Άγνωστες οι έμμεσες επιπτώσεις της απόφασης για την Κύπρο στην ελληνική οικονομία
Του Σωτήρη Νίκα
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Έμμεσες και άγνωστες είναι οι επιπτώσεις της απόφασης για την Κύπρο στην ελληνική οικονομία και τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται αυτή την περίοδο.
Ο υπουργός Οικονομικών, κ. Γ. Στουρνάρας, έσπευσε να δηλώσει ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι διασφαλισμένο, ενώ οι καταθέσεις στα υποκαταστήματα των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα εξαιρούνται της εισφοράς – «κουρέματος». Το πρόβλημα, όμως, εντοπίζεται αλλού και είναι διπλό:
1. Πολλοί είναι εκείνοι που είχαν μεταφέρει τις καταθέσεις τους σε κυπριακές τράπεζες, όταν το φάντασμα της χρεοκοπίας ήταν πάνω από την Ελλάδα. Και πρόκειται τόσο για φυσικά πρόσωπα, όσο και για επιχειρήσεις. Όλοι αυτοί θα υποστούν το «κούρεμα», όπως και οι υπόλοιποι που έχουν κεφάλαια σε τράπεζες της Κύπρου. Δηλαδή, η απόφαση του Eurogroup δεν κάνει διάκριση λαμβάνοντας υπόψη την προέλευση των καταθέσεων. Αφορά, όλες τις καταθέσεις σε τράπεζες που εδράζουν στην Κύπρο. Αυτό σημαίνει ότι αρκετοί πολίτες θα δουν τις καταθέσεις τους να «κουρεύονται». Το πιο επικίνδυνο, όμως, είναι ότι το ίδιο θα δουν και οι επιχειρήσεις, με τις συνέπειες να είναι άγνωστες για τη λειτουργία τους και εκείνους που απασχολούν. Ούτως ή αλλιώς η οικονομική κατάσταση των περισσοτέρων ελληνικών επιχειρήσεων είναι οριακή. Εάν υποστούν άλλη μία απώλεια, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει εάν θα αποτελέσει τη χαριστική βολή ή εάν θα είναι διαχειρίσιμη.
2. Σε επίπεδο πολιτικής διαπραγμάτευσης, η τρόικα δείχνει για άλλη μία φορά τα «δόντια της». Πρόκειται για ένα από τα σκληρότερα μέτρα που έχουν αποφασιστεί στο πλαίσιο των προγραμμάτων στήριξης στις χώρες της Ευρωζώνης και παρά τις διαψεύσεις που υπήρχαν τον τελευταίο μήνα στις σχετικές φήμες, τελικά υιοθετήθηκε. Και έρχεται την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση έχει πολλά ανοικτά μέτωπα με την τρόικα.
Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι θα ληφθεί παρόμοιο μέτρο για τις καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες. Η τρόικα, όμως, αποδεικνύει πως δεν πρόκειται να κάνει πίσω στις απαιτήσεις της που στην ελληνική περίπτωση αφορούν τις υποχρεωτικές αποχωρήσεις από το Δημόσιο, τις δημοσιονομικές «τρύπες» που έχουν εντοπιστεί, την πιστή εφαρμογή των συμφωνηθέντων για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών και τα υπόλοιπα ανοικτά ζητήματα.