Ο θάνατος της αστικής ζωής
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Μπορεί να κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική, από τις αναθυμιάσεις της καμένης μελαμίνης και του βαμμένου ξύλου, όμως η κατάργηση της κεντρικής θέρμανσης στις περισσότερες πολυκατοικίες του κέντρου της πόλης έχει και ένα συμβολικό ειδικό βάρος.
Αν και δεν είμαι αρχιτέκτων, ούτε ιστορικός, θα διακινδυνεύσω μια εκτίμηση, κάτι σαν υπόθεση εργασίας. Η κεντρική θέρμανση που παρείχε η πολυκατοικία, υπήρξε ένα από τα κεντρικά κίνητρα της αστυφιλίας τη δεκαετία του πενήντα. Χωρίς, εννοείται, να αγνοηθούν όλοι οι υπόλοιποι ιστορικοί παράγοντες, ο εμφύλιος πόλεμος που διέλυσε τον πυρήνα του χωριού, η αδυναμία του μετεμφυλιακού κράτους να παράσχει υγεία και εκπαίδευση στην ορεινή και τη νησιωτική Ελλάδα, και το κίνητρο του εργολαβικού κέρδους μέσω της αντιπαροχής. Ο αγρότης προτιμούσε να γίνει θυρωρός στην Αθήνα, να ζει σ’ ένα υποφωτισμένο υπόγειο γιατί εκτός των άλλων είχε και κεντρική θέρμανση. Το καλοριφέρ ήταν το κατεξοχήν σύμβολο της αστικής ανάπτυξης.
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Την αστική Αθήνα την έχτισαν οι εσωτερικοί μετανάστες, οι οποίοι και έπνιξαν τα έργα ορισμένων επίλεκτων αρχιτεκτόνων, με υπογραφή, με αυτό το απρόσωπο κατασκεύασμα, χωρίς πρόσωπο και χαρακτηριστικά, προϊόν νομαδικής νοοτροπίας. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αντιμετώπιζε την εγκατάστασή του ως προσωρινή, εξ ου και η αδιαφορία για τον δημόσιο χώρο αλλά και για το ύφος της κατοικίας. Εφτανε η στοιχειώδης διαρρύθμιση και, εννοείται, η κεντρική θέρμανση. Δεν είναι τυχαίο ότι στις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα, όταν φτιαχνόταν η πόλη, δεν βρέθηκε ούτε ένας μυθιστοριογράφος για να αφηγηθεί την αστική ζωή – με δεδομένο ότι το μυθιστόρημα, όπως το ξέρουμε σήμερα, είναι παιδί της αστικής ζωής. Με μόνη εξαίρεση τον μεγάλο και παραγνωρισμένο από την κριτική Γιάννη Μαρή. Την πολυκατοικία πολλοί εμίσησαν, την κεντρική θέρμανση ουδείς. Ο πόλεμος κατά της πολυκατοικίας ξεκίνησε στη μεταπολίτευση. Οι γενιές των αρχιτεκτόνων που αποφοίτησαν από το Μετσόβιο Πολυτεχνείο υπήρξαν και οι πιο οργανωμένες ομάδες διανοουμένων της Αριστεράς. Ο πόλεμος ήταν κατά μείζονα λόγο αισθητικός, στρεφόταν κατά του εργολαβικού στυλ. Ηταν όμως και πολιτικός. Είχε ως στόχο τα οικοδομικά εκτρώματα που κληροδότησε η χούντα, και την ίδια την αστική ζωή, που είχε αρχίσει να γίνεται αφιλόξενη πριν καταντήσει απάνθρωπη. Με μία διαφορά. Οταν αυτοί οι ίδιοι αρχιτέκτονες έδωσαν δείγμα γραφής άρχιζαν να χτίζουν απομιμήσεις των πολυκατοικιών στα προάστια, οργάνωσαν την αρχιτεκτονική της μεζονέτας. Εκεί στεγάστηκαν οι νέοι εσωτερικοί μετανάστες, οι πρώην κάτοικοι του κέντρου που εγκατέλειψαν τα οικογενειακά τους διαμερίσματα γιατί χρειάζονταν γκαράζ, δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς πισίνα και ήθελαν να αναπνέουν γκαζόν. Τις δεκαετίες ογδόντα και ενενήντα το κέντρο εγκαταλείφθηκε. Προετοιμαζόταν για να υποδεχθεί τα κύματα των μεταναστών που το κατέκλυσαν την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας. Θυμάμαι τον φίλο Μισέλ Γκερέν, διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου, που μου έλεγε ότι δεν κρύωσε ποτέ στη ζωή του όσο στην Αθήνα. Ζούσε σ’ ένα διαμέρισμα της οδού Σίνα, απέναντι από το Ινστιτούτο, όπου, εννοείται, τα σώματα του καλοριφέρ ζεσταίνονταν για μερικές μόνον ώρες την ημέρα. Υπήρχε όμως η κεντρική θέρμανση, και ας λειτουργούσε σχεδόν συμβολικά.
Η πολυκατοικία είχε αρχίσει να πεθαίνει, μαζί με τον δημόσιο χώρο, που τον αποτέλειωσαν τα παιδιά της μεζονέτας τον Δεκέμβριο του 2008, σαν να ήθελαν να αποτελειώσουν το έργο που άρχισαν οι πατεράδες τους εγκαταλείποντας το κέντρο της Αθήνας. Με τις μεσαίες τάξεις αποδεκατισμένες, την ιδιοκτησία στην παρανομία και το πετρέλαιο είδος πολυτελείας, η αστική ζωή δίνει μάχες οπισθοφυλακής. Η Αθήνα είναι μια πόλη χωρίς αστική ζωή.