Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Μία ενδιαφέρουσα άποψη για τα Νέα Μέσα και την Ψηφιακή Τηλεόραση


Νέα Μέσα και Ψηφιακή Τηλεόραση: νέες προοπτικές για καινοτόμο εκπαίδευση.
Του Ιωάννη Παναγιωτόπουλου
(Πηγή : http://ipanagiotopoulos.wordpress.com)
Κυρίες και κύριοι,
Το 1970, ο μέσος όρος των αναλφάβητων σύμφωνα με τα στοιχεία της Unesco ακουμπούσε το 13,5% του συνολικού πληθυσμού. Ακριβώς 40 χρόνια μετά, το 2010, το ποσοστό έπεσε στο 1,6%, και θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι στα επόμενα δύο χρόνια θα βρίσκεται κάτω από το 1%.
Τα ποσοστά δείχνουν ότι η Ελληνική Πολιτεία έδειξε ιδιαίτερη φροντίδα ώστε το φαινόμενο του αναλφαβητισμού να εξαλειφθεί.
Βεβαίως, οι περισσότεροι θα αναρωτιέστε γιατί εδώ, σήμερα, κι ενώ έχουμε ήδη εισέλθει στην ψηφιακή εποχή, αναφέρομαι σε ένα πρόβλημα που ουσιαστικά πλέον δεν υφίσταται. Κι όμως, η σχέση είναι μεγάλη και ουσιώδης. Φανταστείτε έναν συμπολίτη μας, που δεν θα είχε τη δυνατότητα να διαβάσει τους υπότιτλους μιας ξένης τηλεοπτικής σειράς ή, χειρότερα, τον λογαριασμό του τηλεφώνου του. Η Ελληνική Πολιτεία πέτυχε λύσει αυτό το τόσο ουσιαστικό πρόβλημα.
Σήμερα, όμως, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα μορφή αναλφαβητισμού. Κάποιοι συμπολίτες μας είτε δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν τις τεχνολογικές προκλήσεις στον επαγγελματικό τους χώρο, είτε δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απλές ανάγκες που δημιουργεί η εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας στην καθημερινότητά τους. Η έλλειψη ικανότητας χρήσης των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, ο ψηφιακός αναλφαβητισμός, δημιουργεί χάσμα ανάμεσα σε όσους δύνανται και στους μη δυνάμενους να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών.
Είμαι βέβαιος ότι το ψηφιακό χάσμα δημιουργεί όρους αποκλεισμού, οδηγεί σε έλλειμμα δημοκρατίας, καθώς δεν επιτρέπει την ίση πρόσβαση στους πολίτες. Σαφώς λοιπόν απαιτείται δραστήρια κρατική δράση για τον περιορισμό του ψηφιακού αναλφαβητισμού.
Κυρίες και κύριοι,
το έτος που διάγουμε, θα χαρακτηρισθεί από την πλήρη μετάβαση στη ψηφιακή τηλεόραση. Θα ζήσουμε μια πραγματική επανάσταση, που σταδιακά θα αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε το μέγεθός της. Σε λίγα χρόνια η τηλεόραση δεν θα έχει καμία σχέση με αυτήν που γνωρίζουμε, απλά γιατί οι όροι τηλεθέασης θα έχουν αλλάξει. Αυτό σημαίνει ότι οι δυνατότητες ανάδρασης και περιήγησης θα είναι τεράστιες. Για παράδειγμα, ενώ παρακολουθούμε στις οθόνες μας την περιήγηση στην παραλία ενός νησιού, θα μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για αυτό: τι θερμοκρασία έχει εκείνη τη στιγμή ή τα εστιατόρια στην περιοχή που μπορούμε να επισκεφθούμε, κι ακόμα να πληροφορηθούμε πώς θα μεταβούμε στο νησί αυτό, να κλείσουμε τα εισιτήριά μας και να επιλέξουμε το ξενοδοχείο που θα καταλύσουμε. Ένα σύνολο δηλαδή από χρήσιμες πληροφορίες θα παρέχονται και θα τεκμηριώνουν την επιθυμία ή τις προσδοκίες μας. Θα μπορούμε να γνωρίσουμε τον τόπο που επιθυμούμε να κάνουμε διακοπές, πολύ πριν τον επισκεφθούμε.
Παράλληλα, όλα τα στοιχειά δείχνουν ότι οι τηλεθεατές που παραμένουν καθηλωμένοι μπροστά στον τηλεοπτικό δέκτη λιγοστεύουν. Η νέα γενιά όλο και περισσότερο αρνείται να εγκλωβιστεί μπροστά στις τηλεοράσεις της σε συγκεκριμένη ώρα, προκειμένου να παρακολουθήσει ένα επεισόδιο σειράς σε συνέχειες. Αντιθέτως, επιλέγει τη δικτυακή τηλεόραση, το streaming και το «κατέβασμα» σειρών.
Και ασφαλώς, έννοιες όπως κανάλι εθνικής εμβέλειας, πάροχος περιεχομένου θα το ονομάσουμε, αμφισβητούνται, αφού μέσω του διαδικτύου, ένας πάροχος περιεχομένου έχει τη δυνατότητα να αναμεταδίδει το πρόγραμμά του σε ολόκληρο τον κόσμο. Η έννοια της τηλεθέασης μεταβάλλεται, και επομένως, ένας περιφερειακός πάροχος περιεχομένου, της Μακεδονίας για παράδειγμα, είναι δυνατό να έχει μεγαλύτερη τηλεθέαση ανάμεσα σε Έλληνες της Γερμανίας και της Αυστραλίας από ό,τι εντός της Ελληνικής επικράτειας, λόγου χάρη στην Κρήτη. Έτσι, η πραγματική τηλεθέαση είναι πολλαπλάσια και μη μετρήσιμη, όπως αυτή τυπικά θα ήταν δυνατόν να μετρηθεί στον παραδοσιακό χώρο εμβέλειας ενός καναλιού. Άρα η μη μετρήσιμη τηλεθέαση, με τα κλασικά συστήματα, δημιουργεί ένα ουσιαστικό ζήτημα για το κράτος, αφού δεν έχει τη δυνατότητα να υπολογίσει το αντάλλαγμα που θα πρέπει να απαιτήσει από τους παρόχους περιεχομένου.
Αυτή η νέα πραγματικότητα δίνει νέες, καινοτόμες προοπτικές στην εκπαίδευση που στηρίζονται σε τέσσερις βασικές αρχές:
Τον ατομισμό: Οι νέες τεχνολογίες δίνουν την δυνατότητα σε κάθε μαθητή να επιλέξει εκείνο που του αρέσει ή του προκαλεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον, να αποκτήσει με άλλα λόγια όχι μόνο επίγνωση των ενδιαφερόντων και των ταλέντων του, αλλά και την ευθύνη για την καλλιέργειά τους με την βοήθεια και την καθοδήγηση βεβαίως του δασκάλου του.
Τη Δημοκρατία: Η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει στην εμπέδωση και την διεύρυνση της Δημοκρατίας με πολλούς τρόπους. Εμάς μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα να έχει ο κάθε μαθητής ελεύθερη πρόσβαση σε ένα ευρύ φάσμα εμπειρικών και επιστημονικών γνώσεων. Να μην υπάρχουν αποκλεισμοί και εξαιρέσεις σε αυτό το πεδίο.
Τον παιδοκεντρισμό: Οι τεχνολογικές εξελίξεις μας δίνουν την δυνατότητα να χτίσουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα, που θα εστιάζει στις ανάγκες και τις δυνατότητες του κάθε παιδιού ξεχωριστά. Με άλλα λόγια, έχουμε την δυνατότητα να δημιουργήσουμε μια γενιά που όλοι οι μαθητές θα είναι αριστούχοι.
Ο εμπειρισμός: Η μάθηση να μην γίνεται πλέον σε αποστειρωμένα περιβάλλοντα, αλλά οι μαθητές να καλούνται να μελετήσουν πραγματικές καταστάσεις και να επιλύσουν πραγματικά προβλήματα. Έτσι η σχολική τάξη δεν είναι πλέον ένας χώρος που παρέχονται ξερές γνώσεις ή (χειρότερα) ανεπεξέργαστες πληροφορίες, αλλά ένας τόπος που το παιδί μαθαίνει να κατανοεί και να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα.
Η εξέλιξη που σας περιγράφω στηρίζεται στις νέες θεωρίες για την σωματική και πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου και στοχεύει στην αξιοποίηση των νοητικών δυνατοτήτων των παιδιών. Απαιτεί δε τη συνέργεια πολλών και διαφορετικών φορέων. Πρακτικά, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την αξιολόγηση των προγραμμάτων, των δομών και, βεβαίως, όλων των συμμετεχόντων στην διαδικασία.
Η διαδικασία όμως της μάθησης δεν περιορίζεται μέσα στις σχολικές αίθουσες. Όπως και η ευθύνη για την διαμόρφωση των αυριανών πολιτών δεν βαρύνει μόνο τους δασκάλους και τους καθηγητές, αλλά όλους όσους έρχονται σε επαφή με άμεσο ή και έμμεσο τρόπο με τα παιδιά παρέχοντας πληροφορίες και πρότυπα.
Τα λέω αυτά για να υπογραμμίσω την ευθύνη των Νέων Μέσων και της Ψηφιακής Τηλεόρασης. Και τα δυο είναι τεχνολογικές εξελίξεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέσα στην τάξη από έναν δάσκαλο-καθοδηγητή, ο οποίος θα δείξει στα παιδιά πώς να επωφελούνται από τις δυνατότητες που τους δίνει η τεχνολογία και πώς να μην χάνονται στις κακοτοπιές, που υπάρχουν. Αλλά και εκτός σχολείου, στο σπίτι ή την διασκέδαση, που οι γνώσεις και τα πρότυπα περνάνε με πιο έμμεσο, αλλά εξίσου εναργή τρόπο στα παιδιά. Εδώ ο ρόλος της οικογένειας, αλλά και του κοινωνικού περιβάλλοντος εν γένει, είναι σημαντικός και αναγνωρίζεται από τις σύγχρονες εκπαιδευτικές θεωρίες.
Γι’ αυτό θεωρώ απαραίτητο το περιεχόμενο των προγραμμάτων να είναι υψηλού επιπέδου –και αναφέρομαι όχι μόνο στα προγράμματα της Δημόσιας Τηλεόρασης αλλά και της ιδιωτικής. Η ευθύνη σε αυτόν τον τομέα βαρύνει όλους μας.
Η Πολιτεία οφείλει να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να έχουν τα προγράμματα που απευθύνονται σε μαθητές. Επιδίωξή μας είναι να χρησιμοποιούνται παραδείγματα από την πραγματική ζωή και να δίνεται η δυνατότητα στα παιδιά να εξετάζουν το κάθε θέμα από πολλές γωνίες, ώστε να δοθεί ώθηση στην διεπιστημονικότητα και την συνεργασία. Παράλληλα, θέλουμε να αναδείξουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά, όχι μόνο τα μνημεία και τα έργα τέχνης, αλλά και τον άυλο πολιτισμό. Έχουμε κληρονομήσει έναν αξιακό κώδικα και έναν τρόπο ζωής που ορίζει έναν αρμονικό τρόπο ζωής του ατόμου σε σχέση με το περιβάλλον και τους συνανθρώπους του και μπορούμε να ωφεληθούμε πολλαπλώς από αυτά ειδικά στις σημερινές δύσκολες συνθήκες.
Όλα αυτά επιδιώκουμε να γίνουν με τον βέλτιστο τρόπο – όχι με τον παραδοσιακό της «Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης», που καθιστούσε τα παιδιά παθητικούς δέκτες. Αντιθέτως, θέλουμε τα νέα προγράμματα να χαρακτηρίζονται από διαδραστικότητα, να συμβάλουν στην ανάπτυξη του δημιουργικού εαυτού των παιδιών. Θέλουμε να δημιουργήσουμε πολίτες που θα διαθέτουν τις απαραίτητες χρηστικές γνώσεις, αλλά κι έναν ισχυρό κώδικα αξιών, κουλτούρα συνεργασίας, δημιουργικό πνεύμα, ανοιχτούς ορίζοντες.
Σχεδιάζουμε το μέλλον, αλλά δεν ξεχνάμε και το παρόν.
Η σύγχρονη πολιτική δράση οφείλει να καταλήξει και να επαναπροσδιορίσει τους τρόπους μετριασμού της ανισότητας, χωρίς να βλάπτει την οικονομική ανάπτυξη. Οι ακραίες απόψεις και τοποθετήσεις δεν δίνουν απαντήσεις, αλλά επιμερίζουν το ζήτημα, αποκόπτοντας τις λύσεις από τα προβλήματα. Αυτό το δίλημμα είναι ήδη στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης διεθνώς. Στον πυρήνα, βρίσκεται η αποτυχία των ιδεολογιών, στην οποία συμβάλει αποφασιστικά η εξέλιξη της τεχνολογίας, διαμορφώνοντας τους όρους μιας μετανεωτερικής υπέρβασης, και δημιουργώντας έναν κόσμο που φαντάζει χαοτικός. Η αναζήτηση της οδού προς την πρόοδο περνά μέσα από τα νέα μέσα, από τις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας που θα μειώσουν τις αποκλίσεις και τις αποστάσεις κάθε είδους, ενώ παράλληλα θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ώστε οι επόμενες γενιές να γεννήσουν και να αναγεννήσουν τον κόσμο στον οποίο έχουν κληθεί να ζήσουν.
Ολοκληρώνοντας, θέλω να σας εκφράσω τη βεβαιότητα, την απόλυτη βεβαιότητά μου ότι θα τα καταφέρουμε, με δικαιοσύνη και πρόοδο. Μέσα από τις δυνατότητες για καινοτομία στην εκπαίδευση που προσφέρει η νέα τεχνολογία η πρόοδος της πατρίδας είναι εφικτή, το όραμα της Ελλάδος που προχωρά, μπορεί να γίνει πραγματικότητα, ώστε οι νέες γενιές των Ελλήνων να μην εξαρτώνται από τα δανεικά των ξένων, αλλά να καρπώνονται τα οφέλη ενός κράτους που λειτουργεί για τους πολίτες και την κοινωνία που υπηρετεί.

Ομιλία που εκφωνήθηκε στα πλαίσια του Διεθνούς Συνεδρίου ”Εκπαίδευση και Καινοτομία στον 21ο αιώνα: Ανοίγοντας ορίζοντες στην αγορά εργασίας”, που διοργανώθηκε από τον Economist, τη Microsoft και το Βρετανικό Συμβούλιο.

* Ο κ. Ιωάννης Παναγιωτόπουλος είναι ο Γενικός Γραμματέας Μέσων Ενημέρωσης