Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Ένα ενδιαφέρον άρθρο του Foreign Affairs για τo φυσικό αέριο στην Αν. Μεσόγειο


Προβλήματα στην Αν. Μεσόγειο…
Η επερχόμενη ορμή για το φυσικό αέριο
Yuri M. Zhukov
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/
Τα τελευταία χρόνια, οι διαφωνίες για τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας έχουν γίνει πρωτοσέλιδα σε όλο τον κόσμο. Αλλά μια άλλη Θάλασσα - η Μεσόγειος - γίνεται γρήγορα τόσο ασταθής όσο και η ανατολική ξαδέλφη της.
Οι ερευνητικές γεωτρήσεις κοντά στις ακτές της Κύπρου, της Αιγύπτου, του Ισραήλ, του Λιβάνου, της Συρίας και της Τουρκίας εντόπισαν τεράστια αποθέματα [1] φυσικού αερίου. Ο ανταγωνισμός για τα δικαιώματα για την αξιοποίηση αυτών των πόρων επιδεινώνει τις υφιστάμενες εντάσεις για την κυριαρχία και τα θαλάσσια σύνορα. Χωρίς την πιο ενεργή εμπλοκή εξωτερικών δυνάμεων, αυτές οι διαφωνίες θα είναι δύσκολο να επιλυθούν.
Το Ισραήλ φαίνεται να είναι ο κύριος αποδέκτης του πλούτου της ανατολικής Μεσογείου, κάτι που οφείλεται κυρίως στη γεωγραφική κατανομή των πρόσφατων ανακαλύψεων. Το 2009 και το 2010, δύο αμερικανο-ισραηλινές κοινοπραξίες [2] που εξερευνούσαν τον βυθό κοντά στην Χάιφα ανακάλυψαν τα πεδία Tamar και Leviathan, τα οποία περιέχουν κατ’ εκτίμηση συνολικά περίπου 26 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια (TCF) φυσικού αερίου. Η χρονική συγκυρία αυτών των ανακαλύψεων ήταν ευνοϊκή. Από την αρχή της Αραβικής Άνοιξης, το Ισραήλ έχει αντιμετωπίσει συχνές διακοπές τροφοδοσίας και το ενδεχόμενο της λύσης του συμβολαίου της με την Αίγυπτο, η οποία παρείχε κατά το παρελθόν το 40% [3] του φυσικού αερίου που καταναλώνεται στο Ισραήλ, σε τιμές χαμηλότερες της αγοράς. Τα πεδία Tamar και Leviathan, όταν αναπτυχθούν, θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του Ισραήλ για ηλεκτρική ενέργεια στα επόμενα 30 χρόνια και ακόμη και να του επιτρέψουν να γίνει καθαρός εξαγωγέας ενέργειας.
Ο Λίβανος - με τον οποίο το Ισραήλ δεν έχει διευθετήσει τα θαλάσσια σύνορα του - έχει δηλώσει ότι ένα μέρος του πεδίου Λεβιάθαν συμπίπτει με μια περιοχή 330 τετραγωνικών μιλίων που και οι δύο χώρες υποστηρίζουν ότι αποτελεί τμήμα των προστατευόμενων οικονομικών ζωνών τους (ΑΟΖ). Αυτή η διαφορά, σε συνδυασμό με την απειλή της Χεζμπολάχ να επιτεθεί [4] στις εξέδρες φυσικού αερίου του Ισραήλ, έχει αυξήσει τον φόρτο εργασίας στο μικρό ναυτικό του Ισραήλ. Μέχρι πρόσφατα, ο πρωταρχικός στρατηγικός στόχος του ισραηλινού ναυτικού ήταν η παράκτια άμυνα και η διατήρηση του αποκλεισμού της Γάζας. Για να εξοπλίσει τον στόλο για την προστασία των υπεράκτιων εξέδρων άντλησης φυσικού αερίου, ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας Εχούντ Μπαράκ και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Benny Gantz έχουν εγκρίνει ένα σχέδιο [5] για την προμήθεια τεσσάρων νέων πολεμικών πλοίων. Το Ισραήλ έχει επίσης εργαστεί για να επεκτείνει την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική συνεργασία με άλλους τοπικούς φορείς, ιδιαίτερα την Κύπρο.
Αφότου η Κύπρος υπέγραψε συμφωνία για τα θαλάσσια σύνορα με το Ισραήλ το 2010, έχει γίνει η δεύτερη κύρια ωφελημένη χώρα από τον πυρετό του φυσικού αερίου. Το νησί βρίσκεται στην μέση της πιο πιθανής ισραηλινής οδού εξαγωγής του φυσικού αερίου προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Η Κύπρος επίσης διεκδικεί τα δικά της κοιτάσματα φυσικού αερίου. Το πεδίο Αφροδίτη, το οποίο βρίσκεται δίπλα στο Λεβιάθαν, μπορεί να περιέχει έως και επτά TCF φυσικού αερίου - αρκετά για να καλύψουν τις ελληνοκυπριακές εγχώριες καταναλωτικές ανάγκες για τις επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο, ακόμη και αυτό το πεδίο αμφισβητείται από άλλους. Η αποσχισθείσα Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (σ.τ.μ.: δηλαδή, το ψευδοκράτος) υποστηρίζει ότι έχει συνιδιοκτησία επί των φυσικών πόρων του νησιού και έχει αντιταχθεί στις προσπάθειες της Λευκωσίας να υπογράψει μονομερώς [3] συμβάσεις υπεράκτιων γεωτρήσεων.
Όπως η Βόρεια Κύπρος και ο Λίβανος, η Τουρκία βλέπει με ανησυχία την ισραηλινο-κυπριακή φλέβα φυσικού αερίου. Η Άγκυρα δεν αναγνωρίζει τις συνοριακές συμφωνίες της Κύπρου με τους γείτονές της και φοβάται ότι οι Τουρκοκύπριοι θα αποκλειστούν από τα μελλοντικά κέρδη του φυσικού αερίου της Λευκωσίας. Η Τουρκία βλέπει επίσης μια πιθανή διαδρομή εξαγωγής αερίου μέσω Κύπρου και Ελλάδας ως απειλή για τις φιλοδοξίες της να γίνει χώρα διέλευσης φυσικού αερίου από την Κασπία και την Κεντρική Ασία προς την ευρωπαϊκή αγορά. Έτσι, η Άγκυρα έχει διαμαρτυρηθεί για τη συνεργασία μεταξύ του Ισραήλ και της Κύπρου και υποστηρίζει την θέση του Λιβάνου για τις συνοριακές διαφορές του με το Ισραήλ. Προς επίρρωσιν των ανωτέρω, η Τουρκία έχει προγραμματίσει μεγάλες ναυτικές ασκήσεις ώστε να συμπέσουν με γεωτρήσεις των Ελληνοκυπρίων εργολάβων και έχει στείλει τα δικά της ερευνητικά σκάφη σε αμφισβητούμενα ύδατα, απειλώντας να προχωρήσει σε γεωτρήσεις για λογαριασμό των Τουρκοκυπρίων στο «οικόπεδο» Αφροδίτη [6] - το οποίο βρίσκεται εν μέρει μέσα στην οικονομική ζώνη του Ισραήλ.
Οι κινήσεις αυτές γίνονται κατά τη διάρκεια μιας περιόδου συνεχιζόμενης επιδείνωσης των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων, που σηματοδοτήθηκε κυρίως από την επιβίβαση ισραηλινών κομάντο σε τουρκικό πλοίο που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στην Γάζα τον Μάιο 2010. Αυτό και άλλα γεγονότα οδήγησαν την Τουρκία να διαθέσει περισσότερους πόρους για να εξασφαλίσει την ασφαλή διέλευση των πολιτικών και εμπορικών πλοίων της στην Ανατολική Μεσόγειο. Ως η μεγαλύτερη και πιο ικανή δύναμη θαλάσσιας περιοχής - μπορεί να υπερηφανεύεται για ένα μίγμα 200 πλοίων από φρεγάτες, κορβέτες, τακτικά υποβρύχια, σκάφη ταχείας επέμβασης, αμφίβια σκάφη και πλοία εφοδιασμού - ο τουρκικός στόλος υιοθέτησε με χαρά αυτή την διευρυμένη αποστολή του.
Τα δύο άλλα παράκτια κράτη της περιοχής – η Αίγυπτος και η Συρία – είναι πολύ απασχολημένα με την εγχώρια αναταραχή που αντιμετωπίζουν,για να δημιουργήσουν μια συνεκτική απάντηση στις υπεράκτιες ανακαλύψεις φυσικού αερίου. Η Αίγυπτος είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός φυσικού αερίου της Αφρικής, με 77 TCF αποδεδειγμένων αποθεμάτων, το 80% εκ των οποίων βρίσκεται στο Δέλτα του Νείλου και την Μεσόγειο. Ωστόσο, η μετεπαναστατική αναταραχή έχει θέσει αμφιβολίες για την αξιοπιστία του Καΐρου ως ενεργειακού προμηθευτή, επιβραδύνοντας την εξερεύνηση και εκθέτοντας μια σειρά από προκλήσεις για την ασφάλεια των σχετικών αγωγών. Εν τω μεταξύ, οι εξερευνήσεις στη Συρία έχουν σχεδόν σταματήσει λόγω της συνεχιζόμενης βίας και των σκληρών διεθνών κυρώσεων. Το ότι η Συρία δεν έχει μια συμφωνία για τα όρια της αποκλειστικής της οικονομικής ζώνης με την Κύπρο είναι ανησυχητικό για τη σταθερότητα στο μέλλον, ιδιαίτερα αν ένα περισσότερο φιλικό προς την Άγκυρα καθεστώς αντικαταστήσει εκείνο του Μπασάρ αλ-Άσαντ. Τελικά, τόσο η Αίγυπτος όσο και η Συρία θα αναδυθούν από την πολιτική κρίση και θα επαναβεβαιώσουν την θέση τους στην περιοχή.
Παρά το γεγονός ότι μια ανοικτή ναυτική σύγκρουση στην ανατολική Μεσόγειο είναι απίθανη στο εγγύς μέλλον, μια ακούσια κλιμάκωση λόγω επεισοδίων στη θάλασσα γίνεται όλο και πιο πιθανό σενάριο. Καθώς οι στόλοι της περιοχής αρχίζουν να επιχειρούν σε κοντινότερη απόσταση και με μεγαλύτερη συχνότητα, ακόμη και ένα μικρό ατύχημα ή μια προβοκάτσια μπορεί να εκληφθεί ως πράξη επιθετικότητας. Επικίνδυνοι ελιγμοί - όπως η παρεμβολή σε ναυτικούς σχηματισμούς, οι τακτικές καταναγκασμού (όπως όταν ένα πλοίο μιας ναυτικής δύναμης αναγκάζει ένα πολεμικό πλοίο άλλης δύναμης να αλλάξει κατεύθυνση), οι εικονικές επιθέσεις, οι προσεγγίσεις πλοίων με χαμηλές πτήσεις πολεμικών αεροσκαφών, καθώς και άλλες ενέργειες «στενής επαφής» - είναι πιθανό να γίνουν πιο συχνές. Σε ένα κλίμα διαρκούς καχυποψίας και αβεβαιότητας, τέτοιες προκλήσεις μπορούν εύκολα να προσκαλέσουν αντίποινα.
Η τάση μπορεί να εκτονωθεί με διάφορους τρόπους. Κατ’ αρχήν, η επέκταση και η συστηματοποίηση πολυεθνικών ναυτικών ασκήσεων θα μπορούσε να εμβαθύνει τις στρατιωτικές επαφές μεταξύ των χωρών της περιοχής και να κάνει λιγότερο πιθανό έναν λάθος υπολογισμό. Ωστόσο, οι ασκήσεις αυτές γίνονται όλο και πιο σπάνιες [7]. Η Τουρκία δεν έχει πραγματοποιήσει συνδυασμένες ασκήσεις με το Ισραήλ από το 2009, παρά το γεγονός ότι συμμετέχει τακτικά σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες με συμμάχους του ΝΑΤΟ, όπως η Ελλάδα. Το ισραηλινό ναυτικό δεν έχει συμμετάσχει σε μεγάλους πολυεθνικούς ελιγμούς από το 2006, με την εξαίρεση των δύο (υψηλής δημοσιότητας) ασκήσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι μικροσκοπικοί στόλοι του Λιβάνου, της Κύπρου και της Συρίας είναι ακόμα πιο απομονωμένοι.
Η περιοχή θα ωφεληθεί περισσότερο από την αναζωογόνηση των προσπαθειών για την αντιμετώπιση των βαθύτερων πολιτικών διαφορών. Μια σύγκρουση θα είναι πολύ λιγότερο πιθανή αν το Ισραήλ και ο Λίβανος οριοθετήσουν τα θαλάσσια σύνορά τους, εάν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι συμφωνήσουν σε μια προσωρινή συμφωνία κατανομής των εσόδων από το αέριο, και αν το Ισραήλ και η Τουρκία καταλήξουν σε μια συμφωνία για τα επεισόδια στη θάλασσα. Αλλά το «παράθυρο ευκαιρίας» για την επίτευξη αυτών των συμφωνιών κλείνει. Μόλις οι νέες προμήθειες φυσικού αερίου φθάσουν στις εγχώριες και τις διεθνείς αγορές (με αρχή τα μέσα του 2013), η μόχλευση του Ισραήλ και της Κύπρου θα αυξηθεί. Γνωρίζοντάς το αυτό, ο Λίβανος, η Βόρεια Κύπρος και η Τουρκία θα είναι επιφυλακτικές απέναντι στις προθέσεις του Ισραήλ και της Κύπρου να προσκολληθούν σε οποιονδήποτε διακανονισμό επιτεύχθηκε ήδη.
Λόγω αυτών των δεσμευτικών προβλημάτων, οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια για την επίλυση μιας σύγκρουσης θα απαιτούσε τη διαμεσολάβηση και την επιβολή μιας εξωτερικής δύναμης. Μια νέα δυναμική Ρωσία εμφανίζεται πρόθυμη να παίξει αυτό το ρόλο, αλλά η ουδετερότητα και η ικανότητά της για προβολή δύναμης παραμένουν αμφίβολες. Η χώρα κατέχει περίπου το ένα τέταρτο των συνολικών αποδεδειγμένων αποθεμάτων φυσικού αερίου στον κόσμο (στα 1.680 TCF [8]) και υπολογίζεται, κατά μέσο όρο, ότι είναι ο πάροχος του 71% των εισαγωγών φυσικού αερίου [9] της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Η μελλοντική παραγωγή στην Ανατολική Μεσόγειο πολύ οριακά θα αντισταθμίσει τη δεσπόζουσα θέση της Ρωσίας στην αγορά. Παρ’ όλα αυτά, η κρατική Gazprom επιδιώκει μια οικονομική συμμετοχή στην ανάπτυξη των τοπικών πόρων φυσικού αερίου. Αναζητεί ενεργά άδειες παραγωγής από «οικόπεδα» του Ισραήλ και της Κύπρου και προσφέρθηκε να βοηθήσει στην ανάπτυξη των υποδομών υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Το Ισραήλ και η Κύπρος βλέπουν την Ρωσία τόσο ως πηγή τεχνικής εξειδίκευσης όσο και ως πηγή δυνητικής πολιτικής στήριξης. Η Ρωσία έχει επανειλημμένα επιβεβαιώσει το δικαίωμα της Κύπρου να εξερευνά υπεράκτια πεδία στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της. Και το ρωσικό ναυτικό προσπάθησε να αποκαταστήσει την κάποτε τρομερή παρουσία του στην περιοχή - η οποία κορυφώθηκε στα 96 πολεμικά πλοία κατά τη διάρκεια του πολέμου του Γιομ Κιπούρ το 1973, μειώθηκε σε περίπου πέντε με οκτώ πλοία ως το 1991, και έπεσε στο μηδέν κατά το μεγαλύτερο μέρος της μετα-ψυχροπολεμικής περιόδου . Από το 2011, η Ρωσία έχει πραγματοποιήσει τρεις γύρους ναυτικών ασκήσεων στη Μεσόγειο, σε μια κλίμακα που δεν είχε παρατηρηθεί ξανά από τη σοβιετική εποχή. Στον τελευταίο γύρο [10], τον Ιανουάριο του 2013, συμμετείχαν περισσότερα από 20 πολεμικά πλοία επιφανείας και υποβρύχια από τους στόλους της Μαύρης Θάλασσας, της Βαλτικής και της Βόρειας Θάλασσας, καθώς και αεροσκάφη μεγάλων αποστάσεων από την Τέταρτη Διοίκηση Αεροπορικών Δυνάμεων και την Διοίκηση Δυνάμεων Αεροπορικής Άμυνας. Οι ασκήσεις κάλυψαν πάνω από 21.000 ναυτικά μίλια και δοκίμασαν τις αντοχές των συστημάτων διοίκησης και ελέγχου σε μια σειρά από σενάρια - από τη διαχείριση καταστροφών και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας ως την αεράμυνα και τον ανθυποβρυχιακό πόλεμο. Σχολιάζοντας τις ασκήσεις, ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ [11] είπε: «Δεν ενδιαφερόμαστε για περαιτέρω αποσταθεροποίηση της περιοχής της Μεσογείου, και η παρουσία του στόλου μας είναι ένας άνευ όρων παράγοντας σταθερότητας».
Ωστόσο, η ικανότητα της Ρωσίας να διατηρήσει την παρουσία της στην ανατολική Μεσόγειο εξαρτάται εν μέρει από το τι συμβαίνει στη Συρία - και η σύγκρουση εκεί δεν κλίνει προς όφελος της Μόσχας. Η Συρία είναι ο κύριος εταίρος της Μόσχας στην περιοχή και φιλοξενεί την μόνη στρατιωτική βάση της Ρωσίας έξω από την πρώην Σοβιετική Ένωση - ένα ναυτικό σταθμό τροφοδοσίας και συντήρησης στην Ταρτούς. Παρά το γεγονός ότι το ρωσικό ναυτικό ελπίζει να διατηρήσει αυτή τη δυνατότητα, αρχίζει να λειτουργεί με βάση την υπόθεση ότι το καθεστώς Άσαντ θα πέσει. Αντί να προσπαθήσει να υπερασπιστεί την βάση του, αν το καθεστώς Άσαντ καταρρεύσει, το ρωσικό ναυτικό είναι πιο πιθανό να την εκκενώσει. Στην περίπτωση αυτή, η Ρωσία θα προσπαθήσει ακόμα πιο σκληρά να καλλιεργήσει συνεργασίες με το Ισραήλ και την Κύπρο, όπως αποδεικνύεται από τα πρόσφατα σήματα για μια οικονομική διάσωση της Κύπρου από την Ρωσία [12]. Ωστόσο, η προοπτική μιας μετεγκατάστασης των ρωσικών ναυτικών εγκαταστάσεων σε μια από αυτές τις χώρες παραμένει αδύναμη, οπότε η ικανότητα προβολής ισχύος της Ρωσίας κατά πάσα πιθανότητα θα μείνει περιορισμένη για το προσεχές μέλλον.
Ως σύμμαχος και εταίρος των περισσότερων εκ των πλευρών στη σύγκρουση, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να φαίνεται ότι ταιριάζουν καλύτερα στο ρόλο εκείνου που διευθετεί την περιφερειακή ασφάλεια. Ωστόσο, νέα ερωτήματα έχουν προκύψει σχετικά με την αξιοπιστία τους ως εξισορροπητική, σταθεροποιητική δύναμη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τρία κύρια συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο: Επιδιώκουν να διατηρηθεί η οικονομική και φυσική ασφάλεια των συμμάχων τους, να κρατηθεί η περιοχή ενσωματωμένη στις παγκόσμιες αγορές και να εξασφαλιστεί η ασφάλεια των αμερικανών πολιτών και των εργαζομένων στον τομέα της ενέργειας. Η θέση της Ουάσινγκτον για τις τοπικές διαφορές επί του φυσικού αερίου είναι ουσιαστικά παρόμοια με της Μόσχας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επίσης υποστηρίζουν το δικαίωμα της Κύπρου να εξερευνά για ενεργειακά αποθέματα στις υπεράκτιες περιοχές της, ενθαρρύνοντας παράλληλα τις διαπραγματεύσεις με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ για την επανένωση του νησιού [13]. Αυτή η θέση, μαζί με τη συμμετοχή των αμερικανικών εταιρειών σε έργα φυσικού αερίου στο Ισραήλ, καθιστά τις Ηνωμένες Πολιτείες μια ελκυστική εναλλακτική λύση απέναντι στην Ρωσία για ορισμένους τοπικούς φορείς που αναζητούν εξωτερική πολιτική στήριξη. Από την πλευρά της Άγκυρας, ωστόσο, της έχει γίνει όλο και πιο δύσκολο να εκλάβει την Ουάσιγκτον ως αμερόληπτη.
Πιο σημαντικό είναι ότι ο πραγματικός στρατηγικός στόχος της Ουάσιγκτον παραμένει στον Περσικό Κόλπο και, όλο και περισσότερο, στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ο αμερικανικός Έκτος Στόλος διατήρησε μια κυρίαρχη παρουσία στη Μεσόγειο, με μέσο όρο ανάπτυξης τεσσάρων υποβρυχίων, μιας εκστρατευτικής μονάδας πεζοναυτών και τουλάχιστον ενός αεροπλανοφόρου με συνοδεία μεταξύ έξι και οκτώ πολεμικών πλοίων. Αυτή η δύναμη έχει μειωθεί από τότε λόγω της συνέχισης των επιχειρήσεων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Σήμερα, το μόνο πολεμικό πλοίο που παραμένει μόνιμα στην περιοχή είναι η ναυαρχίδα του Έκτου Στόλου, το USS Mount Whitney.
Έχοντας εξασθενισμένη παρουσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνονται όλο και πιο επιλεκτικές [14] στην χρήση εκ περιτροπής αναπτύξεων και πολυεθνικών ασκήσεων, οι οποίες απαιτούνται για τη διατήρηση της ηρεμίας στην ανατολική Μεσόγειο. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις νέες εθνικές προτεραιότητες και τον δημοσιονομικό αντίκτυπο της αποδέσμευσης [15], μια επιστροφή στα ψυχροπολεμικά επίπεδα ισχύος στη Μεσόγειο φαίνεται απίθανη στο άμεσο μέλλον. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να βασιστούν περισσότερο στις ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις για να αντισταθμίσουν την Ρωσία και να εκτονώσουν δυνητικές εντάσεις μεταξύ των συμμάχων τους. Μια τέτοια προσέγγιση θαλάσσιας εξισορρόπησης, όμως, μπορεί να αποδειχθεί ανεπαρκής εφόσον η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο επίσης περιορίζονται λόγω της δημοσιονομικής λιτότητας και της κούρασης από τις πρόσφατες και εξελισσόμενες δραστηριότητες στη Βόρεια Αφρική και Μαλί.
Έχει έρθει η ώρα για μια νέα, «ρεαλιστική» στρατηγική της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία να αναγνωρίζει τη ζοφερή πραγματικότητα των περιφερειακών πολιτικών αδιεξόδων και των πρωτοφανών ελλείψεων σε πόρους και δημοσιονομικά στοιχεία. Μια τέτοια στρατηγική θα πρέπει να βασίζεται σε τρία στοιχεία: την οικοδόμηση εμπιστοσύνης, την μείωση των κινδύνων, καθώς και την αντιμετώπιση των κρίσεων. Για να αυξηθεί η αμοιβαία κατανόηση, τα κοινά διδάγματα που αντλήθηκαν και ώθησαν τις ελίτ της περιοχής προς τη συνεργασία μεταξύ τους, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να διοργανώσει προγράμματα στρατιωτικής επικοινωνίας στην ανατολική Μεσόγειο σε αμερικανικά στρατιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και να προωθήσει διπλωματικές προσπάθειες δεύτερης τάξης σε τοπικά think tanks, πανεπιστήμια και μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Οι καρποί των προσπαθειών αυτών είναι κυρίως μακροπρόθεσμοι, οπότε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να λάβουν άμεσα μέτρα για να ενισχύσουν τη ναυτική επιχειρησιακή ασφάλεια, με την προώθηση της εγκαθίδρυσης κέντρων ανταλλαγής πληροφοριών στην Ανατολική Μεσόγειο και ανοικτών γραμμών επικοινωνίας έκτακτης ανάγκης, παρόμοιες με εκείνες που προτάθηκαν [16] στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Τέλος, το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ θα χρειαστεί ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση κρίσεων τη απουσία προωθημένων δυνάμεων. Η ανάπτυξη πολεμικών πλοίων σε άμεση γειτνίαση μιας θαλάσσιας περιοχής όπου συνέβη εμπλοκή, θα είναι απαραίτητη για να αποτραπεί περαιτέρω κλιμάκωση και να προστατευθούν εμπορικά πλοία υπό αμερικανική σημαία. Καθώς η έμφαση της παγκόσμιας δύναμης των Ηνωμένων Πολιτειών μετατοπίζεται προς την Ασία, οποιαδήποτε αξιόπιστη δέσμευση για την ασφάλεια της περιοχής θα απαιτήσει οι Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν περισσότερα πράγματα με λιγότερα μέσα.
Κάθε ένα από τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου - διαφωνίες για τα κοιτάσματα φυσικού αερίου, αυξανόμενη διεκδικητική «διπλωματία των κανονιοφόρων», η αραβοισραηλινή διένεξη, η κατάσταση της διαιρεμένης Κύπρου, ο εμφύλιος πόλεμος στην Συρία - είναι ένα τρομερό πρόβλημα από μόνο του. Ωστόσο, το γεγονός ότι καθένα από αυτά είναι θεμελιωδώς αδιαχώριστο από τα άλλα, περιπλέκει την αναζήτηση για σταθερότητα ακόμη περισσότερο. Καθώς οι περιφερειακοί παίκτες προσπαθούν να διαχειριστούν αυτές τις εξελίξεις μέσα σε ένα κλίμα επίμονης δυσπιστίας, η σύγκρουση θα γίνεται ακόμη πιο συνηθισμένη. Η μελλοντική σταθερότητα της περιοχής εξαρτάται από το αν μια ισχυρή πλευρά έξω από αυτήν μπορεί να δημιουργήσει την πολιτική βούληση, την στρατιωτική δύναμη και το στρατηγικό όραμα για να κρατήσει τις τοπικές εντάσεις στην άκρη. Ακόμη και σε μια εποχή μειωμένων πόρων και περικεκομμένων φιλοδοξιών εξωτερικής πολιτικής, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να είναι ο μόνος βιώσιμος υποψήφιος για την αποστολή αυτή.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139069/yuri-m-zhukov/trouble-in-t...
Συνδέσεις:
[1] http://on.doi.gov/bj8YJQ
[2] http://bit.ly/ZTY8dy
[3] http://bit.ly/13dPJDx
[4] http://bit.ly/n2HRav
[5] http://bit.ly/NUWSvp
[6] http://bit.ly/H9lmmu
[7] http://bit.ly/XsNfx9
[8] http://1.usa.gov/QkUjpx
[9] http://bit.ly/AfkMyP
[10] http://bit.ly/Ym7rz2
[11] http://bit.ly/YnylZj
[12] http://reut.rs/WZrsQo
[13] http://1.usa.gov/UHtJ1a
[14] http://1.usa.gov/10jIngt
[15] http://bit.ly/XMKfMp
[16] http://on.cfr.org/HKseqn