Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Μία ενδιαφέρουσα ανάλυση γιατί οι τιμές βασικών ειδών διατροφής διατηρούνται στα ύψη



Φθηνό το ψωμί, αλλά ακριβό το γάλα...
Σύγκριση στις τιμές 18 προϊόντων σε Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο – Σε ποια είδη κρατάμε τα σκήπτρα
Της Δήμητρας Μανιφάβα
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Αντοχές εμφανίζουν ακόμη οι τιμές σε βασικά είδη διατροφής στην Ελλάδα, παρά τη συνεχιζόμενη υποχώρηση της κατανάλωσης.
Η μικρή αποκλιμάκωση του τιμάριθμου που παρατηρήθηκε το 2012 είναι ωστόσο μια κάποια θετική εξέλιξη, ειδικά εάν πρόκειται για τάση που φαίνεται ότι θα συνεχισθεί.
Ερευνα της «Κ» σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες, για τις τιμές που ισχύουν σε βασικά επώνυμα είδη μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, δείχνει ότι η Ελλάδα παραμένει μια σχετικά ακριβή αγορά, δεδομένης της δραματικής υποχώρησης των μισθών την τελευταία τριετία και της επακόλουθης συρρίκνωσης της κατανάλωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι το θέμα των τιμών απασχολεί έντονα την κυβέρνηση, αλλά και την τρόικα, ενώ πρόσφατα και ο επικεφαλής της Task Force Χορστ Ράιχενμπαχ τόνισε την ανάγκη εφαρμογής πολιτικών για «μεγαλύτερη ευελιξία των τιμών».
Με βάση τα αποτελέσματα της τιμοληψίας σε Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο για 18 προϊόντα, προκύπτει ότι η Ελλάδα είναι η ακριβότερη μεταξύ των πέντε σε τρία προϊόντα. Πρόκειται για το γάλα και τα αυγά, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της διατροφής, και στα οποία η χώρα μας εμφανίζεται με μέση τιμή στο μεν γάλα κατά 81% ακριβότερη από τη φθηνότερη μεταξύ των «5», ενώ στα αυγά με διπλάσια τιμή από αυτή που ισχύει στην Ισπανία.
Υπενθυμίζεται ότι το 2011 η Ελλάδα ήταν, σύμφωνα και με τα στοιχεία της Eurostat, η ακριβότερη χώρα στα γαλακτοκομικά προϊόντα με τιμές κατά 31,5% ακριβότερες σε σχέση με τον μέσο κοινοτικό όρο. Το διάστημα, εξάλλου, Δεκεμβρίου 2011-Δεκεμβρίου 2012, η κατηγορία γαλακτοκομικών-αυγών αυξήθηκε κατά 1% σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κυρίως λόγω της αύξησης της τιμής των αυγών.
«Αδύνατος κρίκος» για την ελληνική αγορά παραμένουν και τα δημητριακά, με την Ελλάδα να είναι επίσης η ακριβότερη χώρα και με την τιμή να αποκλίνει κατά 66% περίπου σε σχέση με τη φθηνότερη, στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε πέντε προϊόντα είναι η δεύτερη ακριβότερη μεταξύ των πέντε χωρών, τα περισσότερα εκ των οποίων αφορούν είδη καθαριότητας σπιτιού και ατομικής υγιεινής,τα οποία στην πλειονότητά τους εισάγονται στην Ελλάδα και για τα οποία ακόμη δεν έχει αναπτυχθεί έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών.
Προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας
Το τελευταίο, αντιθέτως, συμβαίνει στην περίπτωση των απορρυπαντικών, όπου η Ελλάδα βρίσκεται «στη μέση» σε ό,τι αφορά το επίπεδο τιμών των πέντε χωρών. Η μεγάλη διείσδυση και στην Ελλάδα των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στην κατηγορία αυτή και η απώλεια μεριδίων των «επώνυμων» οδήγησε τους πολυεθνικούς κολοσσούς που δραστηριοποιούνται στα προϊόντα αυτά να μειώσουν, ειδικά τον τελευταίο χρόνο, σημαντικά τις τιμές, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μην περιλαμβάνεται πλέον μεταξύ των ακριβότερων στην Ευρώπη, αλλά βεβαίως να μην είναι και από τις φθηνότερες.
Αποτέλεσμα του ανταγωνισμού είναι και η χαμηλή σχετικά τιμή του ψωμιού στην Ελλάδα. Η δραστηριοποίηση στον τομέα αυτό χιλιάδων επιχειρήσεων βιοτεχνικής αρτοποιίας, αλλά και των αρτοβιομηχανιών, σε συνδυασμό με την υποχώρηση της κατανάλωσης, είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο η τιμή του βασικού αυτού αγαθού να είναι η χαμηλότερη μεταξύ των πέντε χωρών, αλλά να έχει υποχωρήσει σε σχέση με τρία χρόνια πριν και κατά μέσο όρο να κινείται πλέον στα 0,60 ευρώ η φραντζόλα των 350 γραμμαρίων.
Καθοριστικό ρόλο, πάντως, στη διατήρηση των τιμών στην ελληνική αγορά σε υψηλά επίπεδα διαδραματίζει η υψηλή φορολογία και κυρίως ο ΦΠΑ. Στην Ελλάδα ο συντελεστής ΦΠΑ για τα τρόφιμα είναι 13%, έναντι 7% στη Γερμανία, 5,5%-7% στη Γαλλία, 4%-10% στην Ισπανία και μηδενικό ΦΠΑ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στα απορρυπαντικά επιβάλλεται συντελεστής ΦΠΑ στην Ελλάδα 23%, ενώ στις υπόλοιπες τέσσερις χώρες είναι 19%-20%. Διαφοροποίηση παρατηρείται και στις τιμές των αναψυκτικών και της μπίρας, καθώς η Ελλάδα έχει επίσης τον υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ, 23%, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες τέσσερις χώρες.
Σημειώνεται ότι για τις ανάγκες αυτής της ενδεικτικής έρευνας-τιμοληψίας, ελήφθησαν υπόψη προϊόντα που πωλούνται και στις πέντε χώρες σε ίδιες συσκευασίες (σε διαφορετική περίπτωση, έχει γίνει αναγωγή στη μονάδα) και με μεγάλα μερίδια αγοράς.
Το Παρατηρητήριο και ο ρόλος του
Εργαλείο στη μάχη των καταναλωτών κατά της ακρίβειας αποτελεί το Παρατηρητήριο Τιμών, που λειτουργεί στην ηλεκτρονική σελίδα www.e-prices.gr και παρέχει τη δυνατότητα σύγκρισης των τιμών πώλησης περισσότερων από 1.500 προϊόντων σε 1.000 σημεία πώλησης (βασικά σούπερ μάρκετ). Το Παρατηρητήριο Τιμών καλύπτει και τις 13 Περιφέρειες (από μία έως τέσσερις πόλεις).
Ο καταναλωτής μπορεί όχι μόνο να δει συγκεκριμένα τις τιμές ανά κατηγορία προϊόντος (π.χ. παστεριωμένο γάλα), αλλά και να εντοπίσει τις διαφορές τιμών σε συγκεκριμένο προϊόν (δηλαδή το συγκεκριμένο γάλα της «τάδε» εταιρείας). Μάλιστα, μπορεί να δει και τις τιμές που έχουν τα σούπερ μάρκετ τα οποία βρίσκονται κοντά του. Επιπλέον, μπορεί να πραγματοποιήσει αυτές τις συγκρίσεις και για το καλάθι προϊόντων που θέλει να αγοράσει. Βεβαίως, η ιστοσελίδα απαιτεί εξοικείωση στους υπολογιστές, με αποτέλεσμα για μεγάλο μέρος του πληθυσμού να είναι δύσκολη η χρήση της. Πάντως η επισκεψιμότητά της βαίνει αυξανόμενη, ειδικά μετά την τηλεοπτική της προβολή από τον Αύγουστο του 2012. Η αυξημένη κίνηση υποχρέωσε μάλιστα το υπουργείο Ανάπτυξης να προχωρήσει στην προμήθεια συμπληρωματικής μνήμης τον Σεπτέμβριο του 2012.

Οι έξι βασικές αιτίες του προβλήματος
Του Γιαννη Ελαφρου
Πόσοι γνωρίζουμε ότι στα 7,5 ευρώ που αγοράζουμε μία φιάλη τσίπουρου, τα 5 ευρώ είναι φόρος; Ή ότι από τα 1,7 ευρώ του λίτρου της βενζίνης, το 1,1 πηγαίνει στη φορολογία; Φωτίζει αυτό άραγε το βασανιστικό ερώτημα «γιατί δεν πέφτουν οι τιμές;». Ερώτημα που τίθεται από εκατομμύρια πολίτες, που έχουν δει τα εισοδήματά τους να μειώνονται κατά πολύ, με αποτέλεσμα η αγοραστική τους δύναμη να έχει γίνει... αδυναμία.
Πριν απαντήσουμε, ας σημειώσουμε ότι το 2012 ο πληθωρισμός έμεινε στο 0,8%. Στις περισσότερες ομάδες καταγράφηκε μείωση: 0,6% στη διατροφή, 3,9% στις εκπαιδευτικές δαπάνες (μείωση διδάκτρων), 3,9% στις επικοινωνίες, στα ενοίκια κ.λπ. Αυξημένες ήταν μόνο τρεις κατηγορίες: έξοδα στέγασης κατά 11,1% (λόγω των αυξήσεων για θέρμανση), ένδυση και υπόδηση (5,3%) και μεταφορές (1,6%), κυρίως λόγω βενζίνης. Βεβαίως, όταν καταρρέουν τα οικογενειακά εισοδήματα, οι ανεπαίσθητες μειώσεις (ύστερα από τρία χρόνια ανόδου, εν μέσω ύφεσης) έχουν μηδαμινή αξία.
Γιατί λοιπόν οι τιμές διατηρούνται στα ύψη;
- Ο πρώτος λόγος είναι η ιδιαίτερα υψηλή φορολογία. Επιπροσθέτως, η απογείωση των τιμών των καυσίμων, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ, έχει διευρύνει πολύ τα έξοδα παραγωγής, μεταφοράς, αποθήκευσης και τελικής διάθεσης των προϊόντων.
- Δεύτερον, μεγάλο μέρος της κατανάλωσης ακόμα εισάγεται και δεν επηρεάζεται από την καθίζηση του εργασιακού κόστους στην Ελλάδα. Απεναντίας, συνεχίζονται πρακτικές αυξημένων τιμολογίων σε σχέση με το εξωτερικό, με την πραγματική ή προσχηματική δικαιολογία του αυξημένου κόστους μεταφοράς. Το 2012 για παράδειγμα, η αυξημένη τιμή του κυρίως εισαγόμενου κόκκινου κρέατος (βόειου και χοιρινού) οδήγησε σε αύξηση 1,81% την κατηγορία του κρέατος.
- Τρίτον, ειδικό πρόβλημα αποτελούν οι «ενδοομιλικές συναλλαγές» που πραγματοποιούν πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες εισάγουν προϊόντα από το εξωτερικό (για να αποφύγουν την υψηλή φορολογία στην Ελλάδα), αλλά σε πολύ αυξημένες τιμές. Πρόκειται για παράνομη πρακτική, αλλά τα τελευταία χρόνια μόνο δύο περιπτώσεις έχουν «συλληφθεί».
- Τέταρτον, όπως έχει καταγγείλει η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς χονδρικού εμπορίου διευκολύνει τη δημιουργία «καρτέλ», όπως στην αγορά κοτόπουλου που εντοπίστηκε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Επίσης, με εναρμονισμένες πρακτικές, εταιρείες λιανικής κρατούν τις τιμές ψηλά. Αλλες εταιρείες προσπαθούν να αντισταθμίσουν την πτώση του τζίρου λόγω της μειωμένης κατανάλωσης, με διατήρηση υψηλών περιθωρίων κέρδους.
- Πέμπτον, η χρηματοδοτική ασφυξία και η έλλειψη ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις οδηγεί και σε αύξηση του κόστους, καθώς αναγκάζονται να εξοφλήσουν απούλητα προϊόντα και να δανειστούν πανάκριβα.
- Εκτον, η ΕΣΕΕ μιλάει για μια σειρά γραφειοκρατικών εμποδίων (π.χ. απαγόρευση μεταφοράς νωπών προϊόντων μαζί με άλλα είδη) που αυξάνουν περαιτέρω το κόστος.
Η κυβέρνηση περιμένει πολλά από την απελευθέρωση της αγοράς και των επαγγελμάτων (όπως των μεταφορών). Αναφέρεται για παράδειγμα η μείωση έως και 20% της τιμής του βρεφικού γάλακτος από τη στιγμή που επιτράπηκε η διάθεση και εκτός φαρμακείων. Εντός της βαθιάς ύφεσης όμως δεν πραγματοποιούνται επενδύσεις που να αξιοποιούν τα νέα πεδία, άρα δεν υπάρχει θετική μεταβολή.