Το όραμα της Σαναά
Γιατί η Υεμένη δεν αποτελεί μοντέλο για το Ιράκ
Farea Al-muslimi
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr/)
Τον περασμένο μήνα, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα υπονόησε ότι η Υεμένη θα μπορούσε να αποτελέσει ένα παράδειγμα για το πώς να επιτευχθεί σταθερότητα στο Ιράκ.
«Βλέπετε μια χώρα όπως η Υεμένη - μια πολύ φτωχή χώρα και μια χώρα που έχει τις δικές της θρησκευτικές ή εθνοτικές διαιρέσεις», είπε. «Εκεί, έχουμε έναν αφοσιωμένο συνεργάτη, τον πρόεδρο [Abdu Rabbu Mansour] Hadi και την κυβέρνησή του». Τα σχόλιά του αποτέλεσαν ένα σοκ για τους περισσότερους πολίτες τής Υεμένης. Η αντίφαση μεταξύ της πολιτικής πραγματικότητας της χώρας τους και της φήμη της ως μια επιτυχία τής Αραβικής Άνοιξης ήταν πάντα κραυγαλέα, αλλά τώρα είχε γίνει παράλογη.
Λίγες μέρες πριν μιλήσει ο Ομπάμα, διαδηλώσεις - που σε μεγάλο βαθμό είχαν αγνοηθεί από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, δεδομένου ότι λίγοι ξένοι δημοσιογράφοι επιτρέπεται να βρίσκονται στην χώρα αυτές τις μέρες - είχαν ξεσπάσει στην πρωτεύουσα. Οργισμένοι διαδηλωτές έκλεισαν κεντρικούς δρόμους τής Sana’a, καίγοντας ελαστικά και κραυγάζοντας συνθήματα κατά τής μεταβατικής κυβέρνησης και κατά τού Hadi, του ανθρώπου που είναι ο επικεφαλής της. Οι Υεμενίτες, φάνηκε, απλά έσπασαν κάτω από την πίεση των σοβαρών ελλείψεων καυσίμων, τις ουρές μήκους ενός χιλιομέτρου στα βενζινάδικα και τις 20ωρες διακοπές ρεύματος.
Την ίδια μέρα με τις διαδηλώσεις, ο ΟΗΕ διοργάνωσε διάσκεψη στην Βηρυτό μεταξύ των νέων διαχειριστών τής εξουσίας στην Υεμένη και της παλιάς ελίτ. Κατά την διάρκεια της συνάντησης, εγκωμιάστηκε ευρέως η πρόοδος της χώρας - ειδικά για την συμμετοχικότητα και την σταθερότητα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι η υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας για την συμφωνία τού 2011 με την οποία μεταφέρθηκε η εξουσία από τον Ali Abdullah Saleh, ο οποίος κυβερνούσε από το 1978, ήταν διάτρητη. Απλώς παρέδωσε την προεδρία στον αναπληρωτή του, τον Hadi, και εξασφάλισε ότι ο Σαλέχ θα συνεχίσει να διαδραματίζει έναν ρόλο πίσω από τα παρασκήνια. Του δόθηκε επίσης ασυλία για όλες τις παρανομίες του κατά την διάρκεια των 33 χρόνων του στην εξουσία. Και τούτο δεν μοιάζει με δημοκρατία. Ακόμα χειρότερα, η συμφωνία έκανε ακόμη πιο δύσκολη μια πραγματική μετάβαση της Υεμένης προς την δημοκρατία και έσπειρε τους σπόρους νέων συγκρούσεων.
Μια από τις βασικές υποσχέσεις τής συμφωνίας προς τις δεκάδες χιλιάδες των ακτιβιστών υπέρ τής δημοκρατίας οι οποίοι βγήκαν στους δρόμους για να ανατραπεί ο Saleh, ήταν να πραγματοποιηθεί το Εθνικό Συνέδριο Διαλόγου (National Dialogue Conference, NDC). Υποτίθεται ότι θα συγκέντρωνε όλες τις πολιτικές παρατάξεις, από το νότιο αυτονομιστικό κίνημα ως τους νέους εκσυγχρονιστές, για να διαπραγματευτούν ένα περίγραμμα για την μελλοντική πολιτική δομή τής Υεμένης˙ Και να θέσει το αποτέλεσμα αυτών των διαπραγματεύσεων προς έγκριση σε δημοψήφισμα. Ωστόσο, το NDC, που πραγματοποιήθηκε από τον Μάρτιο του 2013 ως τον Ιανουάριο του 2014, έκανε πολύ λίγα πέρα από την επέκταση της θητείας τού κοινοβουλίου (η θητεία τού οποίου έληξε το 2008) και του προέδρου (του οποίου η δημοκρατική νομιμότητα αποτελείται από ένα βιαστικά περασμένο δημοψήφισμα στην διάρκεια της μιας θητείας του στην προεδρία). Το NDC στην συνέχεια αγνόησε τις δικές του αποφάσεις και αρνήθηκε να θέσει τις αποφάσεις αυτές σε δημόσια ψηφοφορία.
Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των εκλεγμένων αξιωματούχων στην Υεμένη είναι ουσιαστικά μηδενικός, μια απάτη που υποστηρίζεται από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Οι ηγέτες τού κόσμου συνέχισαν να επαινούν το συνέδριο, και να το στηρίζουν οικονομικά και πολιτικά, ακόμα και όταν κατέστη σαφές ότι το NDC δεν επρόκειτο να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του.
Αυτές τις μέρες, οι οποιεσδήποτε προσπάθειες για να ελεγχθεί η κυβέρνηση μπλοκάρονται με το επιχείρημα ότι πρόκειται για μια κυβέρνηση εθνικής συναίνεσης, και ως εκ τούτου είναι ανέγγιχτη. Με την σειρά της, η διαφθορά απλώς έχει αυξηθεί. Το 2013, η κατάταξη της Υεμένης με βάση τον δείκτη διαφθοράς τής Διεθνούς Διαφάνειας κατέβηκε στην 167η θέση ανάμεσα σε 177 χώρες. Το 2012, βρισκόταν στην 156η θέση. Με απλά λόγια, είναι αδύνατο να λογοδοτήσει ο οποιοσδήποτε επίσημος στην Υεμένη - από τον πιο ισχυρό ως τον πιο αδύναμο. Την ίδια στιγμή, το οικοδόμημα της ασφάλειας, το οποίο είναι υπόχρεο στο παλιό καθεστώς και στο διάδοχό του, έχει ξεκινήσει έναν μαζικό πόλεμο εναντίον τής ελευθερίας τού Τύπου. Έχει παρενοχλήσει, φυλακίσει και απελάσει πάνω από μια ντουζίνα τοπικούς και διεθνείς δημοσιογράφους. Επίσης, έχει κλείσει και παρενοχλήσει πολλά μέσα ενημέρωσης, όπως το τηλεοπτικό κανάλι Yemen Today. Οι διαδηλώσεις καταγγέλλονται ως έκφραση υποστήριξης στο παλαιό καθεστώς.
Και η κατάσταση χειροτερεύει από αυτό το σημείο: Στα βόρεια και στα νότια της χώρας, εξακολουθούν να υπάρχουν σε πλήρη άνθηση εξεγέρσεις ενάντια στο σημερινό καθεστώς. Αλλά αντί να ηρεμεί τις περιοχές προσφέροντας διαφάνεια και συμμετοχικότητα, το NDC έχει απλά μετατραπεί σε όχημα για την επιλογή κάποιων από τους ηγέτες των ανταρτών που ταιριάζουν στην κεντρική πολιτική σκηνή. Μια τέτοια περιφρόνηση σε μια χώρα όπου, σύμφωνα με την UNOCHA, σχεδόν 15 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν ανάγκη από ανθρωπιστική βοήθεια, έχει βοηθήσει την ατελείωτη προπαγάνδα των ενόπλων ομάδων. Η κατάσταση της ασφάλειας είναι πλέον τόσο τρομερή που οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι έχουν αρχίσει να μεταμφιέζονται όταν κυκλοφορούν δημοσίως, φοβούμενοι μην δολοφονηθούν.
Στις αρχές Ιουλίου, μια οργάνωση, οι ισχυροί ένοπλοι αντάρτες Χούθι, κατέλαβαν το κυβερνείο τής Ammran έξω από την πρωτεύουσα, κατάσχοντας δεκάδες άρματα μάχης και βαριά πυροβόλα. Οι αντάρτες σκότωσαν τον ανώτατο στρατιωτικό διοικητή στο κυβερνείο, ο οποίος ήταν πιστός στους ισλαμιστές, οι οποίοι αποτελούν έναν από τους αντιπάλους των Χούθι. Η πολιορκία τής πόλης ανάγκασε περισσότερους από 30.000 ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Αν το NDC δεν είχε διαλέξει μερικούς Χούθι ως συνομιλητές, κάτι που αύξησε την δύναμή τους αλλά όχι την υποχρέωσή τους να λογοδοτούν, και αντ’ αυτού είχε ακολουθήσει μια γνήσια δημοκρατική, ειρηνική διευθέτηση, η εξέγερση θα ήταν ασθενέστερη σήμερα.
Έχει γίνει όλο και πιο σαφές ότι η συμφωνία μετάβασης έχει κοστίσει ακριβά στην Υεμένη. Οι Υεμενίτες ζουν σε μια χώρα φόβου και εκφοβισμού, ουρών για βενζίνη και πείνας, βίας και διαφθοράς. Γι’ αυτούς, η αναφορά τού Ομπάμα στην Υεμένη φάνηκε σαν ένα κακόγουστο αστείο στην καλύτερη περίπτωση και στην χειρότερη σαν μια αναίσθητη προσβολή. Και θα πρέπει να ήταν ακόμη πιο ανησυχητική για τους Ιρακινούς. Πριν από μερικά χρόνια στην Υεμένη, οι άνθρωποι συνήθιζαν να προειδοποιούν για ένα «σενάριο τύπου Ιράκ», αν δεν αντιμετωπίζονταν τα προβλήματά της, πράγμα που σημαίνει ότι η Υεμένη θα γινόταν το νέο Ιράκ. Δεν το κάνουν πια. Οι άνθρωποι στην Υεμένη έχουν αναγνωρίσει τι δεν κάνει ο Ομπάμα: Ότι είναι πλέον το «σενάριο Υεμένη» το οποίο θα πρέπει να χρησιμεύσει ως μια προειδοποίηση στο Ιράκ και όχι σαν λύση. Ακριβώς όπως και τα επικίνδυνα πειράματα στην τηλεόραση, το μοντέλο της Υεμένης δεν πρέπει να δοκιμαστεί στο σπίτι.
* Ο FAREA AL-MUSLIMI είναι ένας Υεμενίτης συγγραφέας και ερευνητής. Μπορείτε να τον ακολουθείτε στο Twitter @almuslimi .
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141690/farea-al-muslimi/the-sanaa...