Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Άρθρο του Foreign Affairs για την υποστήριξη του Μαχάτμα Γκάντι σε ένα Ισλαμικό Κράτος


Ένα χαλιφάτο υπό προϋποθέσεις
Η βραχύβια υποστήριξη του Μαχάτμα Γκάντι προς ένα Ισλαμικό Κράτος
M.J. Akbar
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Χαμένο μέσα στον αχό για την πρόσφατη ανακήρυξη ενός χαλιφάτου στο Ιράκ και την Συρία από το Ισλαμικό Κράτος τού Ιράκ και της αλ-Σαμ (ISIS) είναι το γεγονός ότι ο Μαχάτμα Γκάντι ήταν ο πρώτος σύγχρονος ηγέτης που αξίωσε ένα χαλιφάτο για τους Μουσουλμάνους.
Το 1919, αποφασισμένος να ενώσει τους Ινδουιστές και τους Μουσουλμάνους για να αμφισβητήσει την βρετανική κυριαρχία, ο Γκάντι συμμάχησε με μια σειρά από Μουσουλμάνους ηγέτες -από κληρικούς μέχρι πτυχιούχους του Oxbridge, μέχρι ποιητές και επιχειρηματίες- σε μια κίνηση που εύστοχα ονομάστηκε Khilafat ή Χαλιφάτο.
Ο Γκάντι στην πραγματικότητα δεν πίστευε σε ένα χαλιφάτο. Η υποστήριξή του ήταν τακτικισμός. Προσέγγισε τους Ινδούς μουσουλμάνους σε μια στιγμή που ήταν ευάλωτοι. Αγωνίζονταν με αβεβαιότητα για την τύχη τους μετά την κατάρρευση της δυναστείας των Mughal το 1857, καθώς και με την απελπισία που ένιωθαν μετά την πτώση τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα τέλη τού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το οθωμανικό χαλιφάτο υπήρξε το τελευταίο σύμβολο της ισλαμικής δύναμης, και μετά την ήττα του, όλα τα μουσουλμανικά εδάφη αποτελούσαν είτε ευρωπαϊκές αποικίες είτε τελούσαν υπό κατοχή. Ακόμη και οι ιερές πόλεις τής Μέκκα και της Μεδίνα, είχαν χαθεί. Ως εκ τούτου, για τους Ινδούς Μουσουλμάνους, το χαλιφάτο έγινε ένα ιδανικό, πιο ισχυρό στην μνήμη από όσο ήταν ποτέ στην πραγματικότητα. Ένας πένθιμος θρήνος -«Το Ισλάμ κινδυνεύει!»- μετατράπηκε σε μια ισχυρή πολεμική κραυγή.
Ο Γκάντι, ένας αφοσιωμένος Ινδουιστής, υποστήριζε σταθερά ότι η πολιτική χωρίς την θρησκεία ήταν ανήθικη. Δεν έβλεπε τίποτα λάθος στις συναισθηματικά φορτισμένες εκφράσεις πίστης των Μουσουλμάνων ως όχημα διαμαρτυρίας. Ωστόσο, ανάγκασε τους Μουσουλμάνους ηγέτες να δεχθούν δύο όρους σε αντάλλαγμα για την πίστη του: Την μη βία και το αδιαμφισβήτητο κύρος του ως «δικτάτορα» του όλου κινήματος για την ανεξαρτησία. (Εκείνη την εποχή, ο όρος «δικτάτορας» εξακολουθούσε να συνδέεται με την αρχική του έννοια, δηλαδή της υπαγόρευσης, της καθοδήγησης). Ο Γκάντι ήταν διαβόητος για το ότι έπαιρνε εντολές από μια μόνο πηγή: Την συνείδησή του. Το κίνημα Khilafat τής Ινδίας, το οποίο συμπεριελήφθη στην εκστρατεία τού Γκάντι για την μη-συνεργασία, έγινε έτσι η μόνη τζιχάντ στην ιστορία που ήταν και μη βίαιη και καθοδηγείτο από έναν «άπιστο».
Αλλά καθώς ο ρυθμός των μαζικών κινητοποιήσεων επιταχύνθηκε, τα πάθη αυξήθηκαν. Η βία μπήκε στην μουσουλμανική ρητορική και, τελικά, στην πρακτική. Το 1921, στην κορύφωση του κινήματος του Γκάντι, στο οποίο εμπλέκοντο μη βίαιες μορφές πολιτικής ανυπακοής εναντίον τής βρετανικής Raj [διακυβέρνησης], μια αδίστακτη ομάδα Μουσουλμάνων προσπάθησε να ιδρύσει ένα μικρό χαλιφάτο στην νότια Ινδία. Σκότωσαν ή αλλαξοπίστησαν βίαια εκατοντάδες Ινδουιστών. Οι Βρετανοί κατέπνιξαν την εξέγερση, αλλά το κόστος ήταν υψηλό: Σκοτώθηκαν 2.337 ισλαμιστές αντάρτες και 45.404 στάλθηκαν στη φυλακή.
Σε ένα ξεχωριστό και άσχετο επεισόδιο στις 5 Φεβρουαρίου 1922, στο χωριό Chauri Chaura στο βόρειο κρατίδιο Ουτάρ Πραντές, ένας όχλος από διαδηλωτές συγκρούστηκαν με την αστυνομία και έκαψαν ένα αστυνομικό τμήμα, στέλνοντας στον θάνατο 21 αστυφύλακες που είχαν παγιδευτεί στο εσωτερικό του. Ο Γκάντι, συγκλονισμένος από την βία, τερμάτισε απότομα την εκστρατεία του για την μη-βία, χωρίς να διαβουλευθεί με την μουσουλμανική ηγεσία. Όπως εξήγησε, είχε αναλάβει ο Σατανάς.
Οι Μουσουλμάνοι ηγέτες αισθάνθηκαν προδομένοι. Καταδίκασαν τον Γκάντι ως δειλό και δεν τον συγχώρησαν ποτέ, αδιαφορώντας για το πόσες πολλές αποδείξεις είχε προσφέρει ο Γκάντι όλα αυτά τα χρόνια ότι η καρδιά του, το μυαλό του και, πράγματι, η ζωή του ήταν ακόμα αφοσιωμένες στην ινδουιστική και την μουσουλμανικό ενότητα. Μια ισχυρή άποψη προέκυψε στους Μουσουλμάνους ηγέτες ότι ποτέ δεν θα έπρεπε να παραδώσουν πάλι εξουσία σε έναν προσκυνητή ειδώλων, όπως αποκαλούσαν τον Γκάντι. Κατά ειρωνικό τρόπο, το 1920, όταν η αισιοδοξία για την ενότητα των Ινδουιστών και των Μουσουλμάνων βρισκόταν στο αποκορύφωμά της, ο Γκάντι είχε προβλέψει ότι μια τέτοια ευκαιρία για συνεργασία δεν θα έρθει και πάλι για «εκατό χρόνια». Η ιστορία απέδειξε ότι είχε δίκιο.
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ
Ο Γκάντι δεν προέβλεψε τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τής θεοκρατικής αφύπνισης μεταξύ των Μουσουλμάνων τής Ινδίας. Ούτε κατανόησε πλήρως την επικίνδυνη παρέκκλιση που προέκυψε μέσα από την δική του κίνηση. Λίγο πριν ξεκινήσει το κίνημα Khilafat, Μουσουλμάνοι κληρικοί όρισαν έναν Imam-e-Hind, δηλαδή έναν Ιμάμη τής Ινδίας, ο οποίος θα διοικούσε την πνευματική και πολιτική πίστη των Ινδών Μουσουλμάνων μέσα σε ένα ευρύτερο ινδικό κρατίδιο μόλις η Ινδία αποκτούσε την ανεξαρτησία της από τους Βρετανούς. Αυτή η ιδέα ενός έθνους μέσα σε ένα άλλο έθνος εξατμίστηκε όταν ο Γκάντι διέλυσε την εκστρατεία του περί μη-συνεργασίας, αλλά τα πάθη που δημιούργησε παρέμειναν. Στα τέλη τού 1930, Μουσουλμάνοι ηγέτες αναβίωσαν το σύνθημα ότι το Ισλάμ κινδύνευε –όχι όμως αυτή την φορά από τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές, αλλά από τον Γκάντι και τους Ινδουιστές. Απέρριψαν το όραμα του Γκάντι για ένα σύγχρονο, κοσμικό κράτος ως ασυμβίβαστο με το Ισλάμ. Το 1947, το ξίφος τού Ισλάμ, με κάποια συνεργασία από τους Βρετανούς, σχημάτισε το πρώτο σύγχρονο ισλαμικό κράτος: Το Πακιστάν.
Η δημοκρατία έκανε λανθασμένη εκκίνηση στο Πακιστάν˙ Οι φιλελεύθερες ιδέες μπορεί να βρήκαν την θέση τους στο πρώτο σύνταγμα της νέας χώρας, αλλά όχι στην νομοθεσία του. Στην πρώτη δεκαετία του ως καινούργιο κράτος, το Πακιστάν χαρακτηρίστηκε από βία και αταξία. Εντός δέκα εβδομάδων μετά την γέννησή του, ξεκίνησε πόλεμο με την Ινδία για το Κασμίρ. Μετά από τρία χρόνια, ο πρωθυπουργός του, Λιακάτ Αλή Χαν, δολοφονήθηκε, αποσταθεροποιώντας την κυβέρνηση και ανοίγοντας την πόρτα για αναταραχή και υπονόμευση˙ Μέσα σε μια δεκαετία, η ανατολική πλευρά τής χώρας έβραζε από αποσχιστικά συναισθήματα. Και μετά από 11 χρόνια, υπήρξε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα -απόδειξη ότι το Πακιστάν ήταν μια εύθραυστη ιδέα με δυσλειτουργικά σύνορα. Η αστάθεια αποκάλυψε επίσης ότι το Ισλάμ ήταν ανεπαρκές ως εθνικιστική βάση. Το 1971, μετά από έναν αιματηρό απελευθερωτικό πόλεμο, το ανατολικό Πακιστάν αποσπάστηκε κι έγινε το Μπαγκλαντές. Εθνοτικές και σεχταριστικές μάχες εξακολουθούσαν να πλήττουν τη χώρα, ιδιαίτερα στην μεγαλύτερη πόλη, το Καράτσι, καθώς και σε όλη την μεγάλη λωρίδα εδάφους δυτικά τού Ινδού ποταμού.
Παραδόξως, η διάσπαση του Πακιστάν ενίσχυσε την άποψη μεταξύ πολλών Μουσουλμάνων ότι το Ισλάμ ήταν η μόνη βάση για την ολοκλήρωση μιας εθνοτικά ποικιλόμορφης χώρας. Αλλά τα κέντρα εξουσίας και οι δημόσιοι θεσμοί που υποστήριξαν την ιδέα τού Πακιστάν ως ένα θεοκρατικό έθνος απλώς το μετέτρεψαν σε ένα καταφύγιο για τρομοκρατικές πολιτοφυλακές που χρησιμοποίησαν την τζιχάντ ως μέσο για να επεκτείνουν τον «ισλαμικό χώρο». Το Πακιστάν έχει μετατραπεί τώρα σε ένα κράτος ζελέ, συνεχώς τρεμάμενο από την πολιτική αστάθεια.
Πράγματι, από αυτό το χάος προέκυψε ένα δεύτερο ισλαμικό κράτος: Το ελεγχόμενο από τους Ταλιμπάν Αφγανιστάν. Όπως έμαθαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αφού πλήρωσαν βαρύ τίμημα σε αίμα και πόρους, το Πακιστάν παρείχε καταφύγιο στον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Και σήμερα είναι ο φύλακας του μουλά Ομάρ, του ηγέτη των Αφγανών Ταλιμπάν, ο οποίος διευθύνει τον πόλεμό του κατά του ΝΑΤΟ και της Καμπούλ από ασφαλή σπίτια στην Κουέτα και άλλες μυστικές τοποθεσίες.
Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Το ISIS είναι η τρίτη εκδήλωση της σουνιτικής θεοκρατικής αφύπνισης. Η ιδεολογική ώθηση για την σημερινή επέκταση της τζιχάντ προέρχεται από τις θεολογίες τού 18ου αιώνα, του Σάχη Waliullah τού Δελχί και του Muhammad ibn Abd al-Wahhab τής Najd στην Σαουδική Αραβία. Και οι δύο μελετητές προσέφεραν το όραμα ενός αναγεννημένου χαλιφάτου με έναν ηγέτη που θα είναι πιστός στις πρωταρχικές αξίες τού Ισλάμ και που θα το αποκαθάρει από «μη αγνές» πρακτικές και «αιρέσεις» όπως ο Σιιτισμός. Οι σύγχρονοι οπαδοί τους έκαναν το επόμενο βήμα προς τα πίσω, και υπό το takfir [την πρακτική τής κατηγορίας ενός άλλου Μουσουλμάνου ως άπιστου και, άρα, εχθρού τού Ισλάμ], καταδίκασαν κάθε μη-Σουνίτη ως αποστάτη ή άπιστο. Ως αποτέλεσμα, οι Σιίτες πυροβολούνται συνεχώς στο Πακιστάν από Σουνίτες τρομοκράτες.
Η δίψα για την καθαρότητα είναι επίσης μια δίψα για αίμα. Αυτοί οι συνήγοροι του Dar al-Harb, δηλαδή της Βουλής τού Πολέμου, είναι ευτυχείς να καίνε το δικό τους σπίτι, καθώς, γι’ αυτούς, απλώς θα καθαρίσει από τους «σάπιους». Οι τζιχαντιστές κατηγοριοποιούν τους εχθρούς τους σε τρεις ομάδες: Τον απομακρυσμένο εχθρό (κυρίως την Αμερική ), τον εγγύς εχθρό (τους αντίπαλους εγχωρίως ή στην περιοχή) και τις χώρες που έχουν καταλάβει «ισλαμικό έδαφος» (το Ισραήλ, την Ινδία και τώρα την Κίνα, χάρη στην μουσουλμανικής πλειοψηφίας επαρχία της, Xinjiang). Παρά το γεγονός ότι η αλ Κάιντα ασχολείται κατά κύριο λόγο με τον απομακρυσμένο εχθρό, η προτεραιότητα του ISIS είναι να νικήσει τον εγγύς εχθρό, τους Σιίτες, και να εξαλείψει όλους τους μη-Μουσουλμάνους από την περιοχή, παρότι η υποστήριξη για το ISIS έχει γίνει διεθνής. Πρόσφατες πληροφορίες αποκαλύπτουν ότι ίσως υπάρχουν μέχρι και 20.000 ξένοι μαχητές που εργάζονται για την τρομοκρατική ομάδα.
Αυτές οι παράλληλες και επικαλυπτόμενες συγκρούσεις, που συνδέονται με το νήμα τής ισλαμικής θεοκρατίας, αποσταθεροποίησαν την τεράστια περιοχή που εκτείνεται από το Πακιστάν μέχρι την βόρεια Αφρική. Είμαστε, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, στην μέση ενός Τέταρτου Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε εκεί όπου άρχισε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος: Στις Βερσαλίες. Ήταν, αντίστοιχα, μάχες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον φασισμό. Ο τρίτος, ο Ψυχρός Πόλεμος, αναδύθηκε μέσα από την διαφωνία για το μέλλον τής Ευρώπης στην Γιάλτα. Πολεμήθηκε μεταξύ των νικητών τού Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σχετικά με την εξάπλωση του κομμουνισμού. Τελείωσε με την σοβιετική ήττα στο Αφγανιστάν, όπου ακριβώς ξεκινά ο Τέταρτος –ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, ο οποίος είναι μια σύγκρουση μεταξύ της δημοκρατίας και της θεοκρατίας.
Σήμερα, οι μουσουλμανικές χώρες που προέκυψαν από τις αυτοκρατορίες των Mughal και των Οθωμανών δεν ήταν σε θέση να συμβιβαστούν με πολλές από τις προϋποθέσεις ενός σύγχρονου κράτους, κυρίως την δημοκρατία, αλλά και με την ελευθερία τής πίστης, την ισότητα των φύλων, καθώς και την οικονομική δικαιοσύνη. Αυτές οι αποτυχίες αποτελούν μια πρόσκληση σε ένα φανταστικό παρελθόν, με την μορφή ενός χαλιφάτου ή, στην περίπτωση των βομβιστών αυτοκτονίας, ενός φανταστικού μέλλοντος στον παράδεισο.
Η τραγική ειρωνεία είναι ότι το Ισλάμ ιστορικά άνθιζε ακριβώς επειδή άφηνε χώρο για τον πλουραλισμό στην πίστη και την πολιτική. Ο στίχος 2: 256 του Κορανίου δηλώνει ρητώς ότι «δεν πρέπει να υπάρχει εξαναγκασμός σε θέματα θρησκείας». Ο Προφήτης Μωάμεθ απαγόρευσε την βρεφοκτονία των θηλυκών, μια κοινή πρακτική την εποχή εκείνη, και ο νόμος τού Κορανίου έδωσε στις γυναίκες κληρονομικά δικαιώματα. Όσον αφορά την έννοια της τζιχάντ, μόνο ένα κράτος μπορεί να κηρύξει έναν ιερό πόλεμο˙ Ο ανορθόδοξος τζιχαντισμός που βλέπουμε σήμερα είναι η απόδειξη του χάους και όχι η υλοποίηση του ισλαμικού δόγματος. Αν το Ισλάμ βρίσκεται σε οποιοδήποτε κίνδυνο σήμερα, είναι από τους αδίστακτους ισλαμιστές οι οποίοι αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν ότι η παρελθοντική δόξα τού οθωμανικού χαλιφάτου αναδύθηκε από την πολιτική τής ανοχής, όπως ήταν η παροχή καταφυγίου για τους Εβραίους που εγκατέλειπαν την Ιερά Εξέταση στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Πολύ πριν το παρωπιδικό χαλιφάτο τού ISIS και οι σύμμαχοί του μπορέσουν να βλάψουν εκείνους που θεωρούν ως εχθρούς τους, θα καταστρέψουν την πίστη των πιστών.

* Ο M. J. AKBAR είναι ο εθνικός εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος της Ινδίας Bharatiya Janata (BJP). Έχει μια μακρά καριέρα ως συγγραφέας, επιμελητής και αρθρογράφος. Στα βιβλία του περιλαμβάνονται το The Shade of Swords: Jihad and the Conflict Between Islam και το Christianity and Tinderbox: The Past and Future of Pakistan.


Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/142686/mj-akbar/a-conditional-cal...