Μουστάκια και τριαντάφυλλα
Του Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Ακόμη και αν δεν είχαν γίνει οι διαψεύσεις, τόσο από τον Γ. Στουρνάρα όσο και από τον Χρ. Λαζαρίδη, προσωπικώς θα θεωρούσα και πάλι αβάσιμο το σενάριο που είδε το φως της δημοσιότητας και θέλει τον βουλευτή Επικρατείας της Ν.Δ. και στενό συνεργάτη του πρωθυπουργού να αναλαμβάνει το υπουργείο Οικονομικών παρά τω Στουρνάρα, ο οποίος θα παρέμενε επικεφαλής του συντονισμού της οικονομίας.
Οχι ότι δεν χρειάζεται υπουργός Οικονομικών και μάλιστα στιβαρός ως προσωπικότητα, ώστε να έχει τον έλεγχο του ταμείου του κράτους. Αντιθέτως, είναι απαραίτητος – ει μη τι άλλο, διότι δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό για τον Στουρνάρα να παρακολουθεί τα πάντα. Ομως ο Χρύσανθος Λαζαρίδης (σόρι, Χρύσανθε, αλλά αυτή είναι η αλήθεια...) δεν κάνει για τη συγκεκριμένη θέση. Το υποστηρίζω μετά λόγου γνώσεως, καθώς την παραμονή των Χριστουγέννων η τύχη το θέλησε να είμαι αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς του περιστατικού που θα σας περιγράψω παρακάτω.
Ωρα 15.40 φθάνω σ’ ένα καφενείο της Βαλαωρίτου, όπου με περιμένει ένας φίλος. Στο διπλανό τραπέζι, με μόλις ένα στενό διάδρομο να μας χωρίζει, κάθεται ο Λαζαρίδης με τρεις φίλους του. Συζητούν περί ανέμων και υδάτων, αστειεύονται, γελούν, γενικώς η ατμόσφαιρα στην παρέα είναι εορταστική. Τότε εμφανίζεται μία από τις νεαρές τσιγγάνες που πουλάνε λουλούδια. Χυμώδης, με κίτρινα (βαμμένα) μαλλιά, η τσιγγάνα «λοκάρει» αμέσως τον Λαζαρίδη και του χώνει στο πρόσωπο ένα τριαντάφυλλο. «Για το ωραίο σου μουστάκι, λεβέντη μου», του λέει με τη χαρακτηριστική βαριά προφορά της και συνεχίζει να εκθειάζει το πλούσιο μουστάκι του βουλευτή. Ο Λαζαρίδης με μια μηχανική κίνηση το χαϊδεύει (ίσως κολακευμένος ή φοβούμενος μην του το πάρουν...), χαμογελά αχνά και κάνει το λάθος να δεχθεί το τριαντάφυλλο.
Από αυτό το σημείο και έπειτα ξεκινά το μπλέξιμο. Ο Λαζαρίδης σηκώνεται, βγάζει από την τσέπη μια χούφτα ψιλά (τα έκανα τουλάχιστον 3,50 ευρώ) και της τα δίνει. Η τσιγγάνα τα βρίσκει λίγα και συνεχίζει να υμνεί το μουστάκι του Χρύσανθου, αλλά αυτός δεν έχει άλλα ψιλά. Οι φίλοι του αντιλαμβάνονται τη δυσκολία της θέσης του και σπεύδουν προς βοήθειά του. Αρχίζουν και αυτοί να ψάχνουν για ψιλά. Οι τσέπες παλτών, παντελονιών, σακακιών γυρνάνε ανάποδα και τελικά συγκεντρώνεται ένα ποσό που ικανοποιεί την τσιγγάνα. Αυτή παίρνει τα ψιλά και φεύγει, αφήνοντας πίσω της δύο τρία ακόμη τριαντάφυλλα, σαν να τους λέει: «Στην υγειά σας, κορόιδα».
Ειλικρινά σας λέω, με τον Λαζαρίδη δεν έχω προσωπική γνωριμία, αλλά παρακολουθώντας το μαρτύριό του τον συμπάθησα. Πείτε μου, όμως, κάνει αυτός ο άνθρωπος για υπουργός Οικονομικών; Προφανώς όχι και είμαι βέβαιος ότι το ξέρει και ο ίδιος...
Το παράπονο του Τομπούλογλου
Μέσω της πτώσης του –της δεύτερης και, ας ελπίσουμε, οριστικής– ο Χάρης Τομπούλογλου μας άφησε παρακαταθήκη, ως οιονεί πνευματική κληρονομιά στον τόπο, το θυμωμένο του παράπονο, εκπεφρασμένο με τη δύναμη της αμεσότητας που έχει η καθομιλουμένη: «Εγώ μ*** είμαι; Για μένα δεν θα βγει κάτι; Αυτοί θα πάρουν 190.000 κι εγώ τίποτα;». Αν πιστέψουμε τις εφημερίδες που επικαλούνται τη δικογραφία, αυτές είναι φράσεις του επ’ αυτοφώρω συλληφθέντος για το κακούργημα της απόπειρας εκβίασης προέδρου του Δ.Σ. του Νοσοκομείου Παίδων από τις συνομιλίες του με εκπροσώπους της διαφημιστικής εταιρείας που προσπαθούσε να εκβιάσει. Εχουν καταγραφεί από την Αστυνομία.
Εμβληματικές φράσεις – και ιδίως η πρώτη. Αποδίδουν γλαφυρά το πνεύμα που διείπε την κομματική εξουσία κατά την καλύτερη περίοδο που γνώρισε η ωραιότερη χώρα του κόσμου, την εποχή προτού οι κουτόφραγκοι χάσουν τον έλεγχο του προαιώνιου φθόνου τους και αποφασίσουν να μας στερήσουν το «δικαίωμα στο όνειρο». Διότι περίπου ως δικαίωμα φαίνεται ότι αντιλαμβανόταν ο Τομπούλογλου την ευκαιρία να βγάλει κι αυτός κάτι. Δεν ήταν μ*** ο άνθρωπος, το είπε. Αλλά και ποιος ήθελε να του αρμόζει η ιδιότητα την οποία δηλώνει η λέξη που αρχίζει από μι; Το βλέπουμε τώρα, που το σχήμα της πυραμίδας αρχίζει κάπως να διακρίνεται. Οι Τσοχατζόπουλοι των εκατομμυρίων στην κορυφή, οι Κάντες με τις τσάντες των 650.000 δολαρίων κάπου στη μέση κι από κάτω οι φουκαράδες Τομπούλογλου για να μαζεύουν τα ψίχουλα των 25.000. Κι όλοι αυτοί μαζί, με τη νοοτροπία του Λιάπη: να νομίζουν ότι ο κόσμος τους ανήκει και να συμπεριφέρονται σαν φεουδάρχες στα πατρογονικά τους κτήματα.
Αλλά αυτό δεν ήταν κάτι που πάντα ακουγόταν; Και δεν ακουγόταν επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε όλοι να νιώθουμε ότι το ξέρουμε, ότι ήταν η πραγματικότητα, έστω και αν δεν είχε επισήμως αποδειχθεί; Καλύτερα, λοιπόν, να στρέψουμε την προσοχή στο καινούργιο, αντί να μηρυκάζουμε τη μιζέρια μιας εποχής που πρέπει να τελειώσει. Και το καινούργιο είναι ότι μάλλον αυξάνονται αυτοί τους οποίους οι Τομπούλογλου απαξιώνουν ως «μ***». Αυξάνονται, δηλαδή, εκείνοι που δεν ανέχονται άλλο να γίνονται θύματα του κάθε Τομπούλογλου και τον καταγγέλλουν στις Αρχές. Αυξάνονται επίσης οι περιπτώσεις κρατικών λειτουργών, που παρά τη μείωση των αμοιβών τους, εκπληρώνουν το καθήκον τους στο ακέραιο, χωρίς εκπτώσεις. Από τους δικαστικούς που δούλεψαν σκληρά για να βρεθεί η άκρη με τις μίζες του Τσοχατζόπουλου και του Κάντα, μέχρι τους αστυνομικούς που δεν ψάρωσαν με τη «μούρη» του Λιάπη, αλλά και τους πολιτικούς προϊσταμένους τους οι οποίοι στήριξαν και ενθάρρυναν τη στάση τους, μπορεί ο καθένας, αρκεί να έχει τη διάθεση, να αναγνωρίσει το καινούργιο και ελπιδοφόρο σε όλα αυτά που κάποτε δεν θα έρχονταν στη δημοσιότητα, επειδή το κλίμα της εποχής δεν θα το επέτρεπε, επειδή –είπαμε– κανείς δεν ήθελε να έχει τον ρόλο εκείνου που τον χαρακτηρίζει η λέξη από μι.
Δεν μειώνεται η σημασία των περιστατικών αυτών, επειδή δεν είναι όσα θα θέλαμε και δεν σημειώνονται όπου θα θέλαμε. Σημασία έχει ότι είναι εμφανώς περισσότερα απ’ ό,τι παλαιότερα και ότι σχηματίζουν μια τάση που πρέπει να ενισχυθεί. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο στο οποίο να μπορούμε να ελπίζουμε. Διότι οι νοοτροπίες δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι ξαφνικά θα κάνουμε το άλμα προς μια κοινωνία αγγέλων. (Αλλωστε, τα είπαμε αυτά, άγγελοι δεν υπάρχουν – μόνον Αγγλοι...) Ούτε μπορούμε να ελπίζουμε σε μαγικές συνταγές τις οποίες θα εφαρμόσουν οι «καλοί», που θα έλθουν για να εκδιώξουν τους «κακούς». Ο καθένας μας μπορεί να είναι εξίσου καλός ή κακός. Το μόνο που διαφοροποιεί την κοινωνική συμπεριφορά μας είναι οι θεσμοί, εφόσον λειτουργούν προς όφελος του συνόλου. Επομένως, αυτό που χρειάζεται δεν είναι ούτε ρητορείες ούτε φλυαρίες· είναι βήματα για την αναμόρφωση των θεσμών, ώστε να γίνουν αποτελεσματικότεροι, με ταυτόχρονη την αναγνώριση των παραδειγμάτων της καλής λειτουργίας τους και την έμπρακτη υποστήριξή τους. Δεν είναι καθόλου απλό ο καθένας να κάνει τη δουλειά του όσο πιο σωστά μπορεί, αλλά είναι το μόνο...