσο όρο το 24%, σύμφωνα με την Clarkson, ενώ στα product tankers, δηλαδή αυτά που μεταφέρουν διυλισμένα προϊόντα, η άνοδος διαμορφώθηκε από 9% έως 12%, ανάλογα με την κατηγορία. Η ενίσχυση αυτή της ναυλαγοράς έρχεται να προστεθεί στα κέρδη που σημειώνει από τα τέλη του καλοκαιριού και μετά.
Η άνοδος των λειτουργικών εσόδων και η παράλληλη μείωση των λειτουργικών δαπανών από τα φθηνότερα καύσιμα αναμένεται να ενισχύσει το όφελος για την ελληνική οικονομία από την ποντοπόρο. Μελέτες του ΙΟΒΕ και του Boston Consulting Group, δείχνουν πως το ποσοστό συμμετοχής του ναυτιλιακού κλάδου στο ΑΕΠ είναι της τάξης του 7% και η προσφορά θέσεων εργασίας άμεσα και έμμεσα υπολογίζεται κοντά στις 200.000.
Στα VLCC, που τείνουν να διαμορφώνουν τάση και για τα μικρότερα μεγέθη δεξαμενοπλοίων, οι ναύλοι για δρομολόγια από τον Περσικό Κόλπο προς την Ασία έφταναν στις αρχές αυτής της εβδομάδας στα 83.605 δολάρια, ενώ προχθές ξεπέρασε τα 90.000 δολάρια την ημέρα σύμφωνα με το Baltic Exchange. Τα επίπεδα αυτά είναι τα υψηλότερα από τις αρχές του 2010. Υπογραμμίζεται πως η άνοδος της ναυλαγοράς σε καμία περίπτωση δεν είναι ευθύγραμμη και χαρακτηρίζεται ιστορικά από πολύ μεγάλες διακυμάνσεις. Ομως παρατηρείται ένας σαφής θετικός συσχετισμός των ναύλων στα δεξαμενόπλοια με την παραγωγή πετρελαίου του ΟΠΕΚ. Οσο μεγαλύτερη είναι η τελευταία, τόσο πιο ενισχυμένα τείνουν να είναι τα ημερήσια έσοδα των τάνκερ, σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία της Clarkson Research Services. Με βάση έρευνα του Bloomberg μεταξύ έξι επενδυτικών οίκων που καλύπτουν τη ναυτιλία, ο μέσος ημερήσιος ναύλος για τα VLCC το 2015 θα διαμορφωθεί στα 35.000 δολάρια, έναντι 25.851 δολάρια φέτος.
Το όφελος για την ελληνική ποντοπόρο ναυτιλία καθίσταται ευκολότερα αντιληπτό, αν αναλογιστεί κανείς ότι ένα στα τέσσερα τάνκερ που πλέει στις θάλασσες είναι ελληνικό.
Στα 14,4 δισ. δολ. οι επενδύσεις σε πλοία το 2014
Πρωταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο είναι η επενδυτική δραστηριότητα της ελληνικής πλοιοκτησίας το 2014, όπως αποκαλύπτουν τα τελευταία στοιχεία από τις αγοραπωλησίες πλοίων στη δευτερογενή αγορά, αλλά και τις παραγγελίες νεότευκτων. Η συνολική αξία τους ανέρχεται στα 14,419 δισ. δολ. κατά το πρώτο ενδεκάμηνο του έτους. Ειδικότερα, τα 8,9 δισ. αφορούν μεταχειρισμένα πλοία και άλλα 5,5 δισ. παραγγελίες σε ναυπηγεία.
Ο αριθμός των πλοίων που αποκτήθηκαν από ελληνικών συμφερόντων ναυτιλιακές επιχειρήσεις ανέρχεται ήδη στα 455 και είναι ο μεγαλύτερος μεταξύ όλων των εθνικών πλοιοκτησιών. Ακόμα μεγαλύτερη είναι όμως η συνολική χωρητικότητα, καθώς οι Ελληνες εφοπλιστές στρέφονται συνεχώς προς σύγχρονα και μεγαλύτερα ποντοπόρα. Σημειώνεται πως ήδη τον Νοέμβριο οι αγορές μεταχειρισμένων πλοίων είχαν ξεπεράσει σε αξία μακράν αυτές που έγιναν κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 2013.
Προβολή της επενδυτικής αυτής δραστηριότητας του πρώτου ενδεκαμήνου στο σύνολο του έτους οδηγεί στην εκτίμηση πως ο αριθμός των πλοίων που θα αποκτηθούν φέτος θα αγγίξει τα 500 και τα ποσά που θα καταβληθούν για τις συναλλαγές αυτές θα ξεπεράσουν τα 15 δισ. δολ. Αποτέλεσμα είναι η σημαντική μείωση του μέσου όρου ηλικίας του ελληνόκτητου στόλου, αλλά και η διαφοροποίησή του προς εξειδικευμένα πλοία, όπως τα δεξαμενόπλοια μεταφοράς υγροποιημένου αερίου (LNG και LPG), τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, καθώς και τα δεξαμενόπλοια μεταφοράς προϊόντων πετρελαίου.
Το ηλικιακό προφίλ του ελληνόκτητου στόλου ήταν ήδη από το περασμένο έτος σημαντικά νεότερο του παγκόσμιου μέσου όρου και βελτιώνεται περαιτέρω. Συγκεκριμένα, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών δείχνουν πως η μέση ηλικία του υπό ελληνική σημαία στόλου ήταν τα 11,5 έτη –με άνω του 50% του στόλου ηλικίας μικρότερης των 10 ετών– και του ελληνόκτητου στόλου τα 9,9 έτη, ενώ ο μέσος όρος ηλικίας του παγκόσμιου στόλου ήταν 12,4 έτη. Τα στοιχεία αυτά μεταβάλλονται τώρα επί τα βελτίω.
Σύμφωνα με τα δεδομένα του ναυλομεσιτικού οίκου Intermodal, μέχρι και τον Νοέμβριο ελληνικών συμφερόντων ναυτιλιακές αγόρασαν από τη δευτερογενή 330 ποντοπόρα πλοία συνολικής αξίας 8,9 δισ. δολαρίων και συνολικής χωρητικότητας 32,792 εκατ. DWT. Παραμένουν έτσι στην πρώτη θέση μεταξύ των αγοραστών παγκοσμίως. Δεύτερη είναι η αμερικανική πλοιοκτησία με επενδύσεις 3,6 δισ. δολ. και τρίτη η Σιγκαπούρη με επενδύσεις 1,5 δισ. Οι Ελληνες καλύπτουν το 33,7% του συνολικού ποσού που επενδύθηκε παγκοσμίως σε μεταχειρισμένα πλοία, το 37,3% της συνολικής χωρητικότητας που άλλαξε χέρια και το 24,7% του συνολικού αριθμού των πλοίων. Τα μεγέθη αυτά αφορούν μεταχειρισμένα πλοία και δεν συμπεριλαμβάνονται οι παραγγελίες για νεότευκτα ποντοπόρα σε ναυπηγεία. Αυτές ανήλθαν σε επιπλέον 5,5 δισ. δολάρια.
Συγκεκριμένα ελληνικά συμφέροντα παρήγγειλαν κατά το πρώτο ενδεκάμηνο του 2014 125 νεότευκτα πλοία ή το 11,1% της αξίας του συνόλου των παραγγελιών. Η συνολική χωρητικότητά τους ανέρχεται στα 14,184 εκατ. DWT.
Οι Ελληνες εμφανίζονται τέταρτοι στην παγκόσμια κατάταξη του αριθμού των πλοίων που παραγγέλθηκαν πίσω από τα συμφέροντα Κινέζων, Ιαπώνων και Σιγκαπουριανών. Είναι όμως δεύτεροι παγκοσμίως σε όρους χωρητικότητας αφού οι παραγγελίες τους αφορούν μεγαλύτερα πλοία.
Ελληνικά συμφέροντα όμως εμφανίζονται να πρωταγωνιστούν και στις τάξεις των πωλητών. Είναι πρώτοι στις πωλήσεις διεθνώς έχοντας διαθέσει μέχρι και τον Νοέμβριο φέτος 139 ποντοπόρα έναντι συνολικού ποσού 2,849 δισ. δολ., σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του ναυλομεσιτικού οίκου Intermodal.
Η ελληνόκτητη ναυτιλία, το συντριπτικό ποσοστό του στόλου της οποίας διαχειρίζεται από την Ελλάδα, παραμένει στην πρώτη θέση της διεθνούς κατάταξης, καλύπτοντας άνω του 16% της παγκόσμιας χωρητικότητας και απολαμβάνει την αναγνώριση του στρατηγικού της ρόλου στο διεθνές εμπόριο. Σημειώνεται πως η ναυτιλία εν γένει μεταφέρει περισσότερο από το 90% του διεθνούς εμπορίου ενώ η ελληνόκτητη ποντοπόρος αντιπροσωπεύει ποσοστό της τάξεως του 47% της χωρητικότητας του στόλου της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Σημειώνεται πως 40 ελληνικές ναυτιλιακές με στόλο άνω των 25 πλοίων η κάθε μία ελέγχουν πλέον το 55% της συνολικής χωρητικότητας του ελληνόκτητου στόλου. Ο συνολικός αριθμός των εν Ελλάδι ελληνικών ναυτιλιακών ανέρχεται σε 668, μειωμένος κατά 94 από τις αρχές του 2011, καθώς πολλές μικρότερες εταιρείες έκλεισαν ή συγχωνεύθηκαν. Τα στοιχεία αυτά, που περιλαμβάνουν δεδομένα έως και τον Αύγουστο του 2014, προκύπτουν από την ετήσια έρευνα της Petrofin Research, που παρακολουθεί τον κλάδο.