Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Ιστορικό άρθρο για τη δεύτερη διαμάχη Τίτο - ΕΣΣΔ (1957-58)


Η δεύτερη διαμάχη Τίτο - ΕΣΣΔ
ΣΠΥΡΙΔΩΝΑΣ ΣΦΕΤΑΣ
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr/)
Η σοβιετογιουγκοσλαβική προσέγγιση το 1955/1956 ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής του νέου Σοβιετικού ηγέτη, Νικήτα Χρουστσόφ, να αποτρέψει ενδεχόμενη ένταξη της Γιουγκοσλαβίας στο ΝΑΤΟ, μετά την υπογραφή του τριμερούς ελληνο-τουρκο-γιουγκοσλαβικού συμφώνου της Αγκυρας και του Μπλεντ (1953/54).
Βαθύτερη, ωστόσο, επιδίωξη του Χρουστσόφ ήταν η ένταξη της Γιουγκοσλαβίας στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας που ιδρύθηκε τον Μάιο του 1955, τις παραμονές της επίσημης επίσκεψης του Σοβιετικού ηγέτη στο Βελιγράδι (Ιούνιος 1955) και της εξομάλυνσης των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Με την υπογραφή της Διακήρυξης του Βελιγραδίου, κατά την επίσκεψη του Χρουστσόφ στο Βελιγράδι, και της Διακήρυξης της Μόσχας κατά την επίσημη επίσκεψη του Τίτο στη Μόσχα (Ιούνιος 1956), η Σοβιετική Ενωση αποδέχθηκε θεωρητικά τον γιουγκοσλαβικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό (αυτοδιαχείριση των εργατών) και καταδίκασε την πολιτική του Στάλιν έναντι της Γιουγκοσλαβίας το 1948-1953. Η καταδίκη της προσωπολατρίας και των σταλινικών εγκλημάτων στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φεβρουάριος 1956) από τον Χρουστσόφ και η διάλυση της Κομινφόρμ (Απρίλιος 1956) δικαίωναν τον Τίτο.
Ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης είχε ήδη θυσιάσει τον Μίλοβαν Τζίλας, εχθρό κάθε σοβιετογιουγκοσλαβικής προσέγγισης και αμφισβητία του γιουγκοσλαβικού σοσιαλισμού, τον οποίο επέκρινε για έλλειμμα δημοκρατίας και για την ανάπτυξη μιας νέας τάξης, της ελιτίστικης κομμουνιστικής νομενκλατούρας. Ωστόσο, ο Τίτο από την επίσκεψή του στη Σοβιετική Ενωση αποκόμισε την εντύπωση ότι ο σταλινισμός επιβίωνε ακόμα, παρά τον θάνατο του Στάλιν. Με την αποσταλινοποίηση ο Χρουστσόφ αποσκοπούσε μάλλον στην καθαίρεση των φιλόδοξων σταλινικών επιγόνων παρά σε μια ουσιαστική φιλελευθεροποίηση του σοβιετικού σοσιαλισμού. Ο Τίτο δεν ενέταξε τη Γιουγκοσλαβία στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, αλλά εγκαινίασε μια αδέσμευτη εξωτερική πολιτική.
Η ουγγρική κρίση ήταν η θρυαλλίδα
Η νέα κρίση στις σοβιετογιουγκοσλαβικές σχέσεις δεν ήταν απόρροια «θεμελιωδών αποκλίσεων» του σοβιετικού και γιουγκοσλαβικού σοσιαλισμού, αλλά κυρίως της αμφισβήτησης από τον Τίτο του δικαιώματος των Σοβιετικών να επεμβαίνουν στρατιωτικά σε άλλες χώρες δήθεν στο όνομα της υπεράσπισης του σοσιαλισμού, αλλά στην ουσία προς όφελος των σοβιετικών γεωστρατηγικών συμφερόντων.
H ουγγρική κρίση τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1956 αποτέλεσε μια δοκιμασία της νωπής σοβιετογιουγκοσλαβικής προσέγγισης. Η μεταρρυθμιστική κίνηση του Ιμρε Νάγκι στην Ουγγαρία (Οκτώβριος 1956), καρπός της αποσταλινοποίησης και της διάλυσης της Κομινφόρμ, εξελίχθηκε σε αντικομμουνιστική εξέγερση. Ο Ούγγρος πρωθυπουργός απώλεσε τον έλεγχο της κατάστασης και βρέθηκε υπό την πίεση αντικομμουνιστικών στοιχείων, ζητώντας την έξοδο της Ουγγαρίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, κάτι που προκάλεσε τη δεύτερη σοβιετική στρατιωτική επέμβαση και την κατάπνιξη της εξέγερσης έπειτα από έναν πραγματικό πόλεμο μεταξύ σοβιετικών στρατευμάτων και Ούγγρων επαναστατών (Νοέμβριος 1956). O Nάγκι και οι συνεργάτες του ζήτησαν άσυλο στη γιουγκοσλαβική πρεσβεία της Βουδαπέστης, απ’ όπου τελικά απήχθησαν βίαια ύστερα από εισβολή Σοβιετικών στρατιωτών. Η ηθική υποστήριξη που παρείχε στους Ούγγρους επαναστάτες ο ραδιοφωνικός σταθμός «Ελεύθερη Ευρώπη», ο οποίος εξέπεμπε από τη Δυτική Γερμανία και ήταν υπό τον έλεγχο της CIA, δυσαρέστησε τους Σοβιετικούς. Αποχώρηση της Ουγγαρίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας θα σήμαινε υπονόμευση του σοβιετικού ελέγχου της Κεντρικής Ευρώπης.
Η στάση της Γιουγκοσλαβίας στο ουγγρικό ζήτημα εξόργισε τον Χρουστσόφ. Σε λόγο του στην Πούλα ο Τίτο καταδίκασε γενικά τη χρήση ένοπλης βίας. Εκρινε ότι η πρώτη σοβιετική επέμβαση κατά τη διαδήλωση της 23ης Οκτωβρίου 1956 στη Βουδαπέστη δεν ήταν αναγκαία, διότι αυτή ερέθισε τα πνεύματα και επέτρεψε τη διείσδυση «φασιστικών κύκλων», πρώην οπαδών του Χόρτι, με αποτέλεσμα η εξέγερση να προσλάβει αντισοσιαλιστικό χαρακτήρα, καθιστώντας «έλασσον κακό» τη δεύτερη σοβιετική επέμβαση. Ο Τίτο τόνισε ότι η νέα σοβιετική ηγεσία στο 20ό Συνέδριο καταδίκασε την προσωπολατρία του Στάλιν, αλλά εφάρμοζε σταλινικές μεθόδους και πρακτικές. «Ο,τι έσπειραν το 1949 και κατόπιν, το θερίζουν τώρα. Εσπειραν ανέμους, θερίζουν θύελλες», επισήμανε ο ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας. Με άλλα λόγια, ό,τι δεν αποτόλμησε ο Στάλιν –να επέμβει, δηλαδή, στρατιωτικά στη Γιουγκοσλαβία και να ανατρέψει τον Τίτο– το διέπραξε ο «αντισταλινικός» Χρουστσόφ στην Ουγγαρία.
Η σοβιετική αντίδραση υπήρξε άμεση. Τα σοβιετικά μέσα μαζικής ενημέρωσης κατηγόρησαν τη Γιουγκοσλαβία για έλλειψη προλεταριακού διεθνισμού, ο Χρουστσόφ ανέστειλε τη χορήγηση των υπεσχημένων δανείων και πάγωσε τα σοβιετικά επενδυτικά προγράμματα στη Γιουγκοσλαβία, ενώ η Βουλγαρία και η Αλβανία εξαπέλυσαν ψυχολογικό πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας, η πρώτη θέτοντας ζήτημα βουλγαρικής μειονότητας στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και η δεύτερη ζήτημα καταπίεσης Αλβανών στο Κόσοβο. Τον Νοέμβριο του 1957, ο Αλεξάντερ Ράνκοβιτς και ο Εντβαρντ Καρντέλι, οι οποίοι βρίσκονταν στη Μόσχα για τις εορταστικές εκδηλώσεις της τεσσαρακοστής επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης, αρνήθηκαν να προσυπογράψουν τη «Διακήρυξη της 16ης Νοεμβρίου 1957 των 12 κυβερνώντων κομμουνιστικών κομμάτων». Η Διακήρυξη λεκτικά προέβλεπε συσκέψεις των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων για τη συζήτηση διεθνών επίκαιρων θεμάτων, την ανταλλαγή απόψεων και τον συντονισμό του κοινού αγώνα για ειρήνη, δημοκρατία και σοσιαλισμό. Αλλά το πνεύμα της Διακήρυξης ήταν για τους Γιουγκοσλάβους μια προσπάθεια του Χρουστσόφ για αναβίωση της σταλινικής Κομινφόρμ (Γραφείου Πληροφοριών) και έμμεση αναγνώριση του ηγεμονικού ρόλου της Σοβιετικής Ενωσης.
Κορύφωση της έντασης και εκτόνωση
To 1958 η σοβιετογιουγκοσλαβική πολεμική προσέλαβε ιδιαίτερη οξύτητα. Από τις 22 μέχρι τις 26 Απριλίου 1958 συνήλθε το VII Συνέδριο της Ενωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας. Τις θέσεις του συνεδρίου είχε επεξεργαστεί ο Σλοβένος Εντβαρντ Καρντέλι, ο θεωρητικός του κόμματος. Ο Καρντέλι ήταν μια εκλεπτυσμένη παραλλαγή του Μαυροβούνιου Μίλοβαν Τζίλας. Μακροπρόθεσμα δεν πίστευε ούτε στην επιβίωση του κομμουνισμού ούτε στη διατήρηση της ενότητας της Γιουγκοσλαβίας, αλλά η ανατροπή αυτή θα συντελούνταν ως σταδιακή διαδικασία. Ο Καρντέλι δρούσε προσεκτικά, σε αντίθεση με τον αυθόρμητο Τζίλας. Ηταν ο δημιουργός του εκτρωματικού γιουγκοσλαβικού Συντάγματος του 1974. Αρχικά επεδίωκε την αποκέντρωση των Ομόσπονδων Γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών και την εισαγωγή στοιχείων οικονομίας της αγοράς στο σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα.
Ο καπιταλισμός μπορεί να έχει σοσιαλιστικά στοιχεία όπως και ο σοσιαλισμός καπιταλιστικά, υποστήριζε συχνά. Οι θέσεις του VII Συνεδρίου τόνιζαν την ισοτιμία μεταξύ κρατών και κομμάτων, αμφισβητούσαν τη μοναδικότητα του σοβιετικού σοσιαλιστικού μοντέλου και επισήμαναν τον πλουραλιστικό χαρακτήρα του σοσιαλισμού. Το συνέδριο καταδίκαζε τη διαίρεση του κόσμου σε σφαίρες επιρροής και τη λογική των συνασπισμών (ΝΑΤΟ και Συμφώνου της Βαρσοβίας). Ο Καρντέλι, εκτός από την αυτονομία των κομμάτων, συμπεριέλαβε στις θέσεις του συνεδρίου και την ουσιαστική αυτονόμηση του ατόμου η οποία δεν μπορεί να αίρεται στο όνομα μιας προσδοκώμενης αταξικής κοινωνίας: «Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να υποτάσσει την προσωπική ευτυχία του ατόμου σε κάποιους ανώτερους σκοπούς, διότι τον υπέρτατο σκοπό αποτελεί η προσωπική ευτυχία του ατόμου».
Το VII Συνέδριο της Ενωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας στρεφόταν ανοιχτά κατά της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ενωσης. Ετσι, ο Χρουστσόφ άρχισε φραστικό πόλεμο με τους ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας, τους οποίους χαρακτήρισε «πουλημένους στους Δυτικούς ιμπεριαλιστές» για το αμερικανικό σιτάρι, «δούρειο ίππο» του καπιταλισμού, και δικαιολόγησε τον Στάλιν για την πολιτική του έναντι του Τίτο το 1948. Ο Τίτο απάντησε δυναμικά: «Ο σύντροφος Χρουστσόφ συχνά επαναλαμβάνει ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να οικοδομηθεί με αμερικανικό σιτάρι. Πιστεύω ότι αυτό μπορεί να το πετύχει κάποιος που ξέρει τι πρέπει να κάνει. Αν δεν ξέρει, δεν μπορεί να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό ούτε με τη ζωή του. Ο Χρουστσόφ ισχυρίζεται ότι ζούμε από την ελεημοσύνη των ιμπεριαλιστικών κρατών. Ποιο ηθικό δικαίωμα έχουν να μας επιτίθενται αυτοί για την αμερικανική βοήθεια ή τα δάνεια, όταν ο ίδιος ο Χρουστσόφ προσπάθησε πρόσφατα να συνάψει οικονομική συμφωνία με την Αμερική;».
Οταν στις 17 Ιουνίου 1958 η νέα ουγγρική ηγεσία υπό τον Γιάνος Κάνταρ κατέστησε γνωστή την εκτέλεση του Νάγκι και των συνεργατών του, «αποκάλυψε» ταυτόχρονα ότι δήθεν από τη γιουγκοσλαβική πρεσβεία ο Νάγκι έκανε έκκληση για τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα, προσάπτοντας έμμεσα στη Γιουγκοσλαβία συνενοχή στην «ουγγρική αντεπανάσταση». Η Γιουγκοσλαβία προσκόμισε ντοκουμέντα για την υπόθεση Νάγκι. Ο εκρηκτικός Χρουστσόφ χαρακτήρισε πάλι τους Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές «βακτηρίδια που καταστρέφουν τον κομμουνισμό» και «μίσθαρνα όργανα της Αμερικής για τη διάσπαση του σοσιαλιστικού συνασπισμού». Στη Γιουγκοσλαβία αναβίωσε ο φόβος σοβιετικής στρατιωτικής επέμβασης και το αποδυναμωμένο από το 1955 Βαλκανικό Σύμφωνο του 1954 κατέστη προσωρινά επίκαιρο.
Ωστόσο, η νέα σοβιετογιουγκοσλαβική ένταση αποκλιμακώθηκε σχετικά σύντομα. Η ουσία της σύγκρουσης δεν ήταν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του γιουγκοσλαβικού ή του σοβιετικού σοσιαλισμού –επρόκειτο για αποτυχημένα συστήματα– αλλά τα γεωστρατηγικά σοβιετικά συμφέροντα. Επιδεικνύοντας ευελιξία, ο Τίτο υιοθέτησε φιλοσοβιετικές θέσεις σε διεθνή θέματα. Στήριξε τη σοβιετική πρωτοβουλία για απύραυλη Βαλκανική, στήριξε τη σοβιετική θέση για τη λύση του γερμανικού ζητήματος στη νέα κρίση του 1958, καταδίκασε τον τυχοδιωκτισμό της Κίνας στις σχέσεις της με τους Σοβιετικούς (1959-1960) και τον αμερικανικό κατασκοπευτικό πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ενωσης (1960). Ο Τίτο, όπως και ο Χρουστσόφ, τάχθηκε κατά των σχεδίων του Αμερικανού προέδρου Αϊζενχάουερ για εγκατάσταση ατομικών όπλων σε νατοϊκές χώρες (1957-59). Ετσι, κατά τη συνάντηση του Τίτο με τον Χρουστσόφ στα Ηνωμένα Εθνη τον Σεπτέμβριο του 1960, επικράτησε θερμό κλίμα και άρχισε μια επαναπροσέγγιση που διήρκεσε μέχρι τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία (Αύγουστος 1968). Η αδέσμευτη Γιουγκοσλαβία επωφελούνταν από τον ανταγωνισμό των δεσμευμένων.


* Ο κ. Σπυρίδων Σφέτας είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης Βαλκανικής Ιστορίας στο AΠΘ.

(Στην φωτογραφία : Ο Γιουγκοσλάβος πρόεδρος Τίτο και ο Σοβιετικός ηγέτης Χρουστσόφ, σε φωτογραφία του 1963, όταν οι σχέσεις των δύο χωρών είχαν πλέον εξομαλυνθεί. Επιδεικνύοντας ευελιξία, ο Τίτο υιοθέτησε φιλοσοβιετικές θέσεις σε διεθνή θέματα.)