Η μυθοποίηση του περιθωρίου
Του Ηλία Μαγκλίνη
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Την 1η Μαρτίου του 1881 ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Β΄ επέστρεφε στο παλάτι έχοντας πάνω του προσχέδιο για τη θέσπιση κοινοβουλευτικού σώματος.
Δύο διαδοχικές εκρήξεις τον τραυμάτισαν θανάσιμα, μαζί με άλλους είκοσι περαστικούς, καθώς και τον ίδιο τον βομβιστή, ο οποίος ανήκε στο Κόμμα της Λαϊκής Θέλησης. Τα μέλη του εν λόγω κόμματος ήταν οπαδοί ενός επαναστάτη που είχε πεθάνει λίγα χρόνια πριν. Το όνομα αυτού, Μιχαήλ Μπακούνιν (1814-1876), μέγας αντίπαλος του Μαρξ στην ηγεσία της Πρώτης Διεθνούς και οπαδός του Πιερ Ζοζέφ Προυντόν (1809-1865), του ανθρώπου που διακήρυξε πρώτος πως «η ιδιοκτησία είναι κλοπή», επινοώντας τον όρο «αναρχία», ως το αντίθετο κάθε έννοιας ιεραρχίας.
Ο αφορισμός του Μπακούνιν, «το πάθος για καταστροφή είναι δημιουργικό πάθος», αναδείχθηκε σε μότο των Ρώσων «αναρχιστών», οι οποίοι ζητούσαν την εκμηδένιση κάθε κοινωνικής και πολιτιστικής αξίας. Γι’ αυτό και ο ρωσικός αναρχισμός έλαβε μια πιο ειδική ονομασία: μηδενισμός, το μανιφέστο του οποίου διδάσκει: «Ο,τι μπορεί να τσακιστεί, ας τσακιστεί· ό,τι αντέξει τη θύελλα, είναι ικανό να ζήσει· ό,τι γίνει σμπαράλια, είναι σκουπίδι· σε κάθε περίπτωση, χτυπάτε δεξιά κι αριστερά, δεν θα κάνει και δεν μπορεί να κάνει κακό».
«Ιθαγενής μηδενισμός»
Φαίνεται ότι η ρήση του Μπακούνιν βρήκε, έστω και με έναν ασυνείδητο τρόπο, πρόσφορο έδαφος σε μερίδα της ελληνικής κοινωνίας μετά το 1974. Η ιδιαιτέρως βίαιη επίθεση στις Σκουριές έτυχε υποστήριξης ή έστω συμπάθειας από μερίδα της κοινής γνώμης, ενώ από το ποιόν των ληστών στο Βελβεντό φαίνεται πως το πνεύμα της μπακούνειας ρήσης γοητεύει (και) γόνους μεγαλοαστικών οικογενειών. Αλλά αυτό ας μη μας ξαφνιάζει: ένας από τους πιο επιφανείς Ρώσους μηδενιστές, o Πιοτρ Κροπότκιν (1852-1921), ήταν πρίγκιπας ευγενικής καταγωγής. Μυήθηκε στον αναρχισμό, εκσφενδονίζοντας βόμβες προς κάθε «εχθρό του λαού και της επανάστασης». Αλλά και η οικογένεια του Μπακούνιν κατείχε μεγάλες εκτάσεις γης και ο ίδιος είχε υπηρετήσει αρχικά στις τάξεις της αυτοκρατορικής φρουράς για να παραιτηθεί στη συνέχεια (μόνο ο Γάλλος Προυντόν προερχόταν από ταπεινή οικογένεια).
Σχετικά με το ζήτημα του μηδενισμού, λοιπόν, σε άρθρο του στην «Κ» (14.12.08) μετά τα επεισόδια που ξέσπασαν κατόπιν της δολοφονίας του Αλ. Γρηγορόπουλου, ο Στέλιος Ράμφος μιλούσε για «αρνητικό περιεχόμενο του ψυχισμού» όπου «σκοπός της ζωής παύει να είναι η ευδαιμονία και γίνεται η απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου, κάτι συνεπαγόμενο τον θάνατο του Θεού. Η εναντίωσι του απεριόριστου “θέλω” προς τον περιορισμό της Φύσης έκανε τον μηδενισμό ευπρόσδεκτο στη Ρωσία εν είδει εξεγέρσεως εναντίον του τσαρικού δεσποτισμού και όλων των αθλιοτήτων που συντηρούσε και εξέτρεφε».
Μέσα από αυτό το πρίσμα, η διαφθορά, η παρακμή των θεσμών, η ανομία των ίδιων των statesmen στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, συνέτειναν στο να καταστεί ένας παρόμοιος μηδενισμός ευπρόσδεκτος. Αλλά φαίνεται πως δεν ήταν μόνο θέμα συγκυριών: «Μας κατέχει ένα αίσθημα υπερβατικού», γράφει ο Στ. Ράμφος, «με περιεχόμενο τον εαυτό του, αίσθημα το οποίο εσωτερικεύουμε σαν μελαγχολικό καημό, μας ωθεί δε σε ανοιχτή σύγκρουση με τον καθολικό λόγο του φυσικού κόσμου και του κρατικού θεσμού, για να μας συσπειρώσει στους δεσμούς τόπου (πατρίδα), αίματος (οικογένεια) και κοινής μοίρας (θρησκείας)».
Γιατί όμως ο ελληνικός μηδενισμός άνθησε σταδιακά μετά το 1974; «Διότι υποχώρησαν τα παραδοσιακά κάστρα του νοήματος, όπως η οικογένεια και η θρησκευτικότητα. Αντί να βρεθεί στη θέση τους μια νέα, δημιουργική δυναμική, μας έμεινε η λογική της ευκολίας του 24ώρου και της ευχαριστήσεως. Αυτή η λογική αφήνει τα πράγματα στο μηδέν τους. Ετσι, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για έναν μεταχρονολογημένο ιθαγενή μηδενισμό». Ιχνη αυτού του «ιθαγενούς μηδενισμού» μπορεί να διακρίνει κανείς σε σκόρπια συνθήματα στους αθηναϊκούς δρόμους, μέσα από τα οποία καταδικάζεται κάθε έννοια πολιτισμού, ενώ αποθεώνεται η καταστροφή σε όλες της τις εκφάνσεις.
Ενα, ίσως, ενδεικτικό παράδειγμα μνημονεύει στο συλλογικό έργο «Η βία…» (εκδ. Πόλις) ο Πάσχος Μανδραβέλης: «Τον Αύγουστο του 2012 συνελήφθη ο 30χρονος θεολόγος Τάσος Θεοφίλου κατηγορούμενος για μία δολοφονία και μία ληστεία στην Πάρο. Στο μπλογκ του, που είχε τον παιχνιδιάρικο τίτλο “Παρανουαρικό”, γράφει για την πορεία του στο έγκλημα· ή στην επανάσταση όπως φαντάζεται ο ίδιος. “Επιανα δουλειά σε καφέ, μπαρ ή εστιατόρια για καμιά εβδομάδα. Οσο πιο κάτεργο τόσο πιο ενθουσιωδώς. Η μισθωτή σκλαβιά έπαιρνε άλλη διάσταση. Γιατί στην πραγματικότητα υποδυόμουν τον μισθωτό σκλάβο χωρίς να είμαι. Στην πραγματικότητα, ήμουν σε αποστολή. Εδινα ψεύτικα στοιχεία. Παρακολουθούσα τις κινήσεις του ταμείου. Μάθαινα πού μένει το αφεντικό και τον φέρμαρα στη διαδρομή για το σπίτι του. Μεταμφιεσμένος και με την απειλή ενός πιστολιού ρεπλίκα...”. Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του 30χρονου θεολόγου Τάσου Θεοφίλου (ο οποίος κατηγορείται για ληστεία και φόνο) κάποιος άλλος κατηγορούμενος (και για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση), ο κ. Γιάννης Μιχαηλίδης δημοσιοποιεί μια ανοιχτή επιστολή συμπαράστασης στον συλληφθέντα. Σ’ αυτή αποκαλεί “ρουφιάνο” τον δολοφονημένο από τους ληστές ταξιτζή της Πάρου και ανάμεσα στα άλλα γράφει ότι η επίθεσή του με τόξο εναντίον της Βουλής (την εποχή που μεσουρανούσαν οι “Αγανακτισμένοι”) “ήταν συμβολική πράξη”».
Είναι αυτές οι «συμβολικές πράξεις» που λατρεύουν μηδενιστές που, βέβαια, βρίσκονται κοντά στους ρομαντικούς. Στο βιβλίο του «Οι ρίζες του ρομαντισμού» (εκδ. Scripta), ο Αζάια Μπερλίν γράφει για τους ρομαντικούς: «Δεν τους ενδιέφερε η γνώση ή η εξέλιξη της επιστήμης, δεν τους ενδιέφερε, προπάντων, να προσαρμοστούν στη ζωή, να βρουν μια θέση μέσα στην κοινωνία, να συνυπάρξουν αρμονικά με την κυβέρνησή τους, να είναι πιστοί στον βασιλιά τους ή στη δημοκρατία τους. [...] Θεωρούσαν τις μειονότητες πιο ιερές από τις πλειονότητες, την αποτυχία πιο ευγενή από την επιτυχία, την οποία μάλιστα συνέδεαν με κάτι το αγοραίο και το χυδαίο».
Αυτή η μυθοποίηση του περιθωρίου και η ανάγκη για σύγκρουση υπήρχε στην ελληνική κοινωνία πολύ πριν από την έλευση των μέτρων λιτότητας. Αν λοιπόν οι μεταρρυθμίσεις φέρνουν ανατροπές σε ένα αυστηρά πολιτικό πλαίσιο, σε επίπεδο κουλτούρας και νοοτροπίας, ο δρόμος ίσως να είναι βασανιστικά μακρύς.