Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Εύστοχο άρθρο του Αντ. Πανούτσου για την εξίσωση των προεδρικών εκλογών


Η εξίσωση των προεδρικών εκλογών
Αντώνης Πανούτσος
Την περασμένη Τετάρτη, κυβερνητικός αναλυτής μού έδωσε μια πρώτη εκτίμηση για την τρίτη ψηφοφορία της εκλογής Προέδρου.
Χωρίς να αναφερθώ στα επιμέρους επειδή οι εκτιμήσεις σε πρόσωπα πιθανόν να ανατραπούν, η ανάλυση έδινε 174 «ναι» και 119 «όχι», με την εκλογή να εξαρτάται από την ψήφο 7 αμφιταλαντευόμενων βουλευτών, εκ των οποίων 2 θα είναι αρκετοί για να ρίξουν την κυβέρνηση. Ολα τα προηγούμενα υπό την αίρεση ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα των ΑΝ.ΕΛ. των 11 ψηφίζει μπλοκ «όχι». Η εκτίμηση έρχεται και δένει με τα λεγόμενα συνεργάτη του πρωθυπουργού ο οποίος, μιλώντας στο «ΘΕΜΑ» το βράδυ της Πέμπτης, είπε ότι «δεν υπάρχει προεδρική πλειοψηφία αλλά δυναμική». Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στη Βουλή θα εξαρτηθεί από τους αμφιταλαντευόμενους που θα πιστέψουν ότι αν ψηφίσουν «ναι» θα βρεθούν στην πλευρά των νικητών. Και εδώ μπαίνει στην εξίσωση το ίδιο το πρόσωπο του υποψηφίου. Του Σταύρου Δήμα, ο οποίος μετά από ένα 24ωρο που ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά του δεν απασχολούσε κανέναν. 
Οχι, δηλαδή, ότι για 23 χρόνια έχει απασχολήσει και πολλούς. Εάν μετά από 10 εκλογές στη Βουλή οι μεγάλες στιγμές του Σταύρου Δήμα είναι το 2004 που είχε εκλεγεί επίτροπος στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το 1991 που είχε παραιτηθεί επειδή τσακώθηκε δημόσια στη Μόσχα με τη Μαρίκα Μητσοτάκη, δεν μιλάμε για εκρηκτική πολιτική προσωπικότητα. Η επιλογή ήταν τόσο δευτερεύουσα που ο Σαμαράς, στην ομιλία του στην Ετήσια Εκθεση Ελληνικού Εμπορίου την περασμένη Τρίτη, αναφερόμενος στο πρόσωπο του υποψήφιου προέδρου, είπε: «Ο Σταύρος Δήμας είναι ένας εξαιρετικός πολιτικός», αφιερώνοντας την υπόλοιπη ομιλία στην ανάγκη της εκλογής και στον ΣΥΡΙΖΑ. Το ερώτημα λοιπόν είναι γιατί έπρεπε να επιλεγεί ένας υποψήφιος ο οποίος, όσο μετριοπαθής κι αν είναι, παραμένει πολιτικός της Δεξιάς και όχι ένας ουδέτερος τύπου Νανόπουλου ή Ξενάκη που θα απενοχοποιούσε τους ανεξάρτητους βουλευτές που θα μπορούσαν να ψηφίσουν Πρόεδρο αλλά δυσκολεύονται από την κομματική ταυτότητα. 
Σε ένα tweet του ο Αρίστος Δοξιάδης έγραψε: «Πάντως αν η ψηφοφορία ήταν μυστική, ο ΣτΔ θα έβγαινε στις 27/12 με 250». Μόνο που η ψηφοφορία είναι φανερή και βουλευτές που δεν ανήκουν στη Δεξιά, ακόμα και αυτοί του ΠΑΣΟΚ που είναι στην κυβέρνηση, θα υποχρεωθούν να ψηφίσουν έναν κομματικό υποψήφιο. Το ότι ο Κώστας Καραμανλής είπε: «Η υποψηφιότητα του Σταύρου Δήμα για την Προεδρία της Δημοκρατίας αποτελεί εξαιρετική επιλογή», ή ότι προώθησε την επιλογή, μοιάζει λίγο. Το ότι ο Σαμαράς αποφάσισε να τους κάνει να προσκυνήσουν μου μοιάζει υπερβολικό. Το ότι κανένας δεν υπολόγισε ότι αυτός που φαίνεται ουδέτερος στη Ν.Δ. δεν είναι το ίδιο ουδέτερος στο ΠΑΣΟΚ και στους ανεξάρτητους, με αποτέλεσμα ο Σαμαράς να βάλει άνευ λόγου έναν αριθμό βουλευτών σε δύσκολη θέση, μοιάζει πιθανότερο. Αντίστοιχο λάθος νομίζω ότι είναι και η δήλωση Σαμαρά ότι θα στηρίξει τον Δήμα και στις τρεις ψηφοφορίες. Δίνει βάρος στην υποψηφιότητα αλλά αφαιρεί ικανότητα ελιγμών που στην πολιτική είναι απαραίτητοι. Σε μια εκλογή όπου το πρόσωπο, όπως φάνηκε, ελάχιστα ενδιαφέρει, αλλά οι επιπτώσεις από την απόρριψή του καίνε τους πάντες. 
Το επικοινωνιακό
Η χειρότερη υπηρεσία που προσφέρει το τμήμα επικοινωνίας της κυβέρνησης είναι να τονίζει τις δηλώσεις της τρόικας και των ξένων πολιτικών. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον φόβο και στην αγανάκτηση είναι μικρή και το να βγαίνουν συνεχώς ειδήσεις ότι η τρόικα θα γυρίσει μόνο αν εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι πρακτική που προσβάλλει. Φυσικά δεν έχουμε τις ευαισθησίες στις προσβολές που είχαμε πριν από την κρίση, αλλά η υπενθύμιση ότι για τη βοήθεια έχουμε εκχωρήσει την πολιτική μας ανεξαρτησία δεν βοηθάει κανέναν.
Οι Γερμανοί
Οπως και δεν βοηθάνε οι δηλώσεις συμπαράστασης από Γερμανούς πολιτικούς. Δεν ξέρω ποιος είχε την ιδέα να συναντήσει ο Ευάγγελος Βενιζέλος τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγερ και να φωτογραφηθεί ακούγοντας: «Είναι σημαντικό οι δυνάμεις, οι οποίες εξασφάλισαν την πρόοδο στην Ελλάδα, να είναι σε θέση να συνεχίσουν αυτό τον δρόμο», αλλά κάθε λογικός επικοινωνιολόγος ξέρει ότι στις μέρες μας οι Γερμανοί πολιτικοί δεν είναι ακριβώς τα δημοφιλέστερα των
πλασμάτων.