Λεπτές ισορροπίες Ρωσίας – Γερμανίας
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr/)
Η εξαγωγική πολιτική του Βερολίνου και η εμπορική πολιτική της Μόσχας
Η Γερμανία είναι ο πιο σημαντικός ευρωπαϊκός «παίκτης» στη Ρωσία. Οι οικονομικές της σχέσεις επισκιάζουν αυτές των ΗΠΑ, αλλά και οποιουδήποτε άλλου ευρωπαϊκού κράτους.
Η Γερμανία εξαρτάται από τη Ρωσία για την ενέργεια, ενώ «διαθέτει» τη μεγαλύτερη κοινότητα Ρώσων μεταναστών στην Ευρώπη. Ακόμα, πάνω από 6.000 γερμανικές φίρμες δραστηριοποιούνται αυτή τη στιγμή στη Ρωσία. Δεδομένου ότι η Γερμανία αποτελεί μια γεωοικονομική δύναμη που βασίζεται ολοένα και περισσότερο στις εξαγωγές και στους φυσικούς πόρους για την ευημερία της, έχει υιοθετήσει μια προσεκτική προσέγγιση στην εμπορική πολιτική της με τη Μόσχα. Αλλά, όπως σχολιάζει ο Στιβ Σζάμπο, του γερμανικού ιδρύματος Marshall Fund στις ΗΠΑ, καθώς η κυβέρνηση του προέδρου Πούτιν γίνεται όλο και πιο κατασταλτική, οι συζητήσεις στη Γερμανία για την ισορροπία ανάμεσα στις αξίες και στα συμφέροντα σε ό,τι αφορά τη σύναψη συμφωνιών με τη Ρωσία επιταχύνονται.
Η γερμανική πολιτική απέναντι στη Ρωσία –η οποία έχει χαρακτηριστεί από τον υπουργό Εξωτερικών, Γκίντο Βεστερβέλε «αλλαγή μέσω του εμπορίου»– σχεδιάστηκε με βάση την επιτυχή Ostpolitik των δεκαετιών 1970 και 1980. Αυτό σημαίνει ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις μπορούν να συνεχίσουν να έχουν μεγάλο κέρδος από τη Ρωσία, ενώ οι οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι υποστηρικτές της δημοκρατίας θα λαμβάνουν την απάντηση ότι αυτό συμβάλλει στον σταδιακό εκδημοκρατισμό της Ρωσίας.
Αυτή η πολιτική, ωστόσο, που αποκαλείται «συνεργασία εκσυγχρονισμού», βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Η κυβέρνηση της καγκελαρίου Μέρκελ αντιτάχθηκε στις προσπάθειες της κυβέρνησης Μπους για ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ κατά τη σύνοδο στο Βουκουρέστι το 2007 και επιχειρεί να αποδυναμώσει, εάν όχι διαλύσει, τα αμερικανικά σχέδια για την εγκατάσταση αμυντικών συστημάτων πυραύλων στην Ευρώπη. Το Βερολίνο, επίσης, έχει εμποδίσει στο παρελθόν προσπάθειες για τη δημιουργία μιας ενιαίας πολιτικής που θα αφορά όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση απέναντι στη Ρωσία. Γενικά, έχει επιχειρήσει να επιτύχει συμβιβασμούς και να ενθαρρύνει μια πιο ελαστική αντιμετώπιση της Δύσης προς τη Μόσχα.
Ολα αυτά, όμως, πλέον αμφισβητούνται. Οχι μόνο το καθεστώς Πούτιν έχει γίνει πιο διεφθαρμένο, αντιδημοκρατικό και εθνικιστικό, αλλά ασκεί πιέσεις και στην Ουκρανία ώστε να επιλέξει ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση. Αυτοί βέβαια που αναμένουν κάποια δραματική αλλαγή στην πολιτική που ακολουθεί η Γερμανία για τη Ρωσία θα απογοητευτούν για διάφορους λόγους. Πρώτον, η γερμανική πολιτική παραμένει καθοδηγούμενη από τα οικονομικά και την ενέργεια, και το ισχυρό ρωσικό λόμπι στις γερμανικές επιχειρήσεις, το οποίο επηρεάζει πολλά γερμανικά κόμματα, όπως και το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών, δεν θα ευαισθητοποιηθεί από τις ουκρανικές κινητοποιήσεις. Δεύτερον, οι Σοσιαλδημοκράτες ετοιμάζονται να επιστρέψουν στον κυβερνητικό συνασπισμό και στο υπουργείο Εξωτερικών. O Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ αποτέλεσε τον αρχιτέκτονα της πολιτικής εκσυγχρονισμού και συνεργασίας του Γκέρχαρντ Σρέντερ και η στάση του ίδιου και του κόμματός του είναι λιγότερο αυστηρή από αυτή των Χριστιανοδημοκρατών ή των Πρασίνων. Τέλος, οι Γερμανοί αμφισβητούν την πολιτική κουλτούρα και την ανθεκτικότητα του δυτικού προσανατολισμού της Ουκρανίας. Επηρεασμένο από την οικονομική κρίση, αλλά και την αφομοίωση της ανατολικής Γερμανίας, το Βερολίνο δεν επιθυμεί το ρίσκο ενός ενδεχομένου διάσωσης της ουκρανικής οικονομίας. Η Γερμανία είναι επιφυλακτική απέναντι στη συμμετοχή της Ουκρανίας σε οποιαδήποτε ένωση και οι κίνδυνοι στη σχέση της με τη Μόσχα είναι μεγαλύτεροι.